Μετά ήρθαν
Τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου
Με τις κιθάρες τους κλειδωμένες
Σε σπασμένα κουκλόσπιτα
Ένας απ’ αυτούς είπε
Η Τρίτη έφυγε μαζί με τον άνεμο
(το μωρό μου έφυγε μαζί με τον άνεμο)
Όμως εκείνος ο μακρυμάλλης Καναδός αλήτης
Που φοβόταν τα αεροπλάνα
Δεν είχε άλλη κιμωλία να γράψει
Μόνο χρυσή σκουριά
Η αδύνατη Λίζα είχε μεγαλώσει πολύ
Οι πέτρες βέβαια συνέχιζαν να κυλούν
Από συμπάθεια προς το διάβολο
Πήγα να τις ακουμπήσω
Και έγιναν καραβόπανα
Έμειναν κάποιοι λεκέδες
Ανακατεμένοι με φυσαρμόνικες
(οι κιθάρες όπως είπα προηγουμένως είχαν κλειδωθεί σε σπασμένα κουκλόσπιτα)
Μου είχαν τελειώσει τα δάκρυα
Και το μόνο που ήθελα
Ήταν ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ
Πριν φύγω
Προς τα εκεί που το πεζοδρόμιο γίνεται αμμουδιά
Και η αγάπη δαγκώνει
Γύρισα και κοίταξα πίσω μου
Στην πινακοθήκη των χαμένων συντρόφων
Τα πορτραίτα τους είχαν ξεθωριάσει
Δεν ήταν παρά λέξεις
Πεταμένες
Ανάμεσα στις γραμμές του χρόνου
Έβρεχε θυμάμαι
Όλα τα καλοκαίρια
Έβρεχε για δεκαετίες
(αναρωτιόμουν ποιος θα σταματήσει την βροχή)
Ήταν ένα σόλο διάρκειας ανηλίκων ετών
Από βροχή και δάκρυα
Που τώρα χανόταν
Έσβηνε μέσα στο γυάλινο μάτι
Του ανθρώπου που πούλησε τον κόσμο
Ο Ιρλανδός μπεκρής
Και η γυναίκα που ζωγράφιζε ποιήματα
Πήραν το φεγγάρι απ’ το χέρι
Και το οδήγησαν σε δημοπρασία
Σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια
Να αγοράσουν χρόνο
Στα σύνορα της πόλης
Ένας αμετάδοτος θάνατος
Κουνούσε τα φτερά του
Αποχαιρετώντας την Τρίτη
Και το μωρό μου
Που έφευγε
Μαζί με τον άνεμο
ΣΣ
25/6/12