ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ι.
επέμεινα να
γνωρίσω
με κάθε
ασήμαντη λεπτομέρεια
τον
τσαλακωμένο χάρτη
του
γενεαλογικού μου δένδρου
από την όψη
που με βία
μετράει η
μνήμη μου
εκατοστό του
εκατοστού
με
αναπάντητες απορίες
από λευκό
χαρτόνι, πικρούς καφέδες
και
φυλλαράκια ημερολογίου τοίχου
όπως λέμε
ψωμί και νερό
ή όταν
ρωτάμε : «με αγαπάς;»
και «τι
καιρό θα κάνει;»
δοκίμασα να
κόψω με τα δόντια μου
το ομφάλιο
λώρο που με δένει
φυλακισμένο
ισόβια
στο
τετράγωνο που σχηματίζεται
ανάμεσα στη
πλατεία Εξαρχείων
και τη
Λεωφόρο Αλεξάνδρας
ανάμεσα σε
ένα δάκρυ κορόμηλο
ένα
σουπερμάρκετ
κι ένα
φαρμακείο
για ώρα
ανάγκης
λογάριαζα
κάποτε
να
δραπετεύσω από εδώ
κρυμμένος σε
ένα ποίημα
ή σε ένα
σύννεφο
ή σε μια
θάλασσα θολή
κι αγριεμένη
δεν με
άφησαν όμως
τα στοιχεία
της φύσης
να πετάξω
μακριά
στους
σπαρμένους κάμπους
και τα
στερεμένα ποτάμια
της Θηβαϊκής
μου καταγωγής
τα όνειρά τα
έκανα άγκυρες
να με
ντύνουν και να με στολίζουν
πότε
Οιδίποδα βασιλιά και αρχηγό
κι άλλοτε
τυφλό
και ικέτη
ΙΙ.
τι να πω και
τι να μην πω;
δεν υπάρχουν
ασυνήθιστα λόγια
που δεν
έχεις ξανακούσει
αργά
κατάλαβα πως
κρυφά
συνωμότησαν εναντίον μου
τα χρώματα
στην άκρη
ενός
παράλληλου σύμπαντος
χωρίς να μου
αφήνουν περιθώριο
να
συνθηκολογήσω
σχετικά
αξιοπρεπώς.
δεν θέλω
πλέον να στέκομαι
ακίνητος σαν
ραγισμένο άγαλμα
καλύτερα να
παίξω κρυφτό
σαν τα μικρά
αγέλαστα παιδιά
που το πιο
άτυχο ανάμεσά τους
κρύβει το
πρόσωπο του
στο τοίχο
και φυλάει
σκοπιά με
τυφλή σιωπή
ώσπου να
μετρήσει μέχρι το δέκα
ενώ οι
υπόλοιποι τρυπώνουν
σε κρυψώνες
σαν μυρμήγκια
τρομαγμένα
από την βουή
των ισχνών
αγελάδων
ανύποπτη
εποχή
με ματωμένα
πάρκα και πλατείες
μετράω, ένα,
δύο, τρία
και γίνομαι
ποτάμι από θυμό
οι αριθμοί
με αποκαρδιώνουν
και με
εξορίζουν μακριά
από τις
κατοικημένες περιοχές
της μνήμης
μου
και το
ιστορικό κέντρο
της σάρκας
και της ψυχής μου
μετράω
τέσσερα, πέντε, έξι
και γίνομαι
καλοκαίρι από έρωτες
γίνομαι
είδωλο μαρμαρωμένο
σε ραγισμένο
καθρέφτη
που χαιρετά
άσπλαχνα
μια
αστείρευτη ευωδιά
απ΄το
κοσκινισμένο χώμα
όπου
αγκομαχώ
και ξεψυχώ
καθημερινές
κι αργίες
μετράω επτά,
οκτώ, εννιά
και γίνομαι
γαλάζια σημαία
που
κυματίζει στη προκυμαία
της αφόρητης
ερημιάς μου
ΙΙΙ.
εντελώς μου
είναι αδιάφορο
πρωί ή
απόγευμα
μέρα,
μεσημέρι ή βράδυ
αν βρίσκομαι
εδώ στο παρόν
ή σε κάποιον
άλλο
αλλόκοτο
κόσμο
ή στο μαύρο
πάτο
μιας
πρασινωπής
θάλασσας
θολής
από κάθε
λογής απόβλητα
χαζολογώ και
χολοσκάω
άσκοπα
ακούγοντας
ηρωικά
εμβατήρια
ανάμεσα σε
χαλάσματα αισθητικής
ξεσκέπαστος
σε κάθε μπόρα
με ένα δήθεν
αθώο μυαλό
να χάσκει
στο άπειρο
μαστουρωμένο
από άρωμα
χλωρίνης
και άκουα
φόρτε
με μια
παράλυτη
από τα
ψυχοφάρμακα
κακομοίρη
γλώσσα
πιπέρι στο
στόμα μου
από γεύσεις
προσφυγιάς
με
γυροφέρνει
μια αναγούλα
και οι Άγιοι
Ανάργυροι
- μεγάλη η
χάρη τους -
που με
επισκέπτονται συχνά
στα
εσχατολογικά μου οράματα
είναι όλοι
μουγκοί,
ορφανοί και
θυμωμένοι
ΒΑΣΟΣ
ΓΕΩΡΓΑΣ
Το διήμερο 21-22 Δεκέμβρη, στο ΓΚΡΙ ΚΑΦΕ (Θεμιστοκλέους 80, Πλατεία Εξαρχείων) διοργανώνεται από την biblioteque διήμερο φεστιβάλ ανοικτής συζήτησης με θέμα την Δημόσια Τηλεόραση και την μεγάλη κοινωνική κρίση. Να πάτε.