Τετάρτη, 1η Δεκεμβρίου. Μουσικές που μας μεγάλωσαν και με μεγάλωσαν. Στα πικάπ του Floral. Ροκ. Από τις 22.00μμ.
http://www.noiz.gr/index.php?topic=182180.msg513211;topicseen
Τετάρτη, 1η Δεκεμβρίου. Μουσικές που μας μεγάλωσαν και με μεγάλωσαν. Στα πικάπ του Floral. Ροκ. Από τις 22.00μμ.
http://www.noiz.gr/index.php?topic=182180.msg513211;topicseen
ΧΤΕΣ, είδα μια ολόκληρη βιβλιοθήκη από κόσμους στον ύπνο μου. Ηταν τυλιγμένοι με σαντιγί για να διαφεύγει από μέσα αόρατο το περιεχόμενό τους. Κρατούσαν άσπρα κεριά που ασήμιζαν μέσα στην πάχνη του ονείρου. Στα αχάιδευτα σώματά τους στεκόταν μια αντίρρηση: Γι' αυτό που υπήρξαν, γι' αυτό που είναι, γι' αυτό που σε λίγο θα καταστούν.
Ακόμη και οι νεότεροι είχαν ασπρίσει. Κάθησαν όλοι γύρω μου και με κοιτούσαν. Με τα κουρασμένα, κενά μάτια τους. Μόνο κοιτούσαν. Και με δέος, για ό,τι δεν κερδηθεί ποτέ.
ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ λέξεις, υποτιτλισμός, μετάφραση. Οι τοίχοι ήταν πτυσσόμενοι. Καθένας που έμπαινε, τους μετακινούσε για να χωρέσει. Και ήταν αμίλητοι γιατί ήταν το τέλος εποχής και είχαν έρθει να απολογηθούν χωρίς λόγια.
Η πιο έντιμη απολογία είναι το βλέμμα. Στέκεσαι σε μια κολόνα, σχεδόν την παρακαλείς να σε συμπεριλάβει στον όγκο της, να σου παραχωρήσει κάποια τετραγωνικά ζωής, την αγκαλιάζεις, και κοιτάς. Οπως κοιτάμε τη θάλασσα. Με χαμηλό βλέμμα.
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ να αγγίξω κάποιους για να σιγουρευτώ. Ηταν αδύνατον. Στα όνειρα απαγορεύεται η σαρκική επαφή. Τα σώματα στο περιβάλλον αυτό είναι αμόλυντα. Πρέπει να διατηρηθούν άυλα, αβαρή. Το ανέφικτο είναι μεγάλος στόχος.
Ημουν υποχρεωμένος να γράφω τη σιωπή τους σε μικρούς παπύρους και να αρχειοθετώ. Να συντάσσω την αδυναμία εκπλήρωσής τους.
Όλες οι εκδοχές ζωής ήταν εκεί, όμως αμίλητες. Μεταχειρισμένες. Μια ζαρωμένη εικόνα, χωρίς φωνή, που παρέμενε άγνωστη στις έξοχες πολιτείες.
ΜΕ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ, το κρεβάτι γέμισε ρούχα. Εμοιαζε με βεστιάριο θεάτρου, οι κόσμοι είχαν φύγει γυμνοί. Παρουσιάστηκε μπροστά μου ο Καρυωτάκης, ντυμένος επίσημα. Μου ζήτησε να του ιστορήσω τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου. Ο Λωτρεαμόν, με δυο κούτσουρα που έβλεπαν από τη θέση των καμένων ματιών του. Πέρασε ο Μαλαρμέ, πάνω στο σκουριασμένο του ποδήλατο, «αφήνοντας πάντοτε από τα μισάνοιχτα χέρια του να χιονίζει μπουκέτα λευκά από αρωματισμένα άστρα». Μου είπε: «Να αγαπάς τις λέξεις περισσότερο για το πιθανό τους νόημα, παρά για το πραγματικό». Και έφυγε, πριν προλάβω να το υποσχεθώ.
ΜΕΤΑ έφυγαν και οι άλλοι: Οι ποιητές, οι τοίχοι, τα γράμματα. Το όνειρο διαλύθηκε. Εξαπατήθηκε απ' τον δελεασμό του ήλιου.
ΟΤΑΝ ο άνθρωπος αρνηθεί τον εαυτό του από τη λάσπη, οι μέρες θα αποκατασταθούν. Και γεμάτες, με άπληστο τρόμο θα ζητήσουν νερό.
Ξέρω έναν κόσμο άθικτο, μακριά, χωρίς ξύπνημα, που διδάσκει η ομορφιά στα κελάρια του. Τα δειλινά του είναι από κύματα της αρχαιότερης λύπης και πάνω στο στήθος του έχει γραμμένο το θαύμα: πορσελάνινο θαύμα, με νερό, σαν βάζο που χωράει όλα τα όνειρα.
ΕΚΕΙ, η μόνη ηλικία που υπάρχει είναι η παιδική.
ΝΑ ΠΑΜΕ μια μέρα. Να μείνουμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=227560
Θα πέσω στη θάλασσα. Θα κολυμπήσω. Μέχρι την ακτή. Ακόμη και στα παγωμένα τοπία· που τελειώνουν. Υπάρχει ακτή. Ενα φυσικό τέλος. Μια αρχή. Θα κατεβώ στην πόλη. Θα κάνω άλλη δουλειά. Θα γίνω φυτοφάγος. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσουν. Θα περνώ από στεφάνια που φλέγονται. Από σκάλες που καταλήγουν στον ουρανό. Σε πισίνες με ιαματικό νερό. Θα ζητήσω δουλειά στα βιντεοκλίπ.
Οι σκηνές στο κρεβάτι θα είναι μοναδικές. Θα γίνω ο φύλακας. Ο δραγουμάνος του βεζίρη. Κανείς δεν θα πλησιάζει όταν κοιμούνται. Οταν βλέπουν όνειρα. Θα φωνάξει τον Μέγα Αλέξανδρο, τους στρατιώτες του να με προσέχουν. Θα προστεθώ στη σκηνή. Του φόνου. Οταν τα διαμάντια στο Τίφανι είναι ψεύτικα.
Ξέχασα να πω πώς θα με φωνάζουν στα δοκιμαστικά.
Τσέχοφ.
(Γιώργος Χρονάς)
ΒΛΕΠΕΙΣ εκεί; Αυτό το αίμα είναι δικό μου. Ενα έκτακτο δελτίο καιρού τρέχει από τα μάτια της. Να αφήσουμε τα όνειρα στα τελάρα τους, μου λέει. Να κάνουμε πικ νικ στα γεγονότα. Ακούς;
Ακούω. Θέλει να εξηγήσει όσα δεν έχουν ανάγκη εξήγησης και τους στερεί τη γοητεία. Ακυρώνει τη μαγεία τους πριν καν εμφανιστούν. Μια υπερβολή φωνηέντων είναι κρεμασμένη στο ανοιχτό στήθος της. Την επιδεικνύει σαν ακριβό κολιέ. Μιλάει. Γύρω γύρω, η δύναμη που δεν έχει ο άνθρωπος. Η δύναμη. Που δεν μπορεί.
ΓΙΑΤΙ το μόνο που μπορεί να μιλήσει ο άνθρωπος είναι αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει. Ως πολίτης του εαυτού του, να χαλάσει το ήδη χαλασμένο. Καταδικασμένος να φαίνεται με αυτό το λαμπρό ξεγέλασμα των ματιών.
Αν δεν αφήσουμε τη σιωπή να αλλάξει το θέαμα του ανθρώπου, δεν θα γίνει ποτέ ο κόσμος αγνώριστος.
ΜΠΡΟΣΤΑ στο παράθυρό μου εκτυλίσσεται ο παγωμένος χρόνος. Ολα τα στιγμιότυπα έχουν παραγραφεί. Είναι σα να βλέπεις μια παλιά κινηματογραφική μηχανή να γυρίζει. Δεν προβάλλεται τίποτε. Τα υγρά απ' το φιλμ έχουν στεγνώσει. Ακόμη και η διάχυση του φωτός, αυτή η διάσημη δέσμη κενού αέρα, έχει χαθεί.
Εχω την εντύπωση ότι ο ίδιος ο χρόνος είναι μια θυσιαστική ζώνη.
Ο θάνατος, τόσο συχνός και ακάλεστος, έχει μετατρέψει τους θεατές σε αγάλματα που παρακολουθούν τη ζωή μου. Βαδίζω με χαμηλά βήματα. Σχεδόν επιπλέω. Και να ήθελα να υπάρξω αλλιώς, δεν γίνεται. Είναι τόσα τα μάτια του ουρανού πάνω στην πλάτη μου, που φτάνουν έως το αίμα.
Η βιογραφία του ανθρώπου είναι το αίμα. Που τον πολιορκεί.
ΚΟΙΤΑΖΩ αυτό που μοιάζει με ζωή. Αυτό που κάποτε θεώρησε ότι μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή, ότι είχε τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε ζωή. Κοιτάζω αυτό το μεταμφιεσμένο, υγρό πράγμα που υποδύεται τη ζωή, που έχει προστεθεί στη ζωή της και κάνει τη ζωή. Στο κρεβάτι μου το σεντόνι είναι τσαλακωμένο. Από το παράθυρο οι νεκροί συνεχίζουν να περνούν.
Μοιάζει με Δευτέρα Παρουσία, αλλά δεν είναι. Είναι ο ανάποδος όρος, το αντίστροφο νόημα, η αντίθετη κίνηση αυτού που ονομάζεται ζωή.
Κλείνω τα μάτια και την ακουμπώ. Είναι νεκρή, παγωμένη, ακίνητη. Εχει γίνει συνώνυμη του θανάτου.