ΣΤΟ ΜΠΑΡ της Μαυρομιχάλη. Σφιγμένο χαμόγελο, για ζώνη
ασφαλείας. Τα δόντια θυμίζουν κάστρο χωρίς πολεμίστρες. Οροσειρές ήττας. Μια
αμήχανη μάσκα σκεπάζει το πρόσωπο: Το μέσα δεν μπορεί να κρύψει πολλά.
Καφέ κοντή φούστα, στο χρώμα του χώματος. Ανασηκωμένη. Από
κάτω διαπρέπει ένα ριγωτό καλτσόν. Το σταύρωμα των ποδιών αφήνει να διαρρεύσουν
τα μυστικά του θανάτου. Αρχαία, αλλά πάντα επίκαιρα. Χαρακτηριστικά τραβηγμένα.
Στο ρετιρέ των χειλιών κάθεται μια ψεύτικη βεβαιότητα. Μαύρο κάστανο,
Φεβρουαρίων σαράντα δύο. Μιλάει για τις κινήσεις της ψυχής, χωρίς ψυχή.
Μεταμφιέσεις του χτες. Της μνήμης. Του τώρα.
Η φωτιά έχει σβήσει. Ούτε έρωτας, ούτε θάνατος. Η πόλη έχει
αποσύρει τα γεγονότα της, σχεδόν δεν υπάρχει. Ό,τι αποτελούσε την μέχρι σήμερα
πόλη έχει καεί μαζί της. Τα μάρμαρα είναι φτηνά, τα μαγαζιά γκρεμισμένα. Οι
άνθρωποι μοιάζουν με κατακόμβες. Τα
Εξάρχεια έχουν μετακομίσει στο Ζάλογγο.
Υποδύεται στάσεις, ανατροπές, συναισθήματα. Ανακατεύει μια
στάχτη. Υποδύεται τη φωτιά λες και είναι ο Ήφαιστος. Η ερμηνεία έχει σαρώσει
κάθε τι το πρωτεϊκό μέσα της. Είναι υπερβολικά σίγουρη: Αν υπήρχαν θεατές θα
είχαν αποχωρήσει.
Ηθοποιός σημαίνει φως; Όχι, βέβαια. Ο Χατζιδάκις θα εννοούσε
τη Σάρα Μπερνάρ. Προτιμώ να είμαι παρά να υποδύομαι. Να μιλάω αντί να ερμηνεύω.
Οι ερμηνείες σηκώνουν πολλές ερμηνείες. Είμαι μακριά απ’ αυτές. Πάμε μια βόλτα;
Θα χτίσουμε ξανά αυτόν τον άσπρο ναό στον ήλιο. Μια διάσημη
λωρίδα φωτός, αν ξεμείνουμε από γόνατα. Θα περπατήσουμε πάνω στις χαραμάδες. Θα
χώσουμε το αυτί μας βαθιά στην άμμο. Με απελπισία. Μιλάω. Λέω. Βίκυ, Κριστίνα,
Μπαρτσελόνα. Καμία Μαρία. Καμία φωτιά. Πουθενά.
Η πόλη σύντομα θα αναγκαστεί σε απομιμήσεις: Στους δρόμους
θα κυκλοφορούν μόνο ηθοποιοί που υποδύονται τους ηθοποιούς. Γεμίζουν τα
κρεβάτια μας με σπασμένα ποδήλατα. Εκεί που χαλάει η φωνή. Και ραγίζει. Σαν
μοναξιά δωρικού ρυθμού.
Ψωμί και αλάτι, εμείς. Ο κουτσός απολογισμός ενός χωρισμένου
μαζί. Το αλάτι για τις πληγές. Το ψωμί: Τούτο εστί το σώμα μου. Φάε. Φάε. Θα
φορέσω το στεφάνι και θα βγω μια βόλτα στο μέλλον. Που είναι πίσω μου. Το αίμα
στο μέτωπο είναι καλυμμένο με μέικ απ. Δεν με νοιάζει. Έχω πάρει μαθήματα. Τώρα
ξέρω: έχω τ’ αστέρια.
Έκοψε τα ποδαράκια από τα τελευταία στρατιωτάκια μου. Η
παρέλαση δεν θα γίνει. Στο δωμάτιο οι τοίχοι είναι στρογγυλοί. Νομίζω πως ζω σε
μια μεγάλη τσιχλόφουσκα. Φουσκώνει. Θα σκάσει. Το σπίτι θα σκάσει πάνω στα
χείλη μου. Θα κολλήσω το στόμα μου στο μπετό του για να τιμωρηθεί. Και μετά;
Τίποτε, τίποτε. Ούτε ήχοι. Ούτε βροχή. Ούτε μάχη. Μόνο μια
τομή. Σαν χαντάκι. Ένα σεντόνι στο στόμα. Ένας ουρανός πεζοδρόμιο. Ακέφαλος.
Ας κάνει ό,τι καιρό θέλει. Ο καιρός τελείωσε.
( από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ. Οξύ, 2011)