Μέρος Τρίτο
Όποιος γράφει δεν είναι ποτέ αρκετά μόνος, γι αυτό και δεν είναι ποτέ αρκετή η ησυχία που τον περιβάλλει. Ακόμα και η νύχτα δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα.
ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
ΣΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ του La litterature et le droit a la mort (ελλην. μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στον θάνατο, εκδ. Futura, 2003), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Critique στις αρχές του 1948, ο γάλλος διανοητής Maurice Blanchot (1907-2003) αναρωτιέται γιατί γράφουμε και πού ακριβώς στοχεύουμε με αυτό.
Διερωτάται αν ο συγγραφέας, κατ' επέκταση, έχει περισσότερο ανάγκη το έργο του για να υπάρξει ή το έργο τον ίδιο τον συγγραφέα για να καταστεί έργο.
Ας δούμε τι απασχολεί τον συγγραφέα, τι «οπλίζει» το χέρι του τη στιγμή που ξεκινάει να γράψει, τι τροφοδοτεί την υπομονή και την έμπνευσή του: Η αυταρέσκειά του; Μια διάθεση ματαιοδοξίας που ξεκινά απ' το μηδέν για να καταλήξει στο σημείο που λέγεται μηδέν; Η προσπάθεια του να δει τον κόσμο και τον εαυτό του, αμφισβητώντας και τους δυο, πάνω στα ερείπια μιας γλώσσας; Ο αναστοχασμός μιας πραγματικότητας που δεν αποδέχεται ως τέτοια;
Να υποθέσουμε ότι το έργο έχει γεννηθεί. Μαζί του γεννήθηκε και ο συγγραφέας. Προηγουμένως, δεν υπήρχε κανείς για να το γράψει. Με αφετηρία το έργο, υπάρχει ένας συγγραφέας που συγχέεται με το βιβλίο του, αφού είναι ο δημιουργός του. Υπάρχουν και οι αποδέκτες του, που είναι οι «άλλοι» (αναγνώστες, κριτικοί, εκδότες).
Εδώ αρχίζει η αλυσίδα των παρεξηγήσεων: Ο συγγραφέας, αφού δώσει τη μάχη, παρατηρεί τους άλλους να επιδεικνύουν ενδιαφέρον για το έργο του, διαφορετικό απ' αυτό που ο ίδιος είχε φανταστεί. Βλέπει να αποδίδουν σε αυτό άλλη διάσταση, που εν προκειμένω ο ίδιος αδυνατεί να αναγνωρίσει. Ετσι, το απορρίπτει. Απορρίπτοντας αυτό το μεταπλασμένο έργο, αυτή τη διαστρέβλωση έργου, αυτό που έχει γίνει πια έργο των «άλλων», ο συγγραφέας απορρίπτει και τον εαυτό του ως δημιουργό. Το έργο έχει εξαφανιστεί και μαζί του εξαφανίζεται και ο ίδιος. Εμφανίζονται τώρα τα γνωστά αδιέξοδα, ο λαβύρινθος που θα πρέπει να διαβεί, ως η συνείδηση του δημιουργού.
Ο κίνδυνος να γράφεις για τους άλλους, να γράφεις για να τους αποκαλύψεις τη δική τους φωνή, αυτή που δεν θέλουν να ακούσουν από τους εαυτούς τους, αλλά την αποδέχονται (;) από κάποιον τρίτο, εγείρει ερωτήματα: Ποιανού είναι αυτή η φωνή;
Ο συγγραφέας δεν την αναγνωρίζει ως δική του. Οι άλλοι αγωνίζονται να την απωθήσουν, να απαλύνουν την έντασή της, γιατί είναι ενοχλητική. Και τους καίει σαν αλήθεια. Πού ανήκει και, κυρίως, πόσο αποτελεσματική μπορεί να αποβεί μια τέτοια φωνή;
Αυτή η φωνή έχει, θεωρώ, μια μονοδρομημένη κατεύθυνση: Να απειλήσει την αλλοτριωμένη λογοτεχνική γλώσσα μέσα από τη μορφή. Μέσα από τη χειροτεχνία του ύφους, να την ξεπεράσει, καταργώντας την. Οφείλει αυτή η φωνή να επισημάνει κάτι διαφορετικό και από το περιεχόμενό της, κάτι που είναι το ίδιο το περίφραγμά της, αυτό που την κάνει ακριβώς να επιβάλλεται ως Λογοτεχνία.
Γράφει ο Roland Barthes στο δοκίμιό του «Ο βαθμός μηδέν της γραφής» (εκδ. Ράππα, 1983, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου): «Η μορφή αιωρείται μπροστά στο βλέμμα σαν ένα αντικείμενο. Ο,τι κι αν κάνουμε, παραμένει ένα σκάνδαλο: υπέροχη, φαίνεται απαρχαιωμένη· αναρχική, είναι ακοινωνική, ιδιότυπη σε σχέση με τις εποχές ή τους ανθρώπους, είναι οπωσδήποτε μοναξιά».
«Κάποτε σκεφτόμουν να φτιάξω μια εσωτερική σκάλα για να επικοινωνούν τα δύο διαμερίσματα, αλλά κατάλαβα εγκαίρως ότι δεν έπρεπε να μολύνω τα βιβλία με τη ζωή του σπιτιού. Οπως και να το κάνεις, λερώνονται», λέει ο αφηγητής του Αργεντινού Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες στο βιβλίο του «Το χάρτινο σπίτι» (εκδ. Πατάκη), που προσπαθεί εναγωνίως να ταξινομήσει τα βιβλία του σε μεγάλες τζαμωτές βιβλιοθήκες εκτός του χώρου που ζει, για να μην εκτίθενται στον κίνδυνο του ανθρώπινου ιού.
Αυτή η παράξενα αλεξίσφαιρη κοινωνία των βιβλίων, με τους δικούς της νόμους, αυτή η μεγάλη πολιτεία της σκέψης, που βασίζεται στην αρμονία και στον εσωτερικό ρυθμό, τροφοδοτεί τη μοναξιά που αισθάνεται ο συγγραφέας, μεγαλώνοντας τα αδιέξοδά του. Απαιτεί τον μέγιστο βαθμό αφοσίωσης και λειτουργεί ως εξαιρετικό αντίβαρο της εγκόσμιας παρουσίας του στον ακήρυχτο πόλεμο με τους «άλλους» που είναι.
Πώς οργανώνει άραγε κανείς ένα τέτοιο «χάρτινο» καταφύγιο, πώς θεσπίζει τους τελετουργικούς νόμους του, πώς επιτυγχάνει την αέναη πρόσβαση στα έγκατα της σοφίας του; Ενα φετίχ χωρίς φετίχ, μια ορχήστρα δωματίου -εκκωφαντικών, πάντως, ντεσιμπέλ- που ουρλιάζουν σελίδες, προελαύνει καθημερινά στους χώρους μας, σαρώνοντας όλο και περισσότερα αξιοποιήσιμα τετραγωνικά, εξωθώντας μας μακριά: εκεί όπου ο μοναδικός ορίζοντας περικλείεται από κομψές βιβλιοδεσίες, γερές ράχες, πυκνούς τίτλους και εκλεπτυσμένες ιστορίες, που φτάνουν και περισσεύουν για να ζήσουμε ό,τι δεν θα ζούσαμε ούτε σε εκατό ζωές. Αποφεύγοντας τον πόνο και την αφόρητη καθημερινότητα του ανθρώπινου τρόπου.
Και ο συγγραφέας; Πεθαίνει καθημερινά μέσα σ' αυτή την αρχιτεκτονική ακρότητα, επιζώντας από το χρώμα της λευκής σελίδας.
Αν υπάρχει κάτι που δηλώνει ανεπιφύλακτα τη λογοτεχνική ενασχόληση, αυτό είναι η μοναξιά. Μια φωλιά από λέξεις σπεύδουν να σηκώσουν το βλέμμα τους προς τα πάνω, ξεκινώντας όχι από το τι λέει ένα έργο, αλλά από το πώς λέει αυτό που έχει να πει. Ο συγγραφέας «γράφεται» και πεθαίνει για να μπορέσει να ζήσει.
Γράφουμε, άλλωστε, για τρεις λόγους: Ή γι' αυτό που είμαστε ή γι' αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή γι' αυτό που νομίζουμε ότι είναι οι άλλοι. Και στις τρεις περιπτώσεις η μοναξιά είναι ίδια. Το αποτέλεσμα, εφιαλτικά πανομοιότυπο: Βιώνουμε το τεράστιο αδιέξοδο μιας λογοτεχνίας, που άλλοτε προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από αυτό που της επιφυλάσσεται να είναι -δημιουργώντας παράλληλα τους δικούς της κανόνες, μέσα από τους κανόνες που καταλύει- και άλλοτε αρκείται στις συμβάσεις που τη δημιούργησαν, σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους και αλλάζοντας μόνο το εξωτερικό της περίβλημα.
Ο Απολινέρ έδωσε τον απόλυτο ορισμό: «Κάνουμε κενές χειρονομίες ανάμεσα στις μοναξιές».
Δεν έχω παρά να συμφωνήσω.
(συνεχίζεται)
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=05/02/2011&id=248270