Γιώργος Κακουλίδης Περί αλητείας
εκδόσεις Κέδρος, σ. 208, ευρώ 13
Ο συγγραφέας έχει μια ειδωλολατρική σχέση με το μολύβι του. Σε αυτό το -σχεδόν φετίχ- αντικείμενο προσεύχεται, αυτό προσπαθεί να ακολουθήσει, σε αυτό πασχίζει να μοιάσει. Είναι μια σχέση ιεροσύνης, αλλοπρόσαλλης αγιότητας, προσηλωμένη με ευλάβεια στα κελεύσματα μιας ξυσμένης μύτης.
Το άσπρο χαρτί εμφιλοχωρεί, φυσικά, στον ναό, στη μεγάλη εκκλησία, στο μοναστήρι του πνεύματος.
Στην περίπτωση του Γιώργου Κακουλίδη προφανώς ισχύει το αντίστροφο ή, έστω, το ισότιμο. Εδώ η ειδωλολατρία προέρχεται από το μολύβι, που ακολουθεί το αντικείμενο και όχι το υποκείμενο «συγγραφέας». Ο Κακουλίδης είναι το μολύβι του. Οσο το κερνάει, τον κερνά. Υπάρχουν φορές που νομίζεις ότι το μολύβι ακολουθεί τον Κακουλίδη, γίνεται ο φτωχός αντιγραφέας της ζωής του, ο μικρός θαυμαστής που κρύβεται πίσω απ' τις κουρτίνες και τον παρακολουθεί.
Παρ' ότι οι τρεις τελευταίες καταθέσεις γραφής του είναι πεζόμορφες - το μυθιστόρημα Η λέσχη της στιγμής (εκδ. Λιβάνη), ο θεατρικός μονόλογος Ο Μπαλτάσαρ μίλησε (εκδ. Παρουσία) και η παρουσιαζόμενη εδώ συλλογή κειμένων Περί αλητείας (εκδ. Κέδρος) - το στοιχείο της ποιητικής ματιάς ή, καλύτερα, το σπάσιμο της κλωστής της αφήγησης, εισχωρεί αναπάντεχα στη ροή του κειμένου, εκβάλλοντας το νόημα. Είναι μια κατ' εξοχήν πράξη φυγής αυτή, μια δραπέτευση από το σώμα του κειμένου, με στόχο τη μικρή, κοφτή, ρυθμική αναπνοή, που αναβάλλει το τέλος.
Οταν δεν μπορείς να ζήσεις με τις λέξεις, αλλά δεν μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτές, κόβεις το καρπούζι στη μέση. Το μισό το τρως και το άλλο μισό το ζωγραφίζεις ή το μετατρέπεις σε εικαστικό σύμπαν ή, ακόμα ακόμα, το ονομάζεις φωτιστικό. Σαν να μπορείς να αναπαριστάς, απολύτως ρεαλιστικά, την πραγματικότητα, και να μη σου φτάνει. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να σου φτάσει μια πραγματικότητα, με τις λέξεις, τα τοπία και τους ανθρώπους να υπάρχουν απλώς, αντί να μετασχηματίζονται σε κάτι πιο πάνω από αυτό που είναι;
Ο Κακουλίδης έχει μια σφραγίδα που τον χαρακτηρίζει εκ γενετής: μια στάμπα αφοπλιστικής γνησιότητας που τον γρατσουνάει, και αυτό ονομάζεται δημιουργική τρέλα. Τα τρία πόδια αυτής της τρέλας -διότι η τρέλα του Κακουλίδη δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει δύο πόδια- πιθανολογώ ότι είναι, κατά σειρά: η ανδρική φιλία, με την έννοια της χαμένης συντροφικότητας· η ξαφνική ανατροπή του σκηνικού, αλλά σαν παιδική ζαβολιά, σαν κλείσιμο του ματιού στην αξία της στιγμής, σαν τιμωρία του γεγονότος· και η σχέση του με την Τέχνη, ως συνδυασμός επιβίωσης που συνέχει τη φθορά του χρόνου.
Και οι τρεις αυτές εκδοχές δημιουργικής τρέλας είναι παρούσες σε όλον τον κορμό του έργου του, κυρίως όμως του ποιητικού, που καταυγάζεται από μια εν θερμώ ζωή, ένα προεπιλεγμένο χρώμα, ένα εσωτερικό, σιωπηλό ξεφάντωμα. Το πάρτι που συμβαίνει είναι εντός, ο πιο υψηλός καλεσμένος είναι ο εαυτός μας. Ο συγγραφέας τον δεξιώνεται, προσπαθεί να τον εθίσει στο απαγορευμένο, τον προκαλεί να μεταλάβει το όριό του.
Ο διάλογος που συμβαίνει θα μπορούσε να είναι κι αυτός:
- Χορεύεις;
- Γιατί, γιορτάζουμε κάτι;
- Το μόνο που θα μπορούσαμε να γιορτάζουμε είναι η λάσπη. Με τα χέρια. Χορεύεις;
- Δεν θέλω να βλέπω άλλο, κατάλαβες; Φύγε.
- Θέλω να ζήσω. Θέλω.
Ο χορός, το ταγκό με τον εαυτό μας -χωρίς θεατές, από κάτω γκρεμός-, τα βήματα, αλλά κυρίως η πράξη του χορού, αυτή καθεαυτήν, ως οιωνός απόφασης αλλά και ως αποστολή κάθαρσης, αποτελούν ουσιαστικά μια ηχηρή διαπίστωση παρουσίας μέσα στις τόσες απουσίες που μας διατρέχουν. Μια σωτήρια δήλωση συμμετοχής - συνενοχής, που παρέχει συνέχεια σε αυτό που αποτελούμε.
Το «παρών» του Γιώργου Κακουλίδη, ένα πνιγμένο, υπόκωφο, ανατριχιαστικό, εκτός εποχής «παρών», ακούγεται και εδώ, σε αυτή τη συλλογή κειμένων για φίλους, ποιητές, ζωγράφους και αρχιτέκτονες, που πήραν μαζί τους -ως παρέα αλλά και ως μονάδες ξεχωριστές - τα κλειδιά μιας εποχής. Μερικά ονόματα: Νίκος Καρούζος, Μιχάλης Κατσαρός, Γιώργος Κούνδουρος, Αλέξης Ακριθάκης, Κώστας Ταχτσής, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μίνως Αργυράκης.
Το Περί αλητείας συνδέει, με έναν άνισο, είναι η αλήθεια, τρόπο, το μωσαϊκό αυτής της κουλτούρας, που διακρινόταν για το ήθος και την ευγένεια της «αλητείας» της.
Μέσα από τις ανεκδοτολογικές αφηγήσεις του ταυτοποιούνται κάποιοι πραγματικοί χαρακτήρες, που απολαμβάνουν -σε όλη της την ιερότητα- την «επιγραφή» της παρέας.
Μοιάζει με παλιό μαγαζί στην άκρη της πόλης, με ξύλινη πινακίδα, όπου μαζεύονται οι φίλοι με αναμμένες τις φαντασίες τους, έτοιμοι να ανατινάξουν την πραγματικότητα. Να την περιγελάσουν και στο τέλος να τη στείλουν στον διάολο.
Αυτό που κάνει το Περί αλητείας, είναι να συσπειρώνει το χθες με το αύριο. Το μολύβι ακολουθεί τη ζωή του συγγραφέα που γράφεται, ενώνοντας τον Εγγονόπουλο με τον Μπέκετ σε ένα σύμφυρμα της στιγμής, που διασύρει τη σοβαρότητα, ενώ κάπου βγάζει το κεφάλι της κοροϊδευτικά και η νοσταλγία του δρόμου στον Κέρουακ.
Ποιος νοιάζεται για την ακριβή συνοχή του υλικού, την ενιαία θεματική γραμμή, τη διαφορετική υφολογική ταυτότητα; Τέτοιου είδους αποτιμήσεις, όταν προκύπτει υπερρεαλισμός, προκύπτει παράλογο, προκύπτει χαμένη άνοιξη, προκύπτουν μυρωδιές, ίχνη, αίματα, γέλια, είναι το λιγότερο περιττές. Αλλωστε, τις βαριέμαι.
Ο Κακουλίδης παρακολουθεί μια παρέα, της οποίας ο ίδιος είναι εξέχον μέλος, χάριν και της ευεργετικής «οικογενειακής προσφοράς» -ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και ο παππούς του γλύπτης-, να δρα στο κέντρο της Αθήνας, μετατρέποντας τη δυσκολία της ζωής σε διεγερτική φάρσα:
«Θαύμα, Νίκο μου, έγινε θαύμα! Ο γάτος μου έκανε κομματάκια το χειρόγραφό σου και το έφαγε! Να, μίλα και με τα παιδιά εδώ, που ήταν μπροστά».
Από την άλλη άκρη του σύρματος, σιωπή. Τον είχα αιφνιδιάσει. Τον είχα χτυπήσει με το δικό του όπλο, τη μεταφυσική.
Με διέταξε να παρουσιαστώ στο σπίτι του αμέσως. Ο Καρούζος, σκυμμένος στη γραφομηχανή του και δίχως να με κοιτάξει, ψιθύρισε:
«Δείξε μου πώς η γάτα έφαγε το χειρόγραφο».
Προσπάθησα - δεν ξέρω αν εκπροσώπησα καλά το έθνος των γάτων, αλλά, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα πρέπει να έσκισα. Μετά την παράσταση ο Καρούζος μού είπε:
«Ηταν θέλημα Θεού να φάει η γάτα το χειρόγραφό μου» - αφού είχα αρχίσει κι εγώ να πιστεύω στο τέλος πως μπορεί και να το 'φαγε.
Χρόνια μετά, λίγο πριν πεθάνει, ο Νίκος με ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι η γάτα έφαγε το χειρόγραφο;»
Κι εγώ του απάντησα πολύ φυσικά: «Μα βέβαια, Νίκο μου. Πώς σου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό το αντίθετο;»
Το Περί αλητείας μοιάζει με συναξάρι αμαρτωλών μοναχών που καίγονται με έναν συναρπασμό και μια ομορφιά που δεν συναιρείται σε γραφικό καλτ σχήμα, αλλά επεμβαίνει στα γεγονότα και τα αλλάζει.
Οι συνολικά 14 ιστορίες που το συνθέτουν, διαβάζονται σαν ντοκουμέντα και θα μπορούσαν, αυθαίρετα και υποκειμενικά, να χωριστούν σε δύο ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις 12 μικρού μήκους αφηγήσεις και η δεύτερη, τις τελευταίες δύο εκτενέστερες ιστορίες στο τέλος του βιβλίου, εκ των οποίων η Φαλαμπέλα, η ιστορία ενός αλόγου που έτρωγε άστρα, έβγαζε μουσική και λεγόταν Λάζαρος (είχε κυκλοφορήσει πολύ παλαιότερα, όπως και Το σύνδρομο του Παρθένη, από τις εκδόσεις Καστανιώτη) αποτελεί μνημείο υπερρεαλισμού.
Τα «σαρκώδη μυστικά» της γραφής του Κακουλίδη αποτυπώνονται ακριβώς σ' αυτές τις ακραία ποιητικές σελίδες, που αγγίζουν τη λογοτεχνία του φανταστικού. Με κύματα μαγικού ρεαλισμού και εικόνες παραισθητικές, που απλώνουν το νήμα της αφήγησης, σχεδόν αποκοιμίζοντας τον αναγνώστη, εξελίσσεται η ιστορία του αλόγου, σαν μια άλλη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων ή μήπως να πω θανάτων;
«Μετά ακολούθησαν τα γνωστά. Οι απορίες των δημοσιογράφων για το ακατανόητο του φόνου και οι ειδικοί που προσπαθούν να αναλύσουν. Τώρα, στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο πρόεδρος με κοιτάζει λοξά, ενώ εγώ ζωγραφίζω ένα άλογο με καλοσχηματισμένα πλευρά και δυνατή ράχη, φτάνοντας γρήγορα στον λαιμό, γιατί έχω μια ομορφιά να χαλάσω».
Ακριβώς αυτή η ομορφιά, που βιάζεται να χαλάσει ο Κακουλίδης, είναι η απόδειξη της ομορφιάς που διαθέτει ένα κείμενο, που όπως και να το δεις -μιλάω πάλι για τη Φαλαμπέλα-, απ' όποια πλευρά και αν το γυρίσεις, θυμίζει την εικαστική πλευρά του συγγραφέα, σαν ένας ατέλειωτος πίνακας που δουλεύεται συνέχεια, με διαφορετικά κάθε φορά χρώματα.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=07/05/2011&id=273114