Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΔΥΟ ΧΡΙΣΤΙΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΑΡΧΗ ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΕΛΟΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ ΘΑ ΤΙΣ ΕΛΕΓΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





1. ΑΘΩΟΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΕΝΤΟΜΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

Μετά έρχονται κάποιοι
Οι εξ αρχής άνθρωποι
Τα πλάσματα με τα λάθος βούτυρα
Και το φρεσκοβαμμένο αίμα
Κι αλλάζουν το χώμα στον κήπο μου
Μ’ ένα ζευγάρι άδεια σεντόνια
Από ακίνητες βάρδιες στον κόσμο

Τα χνάρια τους είναι ανακατεμένα χωράφια

Ανακατεύουν την άμμο στα πόδια μου
Ανακατεύουν τη θάλασσα
Που υποδέχεται τους νεκρούς
Στο σαλόνι μου
Ανακατεύουν τον ήλιο

Με τα λιγότερα χέρια τους
Κολλημένα πάντα στη λάσπη

Κάπως έτσι λοιπόν
Όλη μου η βροχή
Έφυγε κάτω απ’ τις χαραμάδες
Ενός σκοτεινού δωματίου

Και γέμισε ωκεανούς ο κόσμος


25/12/2013



2.ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΧΙΟΝΙ;


Εξαφανίζονται οι μέρες
Από εσένα
Φυσάει Σεπτέμβριος  
Με ακρίβεια δολοφόνου
Στο σώμα σου
Τα άσπρα δωμάτια
Μοιράζουν σιγά σιγά
Την ενοχή στη μέση

Ζητείται ελπίς αγγελιαφόρου
Να εκτρέψει το τίποτα
Από την παλάμη μου
Που μεταδίδει διαρκώς
Ακαδημίας και Σόλωνος
Το τελευταίο γύρισμα της γης

Κάπου στο πάρκο
Τα πρόσωπα των άλλων
Έχουν οριστικά λειώσει

Υπήρξαν πριν
Χωρίς μέλλον

Αλλά τα  γεγονότα
Συμβαίνουν πάντα
Ανάποδα

26/12/2013

ΣΣ
 


Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ




Η ΠΟΛΗ ξυπνάει νωρίς μέσα στο μοβ. Βιολετί ορίζοντας, στάση για καφέ, προλαβαίνεις; Κάποια σύννεφα. Στα καλώδια της ΔΕΗ είναι σκαλωμένα τρία πουλιά. Κάθονται. Αγία Τριάδα. Το ακροβατικό τους είναι σύντομο. Χορογραφία της στιγμής. Μέχρι να προλάβουν τα μάτια να χωρέσουν την εικόνα, έχουν πετάξει.
Στο δρόμο περιπολούν οι νεκροί∙ με βάρδιες.

Σε τούτο τον τόπο οι νεκροί είναι περισσότεροι απ’ τους ζωντανούς. Αναβοσβήνουν, στολισμένοι με φωτάκια. Άνθρωποι – σημαδούρες. Αν αφήσεις τον εαυτό σου να τους ακουμπήσει, κινδυνεύεις με βραχυκύκλωμα. Όπως περνούν μέσα απ’ τα γυάλινα κτίρια της Αλεξάνδρας μοιάζουν με φωτογραφίες που έχουν αναρτήσει οι απόγονοί τους για να τους θυμούνται: Πλαίσιο μαύρο, τζάμι διπλό. Εις μνήμην.
Υπάρχουν απόγονοι; Ή είναι κι αυτοί νεκροί;

Σκονίζουν τη χώρα. Της μασάνε τον λαιμό. Τα μάτια. Σπάνε τα κόκαλα της ζωής της. Μετά, δακρύζουν. Στην κηδεία της. Όταν πεθαίνει μια χώρα, αυτοί που συνήθως την κλαίνε είναι αυτοί που την έχουν σκοτώσει.
Ένα κορίτσι διασχίζει τον δρόμο. Έχει κοντά, κόκκινα μαλλιά, σκουλαρίκι στο δεξιό ρουθούνι. Το πρόσωπό του είναι παγωμένο. Χωρίς μέλλον. Φοράει κόκκινο φούτερ, στο χρώμα του αίματος. Οι ελβιέλες του είναι σκισμένες. Άσπρες.
Όπως βαδίζει, ο ουρανός πέφτει πάνω τους και σχηματίζει την ελληνική σημαία. Δείχνει αυτό που πρόκειται να συμβεί μετά.

Επικεφαλίδες πραγμάτων. Προσώπων, ζωών. Το σινεμά είναι αόρατο. Περνάς απ’ το ένα πλάνο στο άλλο, βιαστικά, χωρίς να προσέχεις. Σχεδόν το καταπίνεις αμάσητο. Ο κύκλος της σκηνοθεσίας κλείνει διαρκώς. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό. Να πάρουμε απόφαση ότι μόνο το ανύπαρκτο υπάρχει.
Ο μονόλογος ενός σκύλου στην Αραχόβης μπορεί να σε κάνει να κλάψεις. Γαβ γαβ. Γαβ γαβ. Αν ήταν θεατρικό, θα γινόταν σε δυο πράξεις. Όπως η αναπνοή: Εισπνοή – Εκπνοή. Το τελευταίο γαύγισμα είναι ο θάνατος. Από ασιτία.

Το βράδυ στο μπαρ είναι σκοτεινό. Τα γεγονότα συμβαίνουν ανάποδα: Η μουσική ακούει τους ανθρώπους να μιλούν. Αναπνέουν, εγκαθιστώντας τις μοναξιές τους. Γουλιά γουλιά. Θέλει να τους επιδιορθώσει σε λίγα λεπτά. Ο χαμηλός φωτισμός παρασύρει τις λέξεις σε πτώχευση. Στη μπάρα έχει χυθεί λίγο κρασί.

Μόνο η αθωότητα των στίχων εφημερεύει. Περιθάλπει την αγωνία αυτής της μόνιμης απουσίας, τη στεγάζει σε τίτλους. Τα έκτακτα περιστατικά απαιτούν περίσσευμα εαυτού. Έξω, ο θάνατος γιορτάζει ακόμη. Οι τελευταίες του ενσαρκώσεις, χάνονται σα σκιές στα δρομάκια των Εξαρχείων. Δεν υπάρχουν αστέρια να οδηγούν. Σε δυο ώρες ξημερώνει.

Αν θες να αλλάξεις τα πράγματα, δεν το συζητάς.
Απλώς, τα αλλάζεις.

(από το βιβλίο ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ. Οξύ, 2011)


ΔΕΙΤΕ ΚΙ ΕΔΩ
http://bibliotheque.gr/?p=32758









SO THIS IS CHRISTMAS
AND WHAT HAVE YOU DONE?

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι- δε μιλάνε. Μια τρύπια διπλωμένη σκηνή. Μέσα της φυλακισμένη ακόμα η άμμος και το ηλιοβασίλεμα. Πιο κει, κουβάδες με ξεραμένες μπογιές. Ένας χαρταετός. Καρναβαλίστικα. Εξόριστα βιβλία, παπούτσια στη σύνταξη, κάδρα, πλακάκια, ένα πλαστικό δέντρο, μια γαλανόλευκη. Κι άλλα κουτιά με λαμπάκια, γιρλάντες, στολίδια, μικρά χοντρά γυαλιστερά και κόκκινα. Είμαστε εδώ και περιμένουμε. Λείψανα χρωματιστά. Πλησιάζει ο καιρός το νιώθω. Το σπίτι έχει παγώσει. Ανάβει το καλοριφέρ, ουρλιάζουν οι σωλήνες. Άντε, πότε θα στολίσεις;

Από κάτω ακούγεται συνήθως μουσική, βήματα, χτυπάνε πού και πού το κουδούνι. Αυτή άλλοτε ανοίγει άλλοτε κρύβεται. Γελάει ή δε μιλάει καθόλου. Ακούγονται κι άλλες φωνές. Διαφημιστικά, έρανος, κάποιος θέλει να τη σώσει, άλλος να την κλέψει, ένας να την αγαπήσει. Ακούγεται κι ο αέρας. Κι η βροχή. Κι ο έρωτας. Κι ο βήχας. Μα πιο φλύαρη είναι η ησυχία. Άντε, πότε θα στολίσεις;
Δεν ανησυχώ. Απλώς ανυπομονώ. Έναν ολόκληρο χρόνο περιμένω. Τη σκάλα, το χέρι, την προσγείωση πάνω στο τραπέζι, το άνοιγμα του κουτιού, το γδύσιμο της εφημερίδας, το κρέμασμα στο κλαδί, το στριφογύρισμα, την πανοραμική θέα του σαλονιού. Είναι τα έπιπλα στη θέση τους, το χαλί, το σκυλί, η κουρτίνα, οι απέναντι; Άντε, πότε θα στολίσεις;

Σήμερα φωνάζει απ’ το πρωί. Βρίζει στον τοίχο, στο ταβάνι, στον καθρέφτη. Ξώφαλτσα σιχτίρια έρχονται και πάνω μας. Σιωπή. Ακούω τη σκάλα, παντόφλες να σέρνονται στο πάτωμα. Γέρασε η σκάλα. Γέρασαν και τα βήματα πάνω της. Είναι άτσαλη. Με σφίγγει. Πρόσεχε ηλίθια θα σπάσω, λέμε. Κατέβηκα. Γδύθηκα. Είδα. Την Υποκρισία ξαπλωμένη στον καναπέ. Τη Μιζέρια στην πολυθρόνα. Τη Γκρίνια στα ράφια. Την Ερημιά στα μάτια της. Θέλω να πάω πίσω. Δεν θέλω να γίνω αξεσουάρ της θλίψης.

Ήμουνα λέει μικρή χοντρή γυαλιστερή και κόκκινη. Ώσπου κύλησα. Κι έπεσα. Ένα στολίδι λιγότερο. Η τελευταία μου σκέψη πριν τα σκουπίδια ήταν μικρές τσαλακωμένες αγγελίες. Φέτος ζητείται στολίδι κασκαντέρ. Ζητείται δέντρο με ρίζες. Ζητείται δάσος. Όχι διακριτικό κι εχέμυθο. Να διαδηλώνει την ύπαρξή του. Μην το χάσεις ποτέ. Ουσία. Όχι αυτή δε ζητείται. Απαιτείται. Άμεσα.

Ήμουνα λέει μικρή χοντρή γυαλιστερή και κόκκινη. Ανά πάσα στιγμή, έτοιμη να σπάσω. Ζούσα στο πατάρι, μέσα σε χάρτινο κουτί, τυλιγμένη με παλιές εφημερίδες. Φέτος είχα γύρω μου μικρές τσαλακωμένες αγγελίες. Και συγκεκριμένα ένα παράλογο «ζητείται άντρας ή γυναίκα να βαφτίσει παιδάκι». Είχα πολύ χρόνο να το σκέφτομαι. Μου πήρε 2 μήνες να το διαβάσω, άλλους 3 να το συνειδητοποιήσω, 1,5 μήνα γελούσα, 2 μέρες έκλαιγα. Τον υπόλοιπο καιρό σκάρωνα τις δικές μου αγγελίες. Ζητείται. Θέα. Ζέστη. Δροσιά. Αλήθεια. Ελπίδα. Αισιοδοξία. Φως. Σύντροφος. Φίλος. Στέκι. Πόλη. Χώρα; Κάποιος να μοιραστούμε ένα κρασί, μια βόλτα, μια ταινία, ζητείται μια φωνή απ’ το τηλέφωνο, ένα σχέδιο κοινό, κάποιος να του πω το όνειρό μου, τα νεύρα μου, πώς πέρασα σήμερα, έφτιαξα ρεβίθια ζητούνται παραμύθια να τα συνοδεύσουν.

Ζητείται λόγος ύπαρξης. Συνέχειας.

Ζητούνται Χριστούγεννα. Ζητείται. Κάποιος να με πάρει απ’ το πατάρι.

Μάρα Τσικάρα




Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΑΣ: ΕΝΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΒΑΡΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ GOOD OLD DAYS


ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ι.

επέμεινα να γνωρίσω
με κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια
τον τσαλακωμένο χάρτη
του γενεαλογικού μου δένδρου
από την όψη που με βία
μετράει η μνήμη μου
εκατοστό του εκατοστού
με αναπάντητες απορίες
από λευκό χαρτόνι, πικρούς καφέδες
και φυλλαράκια ημερολογίου τοίχου
όπως λέμε ψωμί και νερό
ή όταν ρωτάμε : «με αγαπάς;»
και «τι καιρό θα κάνει;»

δοκίμασα να κόψω με τα δόντια μου
το ομφάλιο λώρο που με δένει
φυλακισμένο ισόβια
στο τετράγωνο που σχηματίζεται
ανάμεσα στη πλατεία Εξαρχείων
και τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας
ανάμεσα σε ένα δάκρυ κορόμηλο
ένα σουπερμάρκετ
κι ένα φαρμακείο
για ώρα ανάγκης

λογάριαζα κάποτε
να δραπετεύσω από εδώ
κρυμμένος σε ένα ποίημα
ή σε ένα σύννεφο
ή σε μια θάλασσα θολή
κι αγριεμένη

δεν με άφησαν όμως
τα στοιχεία της φύσης
να πετάξω μακριά
στους σπαρμένους κάμπους
και τα στερεμένα ποτάμια
της Θηβαϊκής μου καταγωγής
τα όνειρά τα έκανα άγκυρες
να με ντύνουν και να με στολίζουν
πότε Οιδίποδα βασιλιά και αρχηγό
κι άλλοτε τυφλό
και ικέτη


ΙΙ.

τι να πω και τι να μην πω;
δεν υπάρχουν ασυνήθιστα λόγια
που δεν έχεις ξανακούσει
αργά κατάλαβα πως
κρυφά συνωμότησαν εναντίον μου
τα χρώματα στην άκρη
ενός παράλληλου σύμπαντος
χωρίς να μου αφήνουν περιθώριο
να συνθηκολογήσω
σχετικά αξιοπρεπώς.

δεν θέλω πλέον να στέκομαι
ακίνητος σαν ραγισμένο άγαλμα
καλύτερα να παίξω κρυφτό
σαν τα μικρά αγέλαστα παιδιά
που το πιο άτυχο ανάμεσά τους
κρύβει το πρόσωπο του
στο τοίχο και φυλάει
σκοπιά με τυφλή σιωπή
ώσπου να μετρήσει μέχρι το δέκα
ενώ οι υπόλοιποι τρυπώνουν
σε κρυψώνες σαν μυρμήγκια
τρομαγμένα από την βουή
των ισχνών αγελάδων

ανύποπτη εποχή
με ματωμένα πάρκα και πλατείες
μετράω, ένα, δύο, τρία
και γίνομαι ποτάμι από θυμό
οι αριθμοί με αποκαρδιώνουν
και με εξορίζουν μακριά
από τις κατοικημένες περιοχές
της μνήμης μου
και το ιστορικό κέντρο
της σάρκας και της ψυχής μου

μετράω τέσσερα, πέντε, έξι
και γίνομαι καλοκαίρι από έρωτες
γίνομαι είδωλο μαρμαρωμένο
σε ραγισμένο καθρέφτη
που χαιρετά άσπλαχνα
μια αστείρευτη ευωδιά
απ΄το κοσκινισμένο χώμα
όπου αγκομαχώ
και  ξεψυχώ
καθημερινές κι αργίες

μετράω επτά, οκτώ, εννιά
και γίνομαι γαλάζια σημαία
που κυματίζει στη προκυμαία
της αφόρητης ερημιάς μου


ΙΙΙ.

εντελώς μου είναι αδιάφορο
πρωί ή απόγευμα
μέρα, μεσημέρι ή βράδυ
αν βρίσκομαι εδώ στο παρόν
ή σε κάποιον άλλο
αλλόκοτο κόσμο
ή στο μαύρο πάτο
μιας πρασινωπής
θάλασσας θολής
από κάθε λογής απόβλητα

χαζολογώ και χολοσκάω
άσκοπα
ακούγοντας
ηρωικά εμβατήρια
ανάμεσα σε χαλάσματα αισθητικής
ξεσκέπαστος σε κάθε μπόρα
με ένα δήθεν αθώο μυαλό
να χάσκει στο άπειρο
μαστουρωμένο
από άρωμα χλωρίνης
και άκουα φόρτε
με μια παράλυτη
από τα ψυχοφάρμακα
κακομοίρη γλώσσα

πιπέρι στο στόμα μου
από γεύσεις προσφυγιάς
με γυροφέρνει
μια αναγούλα
και οι Άγιοι Ανάργυροι
- μεγάλη η χάρη τους -
που με επισκέπτονται συχνά
στα εσχατολογικά μου οράματα
είναι όλοι μουγκοί,
ορφανοί και θυμωμένοι


ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΑΣ


*Τα ποιήματα του Β.Γ. αναδημοσιεύονται από το λογοτεχνικό site http://bibliotheque.gr/ το οποίο διευθύνει ο ίδιος.

Το διήμερο 21-22 Δεκέμβρη, στο ΓΚΡΙ ΚΑΦΕ (Θεμιστοκλέους 80, Πλατεία Εξαρχείων) διοργανώνεται από την biblioteque διήμερο φεστιβάλ ανοικτής συζήτησης με θέμα την Δημόσια Τηλεόραση και την μεγάλη κοινωνική κρίση. Να πάτε.