Η κόκκινη θάλασσα. Το νησί. Ναυμαχία. Στα νερά της Μαυρομιχάλη. Φωτάκια. Ρούχα, σαν τραβηγμένα εντόσθια. Χιτώνες. Καμήλες με δώρα. Πίσω απ’ τα έπιπλα είναι πεσμένα τα Χριστούγεννα. Αναβλήθηκαν. Τα ακριβά ναύλα του χρόνου. Διόδια, Ελευσίνα. Στοπ. Δυο φωνές. Πέτρινες.
Ο απέναντι κόσμος, σκισμένος. Παραταγμένος, με τις ασπίδες του. Το τελευταίο κράνος. Η τελευταία φορά. Χειμών. Όχι βαρύς. Θανάσιμος. Περασμένος βραχιολάκι στον καρπό. Φοβάμαι. Φοβάσαι. Φοβάται. Αυτό που είναι ανάμεσα φωνάζει.
Στο βούρκο των σεντονιών είναι κολλημένα τα σώματα. Βήτα, όπως βουλιάζω. Όπως βρασμός. Βλέμμα. Βάραθρο. Ριγούν ως το τέλος. Αχρωματοψία. Κεριά. Λιώνουν. Κρατούμενοι. Δεν βλέπω. Σκεπάσματα. Κάτι ανοίγει. Ακούγεται. Ένα ρολόι μετράει ανάποδα το ξημέρωμα. Τικ τακ τικ τακ. Λήξε. Είναι νύχτα. Με προβολείς. Νύχτα ποτέ. Θα μάθεις επιτέλους να παίζεις σωστά;
Ο ύπνος σε παρένθεση. Βάλε εισαγωγικά. Λάθος κλίμακα. Ξαφνικά, έχασε τις αισθήσεις του. Και βγήκε. Ραγίσματα. Εξάρχεια φάτνη. Παναγία σε φλασάκι. Μαρία. Παρθένος;
Κάνω τον Χριστό. Το παιδί που γεννιέται. Δεν παρέμεινε. Έπρεπε να γίνει τριάντα τριών χρονών. Έπρεπε, σε τρεις μήνες. Υποχρεωμένος να κουβαλάει εκείνο το ξύλο. Υποχρεωμένος να στολίζει την πλάτη του. Πώς παραδίδεται έτσι ο θάνατος, άσαρκος;
Ένα τζάμι σπασμένο. Ένα νεκρό καζανάκι. Κρέμεται. Η νύχτα και το σκοινί. Τα κόκκαλα. Τρίζουν. Μουσική. Ένα κρεββάτι, ένα κλουβί. Βρώμικο. Άνοιξε την πόρτα. Θα πετάξουμε. Μάτια μου. Είπα μάτια μου. Και έφεξε σκοτάδι.
Εκείνος είπε: Είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.
Εκείνη είπε: Δεν έχω. Δεν είμαι. Δεν ζω.
Εκείνος είπε: Χέρια. Κοιτάσματα. Με σκάβουν. Είναι όλο σκουριά εδώ μέσα. Και βρέχει. Θέλω να πιω όλα τα γράμματα.
Εκείνη είπε: Τίποτε. Ποτέ. Όχι.
Εκείνος είπε: Τα φιλιά σου είναι δεμένα στο στόμα μου. Ακροβάτες. Θα τα φτύσω στη θάλασσα. Να γεράσουν.
Εκείνη είπε: Χωρίς. Δεν.
Εκείνος είπε: Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που εκκρεμεί όνειρα.
Εκείνη είπε: Μηδέν. Ούτε. Ούτε.
Εκείνος είπε: Μυρίζει επιτάφιος. Είμαι σε άλλη γιορτή. Αυγά. Ντύσου. Τα Χριστούγεννα συγχωνεύονται. Κάποιος ένωσε τη γέννηση με τον θάνατο. Πάμε. Πίσω.
Εκείνη είπε: Τέλος. Πουθενά. Όχι.
Εκείνος είπε: Τα μαλλιά σου είναι στα μάτια μου. Κουρεμένες κουρτίνες. Δεν έχουν ξεριζωθεί ακόμη από το σπίτι. Αρμέγουν φως.
Εκείνη είπε: Εναντίον. Κατά. Στάχτες.
Εκείνος είπε: Σε ανέβηκα για να χορέψω. Ο αφαλός σου ήταν λακκούβα. Φέρετρο. Μέσα του κολυμπούσαν οι πεθαμένοι. Δες. Η γιορτή πέφτει σα γύρη. Τριγύρω.
Εκείνη είπε: Θάνατος. Λερωμένη. Πόλεμος.
Εκείνος είπε: Έθαψα το τσεκούρι της λύπης στις σκάλες. Ο ήλιος στέγνωσε. Οι καπνοί του έχουν κολλήσει ακρίδες στο στόμα μου. Τώρα θα γεννηθώ. Τώρα.
Εκείνη είπε: Καμία. Δίχως. Ποτέ.
Εκείνος είπε: Είμαι ο χρόνος ανθίζω. Ο χρόνος ζωή. Τούτο εστί το αίμα μου.
Στο κέικ κοιτάζω τη σοκολάτα. Να χύνεται. Αναποδογυρισμένα Χριστούγεννα. Τα αμύγδαλα έχουν καεί. Το σπίτι πέταξε τα σκουπίδια του και βγήκε.
Όπου και να γυρίσω τα μάτια μου, βλέπω τον τάφο σου.
(απόσπασμα από το βιβλίο Πιο νύχτα δεν γίνεται, εκδ. Οξύ, 2011)