Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣΜΟΥΣ; (ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ)


ΣΤΟΝ κόσμο η νύχτα ήταν αποκλειστική. Η μηχανή πάρκαρε μόνη της κάτω από το παλιό σπίτι. Ο αναβάτης της ήταν αόρατος. Μπορούσες να τον διακρίνεις μόνο μέσα απ' τη σκιά της ιστορίας, που χαλασμένη σκορπιζόταν τριγύρω. Οι ώρες είχαν γεμίσει αγάλματα.
Η ίδια κόκκινη λίμνη φωτός. Η ίδια απέναντι θάλασσα. Ενα μεγάλο όμικρον - από το ρήμα ουρλιάζω. Κανένα λούτρινο αρκουδάκι. Κανένας χειμών, βαρύς. Ο καιρός τελείωνε.
Από πουθενά δεν μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ κανείς να μιλήσει για τρέλα - αλλά δεν ήταν. Μόνο ψεύτικα πόδια, ασπρόμαυρα σχέδια, πεθαμένα πλήκτρα. Πάνω στις κολόνες του λαιμού είχαν δημιουργηθεί αετώματα. Σαν τελευταίες εγκοπές από έναν άγνωστο γλύπτη· για να χωρούν την αρρώστια. Οπως ήταν μαζεμένο το ύφασμα της σάρκας, ξεχώριζες καθαρά από κάτω τον τρόμο. Τα γουρλωμένα μάτια έδειχναν μελλοθάνατο.

ΜΕΤΑ σκεπάστηκαν όλα από μια απορία. Τα προηγούμενα γράμματα μουρμούριζαν τέλος. Η στίξη είχε χαθεί. Τίποτε δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με την περούκα του ηθοποιού. Η ερμηνεία, όσο καλή και να είναι, κάποτε τελειώνει.

Εκείνος είπε: Δεν είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.

Εκείνη είπε: Σημασία έχει να υποκρίνεσαι.

Εκείνος είπε: Τι κάνεις όταν σβήνεις; Πώς παραμένεις ορατή;

Εκείνη είπε: Είμαι μόνο ένα μάτι. Δεν βλέπει. Δεν βλέπομαι.

Εκείνος είπε: Εγώ σε είδα. Βρήκα ένα ανοιχτό σώμα. Ενα μεθυσμένο μυαλό.

Εκείνη είπε: Τίποτε από μένα δεν φαίνεται.

Εκείνος είπε: Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που μυρίζει λάθος σάρκα από λάθος αγγίγματα.

Εκείνη είπε: Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Εχω γεμίσει φονιάδες. Και κατευθύνονται προς το μέρος σου.

Εκείνος είπε: Ασ' τους. Κατευθύνονται χωρίς λύπη.

Εκείνη είπε: Οταν γεννήθηκα, πέθανα. Εμεινε αυτό το λιγνό σώμα. Που λιγοστεύει.

Εκείνος είπε: Ανέβηκα τις κερκίδες για να χορέψω, αλλά ήταν σπασμένες οι μασχάλες σου.

Εκείνη είπε: Ο ουρανός είναι εναντίον μου. Ολα τα φιλιά είναι σκεπασμένα με στάχτη.

Εκείνος είπε: Η αγκαλιά σου είναι ένα μαραμένο απόγευμα. Ενα κρεμασμένο κοστούμι στο δωμάτιο. Μια αλλαξιά δεμένα χέρια.

Εκείνη είπε: Κοίτα. Κάθομαι στα βράχια. Θα μου κάνεις κακό;

Εκείνος είπε: Είσαι φωτογραφία. Οταν γίνεις ζωή, θα σου φυσήξω μουσική. Να την αντέξεις.

Εκείνη είπε: Πες μου, πιστεύεις στους χωρισμούς;

Εκείνος είπε: Πιστεύω στο φως. Και στην αποδεκατισμένη σιωπή.

ΑΡΧΙΣΑΝ τότε όλα να επιστρέφουν στο μέρος όπου γεννήθηκαν. Ο κόσμος ήταν στην αρχή ακατοίκητος, μετά καινούριος. Εγκαταστάθηκε σε μια μοναξιά και από εκεί ξεκινούσε.
Σαν σημαδούρα επέπλεε το παλιό για να δείχνει το νέο που έρχεται.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=217909

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

ΜΕ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΟΝΟΜΑ ΖΥΡΑΝΝΑ


Απλωνε στις εταζέρες, στο σερβάν, στις εσοχές των τοίχων και πάνω σε κρεβάτια, που δεν χρησιμοποιούσε, τα μικροαντικείμενα. Κούκλες, κύκνους, γυάλινες σφαίρες, μια κουκουβάγια, δώρο της θεάς Αθηνάς· έναν Αδωνι, δώρο της θεάς Αφροδίτης· ένα ζαρκάδι, δώρο της θεάς Αρτέμιδος· έναν άγιο Σεβαστιανό, δώρο του νεκρού Τόνι...

Τ' αγόρια την αγαπούσαν· τα κορίτσια τη ζήλευαν. Πάντα τα κορίτσια ζηλεύουν. Ομως αυτή περπατούσε στον δρόμο και άνοιγαν οι πόρτες, το πλήθος έκανε τόπο να περάσει. Οι νέοι τη θεωρούσαν μεγάλη, και οι γριές, νέα. Αυτή είχε βρει έναν τρόπο να διαφεύγει. Επρεπε να διαφεύγει. Πάντα, για να μένει μόνη. Αυτή και ο θάνατος. Τον κοιτούσε στα μάτια. Προσπαθούσε να τον ξεγελάσει. Να τον κάνει να ξεχάσει τον ρόλο του. Πολλές φορές το πέτυχε. Για μέρες δεν πεθαίνει κανείς στην πόλη! Ολοι οι άρρωστοι έγιναν καλά! Περπατούσαν. Ετρωγαν. Ομως αυτός όταν συνερχόταν και φορούσε το σακάκι του και κατέβαινε τα σκαλιά να φύγει, όλα γύριζαν όπως πριν.

Απελπιζόταν. Καθόταν στην καρέκλα και άρχιζε να γράφει. Ατελείωτα χαρτιά. Ατελείωτες πένες. Μελάνια από όστρακα. Μελάνια από σουπιές. Μελάνια από μαύρα φίδια. Μελάνια από κοράκια. Εδενε τα χειρόγραφα. Αλλαζε τίτλο. Υπότιτλο. Και παρέδιδε το νέο γραφτό της.

(Γιώργος Χρονάς)


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΟΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=23/10/2010&id=215840

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ


ΟΛΟΚΛΗΡΟ το τοπίο λέει ένα πράγμα. Λες και ανακοινώνει σαν βαρύτιμο έπαθλο την απελπισία του. Υπενθυμίζει την ενοχή του σε ό,τι αντιγράφει την ιστορία του.
Εμεινε να σκαλίζει αυτό που ονομάζεται τοπίο. Ούτε θρίαμβος ούτε χρόνος. Οι ιστοί έχουν σπάσει. Το τοπίο επωάζει έναν μοιρασμένο θάνατο με μακρινές κραυγές. Και δέχεται. Το σμήνος των ανθρώπων, σκαρφαλωμένο. Στην οροφή της σάρκας του.

ΒΛΕΠΩ αυτό το πρώην τοπίο. Αυτήν τη φωτογραφία τοπίου, απλωμένη να μαραζώνει. Είναι νύχτα. Τίποτε γύρω μου δεν υψώνεται. Κανένα πρωινό. Καθένας απ' τους περαστικούς έχει τουλάχιστον τρία ονόματα. Το ένα εξηγεί το πρόσωπο, τα άλλα δύο τον προορισμό. Προορισμός του τοπίου είναι ο αβοήθητος άνθρωπος.

Το πλαισιώνουν ζωές. Οδηγημένες, ζωές που μοιάζουν να τις ακούμπησε εκεί κάποιος ερασιτέχνης θεός για να κάνει την τελευταία του κίνηση.

ΟΛΑ στηρίζονται στην κορυφή ενός αβγού. Το αβγό είναι ψεύτικο. Για να μπορέσεις να αγκαλιάσεις το τοπίο πρέπει να είσαι ψεύτικος, τεντωμένος. Ασπαστος. Να χωράς το τίποτα. Αλλιώς, το τοπίο σε απορροφά. Σε κάνει ένα αόρατο, βυθισμένο σύμβολο. Μια άχρηστη ζωγραφιά στην άκρη.

ΕΓΩ είμαι χθες. Κουβαλάω τα κεραμίδια μου για να σκεπάσω αυτό που λέει το τοπίο. Αν θέλεις να σώσεις το τοπίο, το σκοτώνεις. Δεν φοβάμαι, θα το γεννήσω ξανά. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να το αθωώσω.

Προσθέτω τα μάτια μου πάνω του. Το διορθώνω. Σχεδόν μπλε, θυμίζει εξώφυλλο λύπης. Περασμένης δεκαετίας. Ξαναγράφω αργά τη χαμένη του αυτοπεποίθηση. Βαπτίζω τα όριά του. Το τοπίο χαμογελά.

ΚΟΙΤΑΖΩ αυτό το ξανά τοπίο, μετά. Και υψώνεται. Κάθε τι εξηγεί τη σημαντικότητά του και την εμφανίζει μπροστά μου. Εχουν εξαιρεθεί οι απογοητευτικές λεπτομέρειες. Η οθόνη είναι μοναδική. Τρέχουν νερά. Η μουσική ποτίζει τα πλακάκια αυτής της αυτοσχέδιας κορυφής και την κάνει να δείχνει ακόμη ψηλότερη. Διέρχεται τις αιώνιες κλίμακες με δέος.

ΕΙΜΑΙ μόνος σ' αυτό το μέρος που μοιάζει με ύφασμα του εαυτού μου, μόνος σ' αυτή την ευλογημένη περιδίνηση πριν από την πτώση. Η πανοπλία μου έχει ανοίξει. Μέσα της μπαινοβγαίνουν πουλιά. Με γεύση καραμέλας.

Αυτό που λεγόταν τοπίο έχει χαθεί. Το πρώην τοπίο έσβησε. Τη θέση του έχει πάρει μια φωτογραφία. Ξαφνικά, όπως ανάβουν οι φωτογραφίες, το νερό αρχίζει και χαϊδεύει τα χαρακτηριστικά μου. Αναδύεται σιγά σιγά το περίγραμμα. Φωτίζεται. Μετά, το κυρίως θέμα. Η ουσία. Η αύρα.

Θα γεννηθώ ξανά με άφτιαχτο πρόσωπο. Στο προαύλιο αυτής της αιώνιας φωτογραφίας, να κουβαλήσω το τοπίο. Σαν σαλιγκάρι.

ΕΚΕΙ είναι το μέλλον που θα αλλάξει τη γη. Στο αναμμένο αυτό τοπίο θα κατοικήσει αδιάλυτο το σμήνος των ανθρώπων. Και οι φυλές τους, καθαρές. Σκαρφαλωμένες, στην οροφή της σάρκας του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=215881

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ


Ευχαριστώ το blog "Ασυναρτησίες" και όλους όσους δημοσιεύουν τις λέξεις μου με αυτή τη συχνότητα στο διαδίκτυο.
Είναι εντυπωσιακό να ανακαλύπτεις κάθε φορά πόσους άγνωστους φίλους έχεις. Να βλέπεις τα λόγια σου να γίνονται απαντήσεις στα χείλη ανθρώπων που ίσως δεν συναντήσεις ποτέ.




ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
http://asunartisies-ds.blogspot.com/2010/09/blog-post_2977.html

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ΑΕΡΙΚΟ


Το τραγούδι του Peter Green που χρησιμοποιεί η aeriko στο βίντεο είναι το "Slabo day" από τον δίσκο του "In the skies". Και είναι από τα αγαπημένα μου.
Είναι πολύ ωραίο να ανακαλύπτεις σε ανθρώπους που δεν σε ξέρουν καθόλου, πόσο καλά σε ξέρουν.
Την ευχαριστώ για το βίντεο και την αγάπη της.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ



http://www.youtube.com/watch?v=1yAVOJ7Qiq0
http://aeriko-moments.blogspot.com/2010/01/blog-post_04.html

ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΑΝΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΚΡΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ


ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Βάζει στις χούφτες τα μυαλά της και γυρίζει την πλάτη στο επάγγελμα γράφει την ερώτηση στον τοίχο και μετράει γουρούνια για να κοιμηθεί Εντάξει πού και πού κλαίει όνειρα τις αργές ώρες κάνει ρεσάλτο στο υγρό χρυσάφι των Κελτών πότε – πότε λέει ψέματα στα καθωσπρέπει παιδιά του σχολείου αλλά όταν βουτάει στο δρόμο ξέστηθη χορεύει πάνω στα οδοφράγματα και δεν ξεχνά ότι αρχίζει από το ίδιο γράμμα με τον Έρωτα.



Νάντια Γαβαλά, 38 τριαντάφυλλα, εκδ.Δωδώνη

ΜΕ ΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ

Η ποίηση της Νάντιας Γαβαλά είναι μια ποίηση χωρίς σκουφάκι. Στο πρώτο της ποιητικό βήμα παρουσιάζει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε – κυρίως – το κίνητρο. Και το κίνητρο είναι η ασφυξία: Όχι της ζωής, όχι της έκφρασης του έρωτα, αλλά η ασφυξία με την οποίαν μας κερνάει ο χώρος στον οποίον μεγάλωσαν τα πιο κρυφά όνειρα.
Ο συμβολισμός της Γαβαλά είναι το καθρέφτισμα αυτού του εκτυφλωτικά άδειου χώρου της ουτοπίας, αυτού του μη – τόπου, που όμως θα μπορούσε, υπό προυποθέσεις, να βγάλει το κεφάλι του ξανά, δειλά δειλά, έξω, αποκτώντας μια πιο ουσιαστική και καθορισμένη εκδοχή.
Οι δρόμοι των Εξαρχείων, η πόλη – έρημη από πάθη, έρημη από δράση, η παλιά πλατεία που ξέμεινε, σαν πλάνο του σινεμά, μια μπύρα ξαπλωμένη στο παγκάκι, και γύρω γύρω οι άνθρωποι, «ένα τσιγαράκι, ρε φίλε», φιγούρες του χθες, ηττημένοι, αλλά χωρίς να το καταλαβαίνουν νικητές, με τα φτερά του αετού στην πλάτη τους, μπορεί μαδημένα – τι σημασία έχει; - η σελήνη, ένα λευκό φως, ο ουρανός παντού, μια μαύρη μπογιά.

Στις γωνίες είναι αραδιασμένος ο νόμος. Φυλάει καρτέρι, για να μην χωρέσει, να μην μπορέσει να μπει το καινούργιο. Και τα ποιήματα; Αποταμιεύουν κόκκινο στις τσέπες της σιωπής, στις τσέπες του μέλλοντος. Άλλοτε σπινθηρίζουν θύελλες, άλλοτε εύχονται κολάσεις, άλλοτε αφισσοκολούν στα σύννεφα το τελευταίο τους έργο. Άλλοτε πάλι, ψάχνουν για έναν αετό. Ή για ένα όπλο.
Ένα είναι το σίγουρο: Αυτά τα τριάντα οκτώ – επονομαζόμενα και τριαντάφυλλα – ποιήματα, σφηνωμένα στην κάννη του P38, γράφουν μια πρόταση μεταμόρφωσης και εξιδανίκευσης του κοινωνικού πλαισίου. Όχημα, η επαναστατική βία. Το αν είναι πολιτική αυτή η πρόταση ή αμιγώς λυρική, νομίζω λίγο ενδιαφέρει. Άλλωστε, είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η ποίηση κάνει καλύτερα τη δουλειά της όταν είναι άοπλη.

Η αύρα των ανθρώπων που έζησαν και έγραψαν για την πλατεία, της Κατερίνας Γώγου, του Τεό Ρόμβου, του Λεωνίδα Χρηστάκη, του Νικόλα Άσιμου, του Νίκου Μπαλή, είναι εμφανώς παρούσα σ’ αυτή τη συλλογή, πυκνώνοντας τις γραμμές της και δημιουργώντας μια αλυσίδα περιφρούρησης για τους στίχους της. Ένα μπλοκ διαμαρτυρίας, μια πλανόδια υπερβολή, που μέσα στην υποκειμενικότητα και τον καταιγισμό των επιθέτων της, πασχίζει να διέλθει αλώβητη τα σκοτάδια των δρόμων. Και να τολμήσει το όνειρό της: Αδιαφορώντας για το χειροκρότημα του κοινού, να αγκαλιάσει την επανάσταση, τις νύχτες, με φτερά πεταλούδας.
Αυτή η ποίηση είναι μια πανοπλία, ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, ένας ακτιβισμός δωματίου. Ένα άδειο μπουκάλι Jameson. Γύρω της, μαζεύονται οι νεκροί: Καπνισμένοι απ’ το χρόνο, ασεβείς γιατί έτσι τους αρέσει, ντυμένοι με το τομάρι των ζωντανών.

Όπως και στον Μπλοκ, ή ακόμα, ακόμα, και στον ωμό, καταγγελτικό χαρακτήρα του Γκίνσμπεργκ, τα «38 τριαντάφυλλα» έχουν δυο βασικές κατευθύνσεις: Μία ατομική – της αυτοκάθαρσης. Και μία συλλογική – της επανάστασης.
Η Γαβαλά δεν προκρίνει καμία, προτιμά να ασωτεύει -αν και αποφαίνεται: «Οι πράξεις θα πράξουν». Όπως έπραξε η Σαρλότ Κορντέ, βυθίζοντας το μαχαίρι στο στήθος του Ζαν Πωλ Μαρά, στην Γαλλική Επανάσταση.

Λένε πως οι ποιητές δεν έχουν την κοινή λογική, είναι εκκεντρικοί, σε βαθμό τρέλας. Μα, η κοινή λογική είναι η γνωστότερη εκδοχή επιβεβλημένης τρέλας. Αυτή που βασανίζει την καθημερινότητά μας, υψώνοντας τείχη, σκορπίζοντας δισταγμούς ή μοιράζοντας αιωρήσεις. Ο ποιητής έχει μια φυσική τρέλα. Και την χρησιμοποιεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, εις βάρος του.
Το στοιχείο της αυτοκαταστροφής υπάρχει μέσα στις σελίδες του βιβλίου της Νάντιας Γαβαλά, γεγονός που μας επιτρέπει να μιλήσουμε με σιγουριά για ποίηση: Ποίηση με θέση, που αποκαλεί προδοσία την ουδετερότητα, και σε κάθε περίπτωση, δίνει αφορμές για έντονες και ενδιαφέρουσες θεωρήσεις.

Σταύρος Σταυρόπουλος, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Τεύχος 512. Νοέμβριος 2010


< Η Νάντια Γαβαλά είναι καθηγήτρια σε ΙΕΚ και τριτοετής φοιτήτρια στο ΕΑΠ στο πρόγραμμα «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό». Έχει τέσσερις κόρες, τρία διαζύγια, τρεις γάτες και μια περίεργη σχέση με τον έρωτα και τον θάνατο. Το 38 τριαντάφυλλα είναι το πρώτο της ποιητικό βιβλίο.>

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ FLORAL





(από την εκδήλωση στο Floral, Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010)

Υπάρχει μια φράση, ένας πολύ όμορφος στίχος του Γιώργου Κακουλίδη, που όταν τον είχα διαβάσει, πριν πολλά χρόνια, μου είχε γεννήσει ερωτηματικά. Ο στίχος είναι: Να μεγαλώνεις την κόλαση όπου τη βρίσκεις.
Μέχρι τότε πίστευα ότι οι προσπάθειές μας τείνουν στο να την εξαφανίσουμε.
Αργότερα κατάλαβα ότι για να νικήσεις την κόλαση θα πρέπει να αντέξεις να ζήσεις μέσα της, μεγαλώνοντάς την.
Το βιβλίο αυτό είναι μια κόλαση, μια άλλη εποχή στην κόλαση, και το μόνο που ελπίζω είναι να καταφέρω να την μεγαλώσω αρκετά. Τόσο, ώστε να την νικήσω.

Ευχαριστώ πολύ το καφέ-βιβλιοπωλείο Φλοράλ για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου έδωσε να βρεθώ εδώ, σ’ αυτόν τον χώρο που είναι γεμάτος από ιστορικές μνήμες. Αυτή η πλατεία είναι η δική μας Ακρόπολη, η δική μας Πνύκα, ο δικός μας Φιλοπάππου.
Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Γιώργο Θαλασσινό που αγάπησε αυτή την εκδήλωση πριν καν συμφωνηθεί.
Ευχαριστώ τον Σαράντη Κορωνάκο και τον Λεωνίδα Καραγκούνη των εκδόσεων Απόπειρα. Ακόμη, τον Γιώργο Κακουλίδη, την Μαρία Χρονιάρη και την Όλια Λαζαρίδου, που ήταν απόψε μαζί μου.
Τέλος, ευχαριστώ τον Γιώργο Χρονά και την Μάνια Τεγοπούλου, που φιλοξενούν, επί δύο χρόνια, κάθε βδομάδα, στην Ελευθεροτυπία, αυτά τα «περίεργα» κείμενα της στήλης Νύχτα είναι, θα περάσει. Και με τιμούν πολύ.

Πολλές φορές σκέπτομαι ότι μισώ τη λογοτεχνία. Γιατί μου στερεί την δυνατότητα να ακούω μουσική. Την ίδια στιγμή, όμως, την αγαπώ. Πολύ. Γιατί, ακριβώς, μου υπενθυμίζει την αξία της έλλειψής της.
Αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα έχουν ένα κοινό παρανομαστή: Την μουσική. Σε μένα, ό,τι αφορά την λογοτεχνία, προέρχεται απ’ τη μουσική. Πίσω από ό,τι έχω γράψει υπάρχει πάντα ένα τραγούδι.

Νομίζω ότι αν ο David Bowie δεν είχε ηχογραφήσει το 1972 το Rock’n’roll suicide, δεν θα γινόμουν συγγραφέας.

Να είστε όλοι καλά και να μην φύγει κανείς. Είναι η ώρα της μουσικής.

Σταύρος Σταυρόπουλος


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
http://goo.gl/TTaL

(Photo: Σπύρος Κατωπόδης)

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ: Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΥ ΕΣΤΑΞΕ


Σταύρος Σταυρόπουλος, Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια, εκδόσεις Απόπειρα

Τι είναι τελικά τα βιβλία που γράφεις; -Επιστολές που στέλνω στον εαυτό μου και δεν περιμένω να μου απαντήσει ποτέ, αποκρίνεται σαν μικρό παιδί ο Σταύρος Σταυρόπουλος στην Αννα Νάζου. Ευθύς μεμιάς περνούν απ' το νου μου οι στίχοι του Τζελαλαντίν Ρουμί: Τα λόγια μου ήταν κούφια, /όλο πρέπει και μη./ Για χρόνια χτυπούσα την πόρτα/κι είδα όταν άνοιξε πως χτυπούσα από μέσα.
Αυτός που μας καλεί -δεν έχει σημασία μέσω τίνος- είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Στην περίπτωση του μεγάλου πέρση μύστη, σ' εκείνον καθεδρεύει η αιώνια εικόνα του Αγαπημένου, που σε κάθε του ανάσα ωριμάζει η κατατεμαχισμένη χρονική υπόσταση του ποιητή, που έτσι όμως γίνεται και πιο αθώα. Η παγίδα και το ίδιο το θήραμα. Στην περίπτωση του Σταυρόπουλου, σ' εκείνον, τον πρώτο του εαυτό, κρύβεται το πολύ μια στοιχειωμένη ιστορία, ένα σώμα σημαδεμένο από τον χρόνο, που πλήρες λευκών φωτοχυσιών τού δόθηκαν κάποτε η ελευθερία και η χάρις, να περπατήσουν από πάνω του, να τον αφομοιώσουν και συνάμα να τον υπερβούν. Για τον ποιητή μας ακριβώς εκεί κρύβεται όλη η αλήθεια.

Η μυθολογία του προσώπου έχει απολέσει τη δύναμή της να διαφυλάττει την ενότητά του· μια μύχια και άταραχη αγιοσύνη, που εξακολουθεί να εμπνέει και να καθοδηγεί, όπως στην περίπτωση του Πέρση. Αυτό που διακυβεύεται, και για τον λόγο τούτο στα χέρια του δημιουργού μεταπλάθεται σε αντικείμενο νόστου, είναι το πρόσωπο τού άλλου, όχι ανεξαρτήτως από την εμπειρία του γράφοντος. Είναι η στιγμή μέσα στον χρόνο. Ο Ενεστώτας προτού προλάβει να χαμηλώσει τα κλαδάκια του. Είναι ο έρωτας που πόθησε την κατάργησή του μέσα στο άλλο, κι ωστόσο δεν μπόρεσε (και πώς αλλιώς;) να ξεφύγει από τα δίχτυα της προδοσίας του χρόνου, στους ρυθμούς του οποίου κόβονται, αίφνης, τα νήματα που συνδέουν τις ζωές δύο ανθρώπων, και επαναλαμβάνεται, αενάως αυτοσυντελλούμενο, το δράμα της μοναξιάς. Τω όντι αντιστραμμένο το όνομα της συντροφικότητας, μιας εν πάση περιπτώσει εφήμερης πληρότητας.

Αν ο Ρουμί ψάχνει τον Αγαπημένο του και τον βρίσκει στο άκουσμα της ραμπάμπ, στα άνθη που φυτεύει, στο παγόνι που αντικρίζει, στη θέα της Κάαβα (του σημαντικότερου ιερού του Ισλάμ), στο γεμάτο με κρασί κύπελλό του, στο αγοραίο πλήθος, ο Σταυρόπουλος βρίσκει τη δική του Αγαπημένη σε δύο κούτσουρα κάτω από την άδεια μπασκέτα, ανάμεσα σε πατημένα καπέλα και ένδοξα άδικα, σ' ένα δωμάτιο με σκοτωμένους λύκους, στην όψη γκρεμισμένων σπιτιών. Ακούγεται, λοιπόν, η φωνή του όχι με τη φωνή εκείνων των περασμένων γκουρού που μπορούσαν μέσα στην πολλαπλότητα της πραγματικότητας να δουν το Ενα, το ιδεατό, το πραγματικό, αλλά με τη φωνή όλων εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σ' έναν κόσμο έρημο από τις βεβαιότητες και τις υπερβατικές αναφορές των προηγούμενων εποχών, σ' έναν κόσμο γεμάτο σκοτεινά βάραθρα, όπου επικοινωνώ σημαίνει ανταλλάσσω τα κενά μου με τα κενά σου.

Ο χρόνος για τον Σταυρόπουλο, και για όλους εμάς που τον διαβάζουμε, δεν είναι μια οπή προς την αιωνιότητα. Είναι ο αναπότρεπτος τοίχος και τα θρύψαλα που αφήνει. Είναι ο χρόνος ενός Προυστ, ενός Ελιοτ, ενός Γέιτς, ενός Αχτερμπεργκ, μιας Σέξτον, ενός Κοέν, ενός Ντίλαν. Μιας Αννα Καμιένσκα:
Εχωσα τη γλώσσα μου τόσο βαθιά που ήταν σαν να έγλειφα το παρελθόν της. Οπως βυθίζεις ένα μπισκότο στο γάλα. Το αιδοίο της τεντώθηκε σαν καλώδιο και άνοιξε εντελώς. Η μήτρα της αναποδογύρισε. Ελιωσε σαν καραμέλα στο στόμα μου. Το στύφωμα της άρχισε να υποχωρεί. Τα σωθικά της γκρεμίστηκαν απ' τη θέση τους και πλημμύρισαν το πρόσωπό μου, τον απέναντι δρόμο, τον κόσμο όλο. Ηταν σαν να είχε σπάσει κάποιος κεντρικός αγωγός, ένας γιγαντιαίος σωλήνας, η υδρορροή ενός μπαλκονιού. Και έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε. Στην πραγματικότητα, είχαμε σπάσει εμείς. Για την ακρίβεια: είχαμε γίνει κομμάτια.

Απ' αυτή την άποψη, ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου τού Σταυρόπουλου, παρότι καταδεικτικός του περιεχομένου, θα μπορούσε να ακούει στις λέξεις: Η θάλασσα που έσταξε. Ουκ ολίγες φορές ο συγγραφέας- ποιητής έχει κατά νου αυτή την όμορφη μεταφορά με διάφορα συμπαραδηλωτικά. Ετσι κι αλλιώς, η γραφή του είναι το περισσότερο πεζολογική κι ελαχίστως λυρική, ενδεδυμένη ωστόσο με πολλές σουρεαλιστικές εικόνες, που διοχετεύουν τον κόσμο της εγκατάλειψης και της ερημίας που περιγράφει με την απαιτούμενη ποιητική αγριότητα.

Η θάλασσα της γονιμότητας του Γιούκιο Μισίμα, λοιπόν; Που έσταξε, που απώλεσε τη χάρη να συνιστά για τον κατατρεγμένο την πρώτη συναισθηματική εποχή, το όνειρο της καταφυγής του, την ελπίδα του, κι έγινε τοπίο θανάτου; Να δεις που στο τέλος θα καταλήξουμε να αγαπάμε τους πεθαμένους, λέει ο ποιητής με σκυφτό θαρρείς το πρόσωπό του, καθώς βλέπει το σώμα του να συμπεριφέρεται ως κόσμημα της καθόδου.

Εμειναν μόνον οι τάφοι. Σκέφτομαι ότι για να έρχεσαι, δεν είχες φύγει ποτέ. Πώς γίνεται όμως να ξεπορτίζουν νυχτιάτικα οι φωτογραφίες; Ο ορίζοντας σπαταλήθηκε άδικα. Από μια λάθος πινελιά. Μυρίζει ανυπαρξία. Μια διαρκής εξοικείωση με την ήττα. Η αγάπη κάνει τα πράγματα να σωπαίνουν: Αφουγκράζεται τα βήματα των εραστών που απομακρύνονται.
Είναι μερικές μόνον από τις πολλές πραγματικές φράσεις που κατακλύζουν τούτη την παράξενη ποιητική μυθιστορία με τον pop, ευκολοχώνευτο τίτλο, που καταφέρνει να μεταδώσει ένα αίσθημα αισιοδοξίας ότι θα συνεχίσουμε να ερωτευόμαστε.
Και πώς αλλιώς από τον Σταύρο Σταυρόπουλο; Εναν από τους ελάχιστους της γενιάς του που η γραφή του μπορεί ακόμη να παράγει συναισθήματα, να σωματοποιεί τα συμβάντα και να εκστασιάζεται με αυτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΒΑΣ.ΖΗΛΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ


ΤΟΣΑ πολλά συναισθήματα. Και τα άφησε. Δεν γινόταν να αθροίσει. Ο καιρός ήταν ανάποδα. Ενας ανεμιστήρας φύσαγε παγωμένο ιδρώτα εκεί όπου κρύβονταν τα γεγονότα. Και τα ξεσκέπαζε.
Ο ουρανός είχε το χρώμα των ζωγράφων: επτά φορές γαλάζιος. Για μέρες πολλές τον κοίταζε. Από εκείνο εκεί το κενό δωμάτιο. Ακυβέρνητο και θολό στεκόταν. Αλλά διαπερνούσε σαν μάτι. Δίπλα στις προσευχές, τα βιβλία. Με αμείωτη λύπη βάδιζαν τα χρώματα. Ντροπαλά. Εμπαιναν στα ρυάκια των τοίχων, αναστενάζοντας.

ΑΝΑΜΕΣΑ στις τρίχες του φύλου είχαν φυτρώσει χωριά. Που τα χόρταινε. Πυκνή, σπάνια βλάστηση. Παγωμένα νερά, του χειμώνα. Μύριζε ένα χώμα. Αγγελιαφόρος θανάτου. Η ομίχλη κατέβαινε χαμηλά. Σχεδόν έσβηνε τα κομμένα κορμιά στις άκρες. Τις καστανιές στον γκρεμό. Παλιές, χωριστές γειτονιές, σαν σκαλισμένο σώμα σε σώμα. Οσο προχωρούσαν τα δάχτυλά του, ο βαθμός του δέντρου ανέβαινε. Πόσος καιρός είχε περάσει απ' τον βυθό;

ΤΑ άφησε. Γιατί η οριακή ανάμνηση καταλύει κάθε επινοημένη διάπραξη. Σφραγίζεται η εκτυφλωτική μανία των ματιών να δουν αυτό που δεν υπάρχει. Και συνοψίζεται ο άνθρωπος, σαν ακατόρθωτος. Χωρίς τα μάτια να βλέπουν, διαπράττεται. Χαράζεται απ' το υπερφυσικό σκοτάδι.
Υπερέβη τον θάνατο και τον θέρισε. Για να προκύψει ζωή. Αφού ξέρει. Εκεί που είχε αρπάξει φωτιά ο βασανισμός, εξερράγησαν νέα φύλλα. Ενωσε τις σπασμένες φλέβες και βαδίζει χωρίς. Με καλό ή κακό καιρό. Η διαδρομή δεν ανήκει στον χάρτη. Την έβγαλε για να τη στερεώσει στο αναστημένο βλέμμα του.

ΑΝΕΒΗΚΕ απ' το χώμα και όλο ουρανός παντού. Εκλεβε τα γαλάζια κομμάτια και ευφραινόταν. Με μικρές, προσεκτικές μπουκιές κλειδώνει η διάρκεια. Αν χρειαστεί απόθεμα, θα υπάρχει.
Πάντα θα ταξιδεύει τόσο πολύ. Μακριά από αυτό που άφησε σπαραγμένο, σαν σπίτι. Το άφησε. Για να μαζεύεται ο ήλιος μέσα στις κόγχες, αχνίζοντας να φωτίζει. Και θα φωνάζει.
Γιατί ό,τι φεύγει είναι προορισμός. Που έρχεται καταπάνω και κατευθείαν και αν μπορείς να διακρίνεις. Ζωή να κοιτάζει προς το μέρος της ζωής και να είναι.
Οταν η μνήμη βασανίζεται από απολογισμούς, ο τόπος της ψυχής ερημώνει.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ μετά την ανάγκη και μετά την ομορφιά και μετά την αμαύρωση. Και με το άσπρο πουκάμισό του σαν καταζητούμενο δέρμα κολλημένο θα συνεχίσει να ξεσκεπάζει. Με μια αδημονία να τρέχει στα μάτια του να δει από κάτω. Οσα έσβησε ο χειμώνας. Οσα πάγωσαν. Μια φωτογραφία.
Και είδε. Οχι ομίχλη, όχι παγωμένα νερά, όχι χώμα.
Αυτό που είναι να δουν οι άνθρωποι, θα το δουν όρθιοι, σαν τεράστιο, γεννημένο πλήθος, σε οθόνη αλαφιασμένη. Και σε όλες τις γλώσσες του κόσμου γράφεται πως αρχίζει απ' το τέλος. Αλλά δεν φαίνεται.

Γιατί αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι είναι μόνο το τέλος. Ορθάνοιχτο τέλος, φωτεινό. Και το τέλος είναι το υλικό τής πάλι ζωής.

Εκεί που κουρνιάζει ξανά ο κόσμος και φαίνεται.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http//www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=213863




Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΛΑΘΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


ΕΙΜΑΙ ένας παλιός άνθρωπος. Σκουριασμένος. Μέσα μου εξέχουν κάτι παλιοσίδερα νύχτες, λαθραίες συναγωγές. Με ελάττωμα αγάπης. Οταν ανοίγει ο δρόμος μπροστά και ταξιδεύω, νιώθω συγγενής των πουλιών. Πετάω πολύ και φοβάμαι.

Ασκώ το επάγγελμα του παρατηρητή, του δοκιμαστή, του διακοσμητή της πραγματικότητας. Φοράω ένα μετέωρο σώμα. Του κόσμου. Της φωλιάς των ανθρώπων.

ΜΕΡΙΚΕΣ φορές το μυαλό μου γεμίζει ερείπια - απομεινάρια της βυζαντινής περιόδου. Στην άκρη του μια αρχαία βρύση, με κεφάλι φιδιού, στάζει τη λύπη. Για ό,τι πέρασε, ό,τι δεν ήρθε, ό,τι δεν θα αρχίσει ποτέ. Υπό το φως των κεριών.

Το σπίτι μου είναι από πέτρα. Επειδή μ' αρέσει να φεύγω, το κουβαλάω στην πλάτη μου συνέχεια. Ο μυς του λαιμού μου είναι κατεστραμμένος. Κολλάω όπου έχει φως, σαν κουνούπι.

Η κατάρα του ταξιδευτή είναι να κυνηγάει το φως. Το φως αρρωσταίνει τα μάτια του, στοιχίζει σε φωτιές το μυαλό του, γεμίζει με επικίνδυνο καύσιμο τη ζωή.

ΜΕ παλιές μουσικές. Ενα πιάνο, ένα ακορντεόν. Μια βιόλα. Μια πνιχτή φωνή. Μέσα στον καπνό. Ανάβει σαν καντήλι. Εδώ κι εκεί, ο πλακόστρωτος δρόμος. Τα βήματα. Τα σημάδια απ' τις ρόδες του χρόνου.

Σαν άμμος κυλούν από τα δάκτυλά μου τα γεγονότα. Κάθε φορά και άλλη κλεψύδρα. Διαφορετική. Ξεπερασμένη. Σημασία έχει να τρέχει κανείς. Οποτε χωρίζω απ' τη μνήμη, αισθάνομαι ότι έχω προδώσει τη μοίρα μου.

ΠΟΛΛΕΣ φορές, όταν κοιμάμαι, χάνω το ένα μου πλευρό. Στη θέση του βρίσκεται μια γυναίκα, έχει δημιουργηθεί απ' αυτό. Οφείλω τα πάντα στο πλευρό μου.

Από τη χαλασμένη αυτή τρύπα μπαίνουν και βγαίνουν τα φαντάσματα. Τα υποδέχομαι με τιμές. Βαπτίζονται στο αίμα μου, αποκτούν ονόματα. Μετά πεθαίνουν. Είμαι αναγκασμένος να ζω μαζί τους, όσο ζουν. Τυραννισμένος.

ΟΣΟ μιλώ, ανησυχώ για την προστασία της σιωπής. Ο λόγος δεν θα είχε μέλλον χωρίς αυτήν. Εχω επτά μπερδεμένες πατρίδες μέσα μου. Κάθε μία με τη δική της σημαία, το δικό της πολίτευμα. Τις περισσότερες φορές δεν αναγνωρίζω καμία. Είναι ο τρόπος μου για να συνεχίσω να τις ψάχνω.

Μικρός είχα φριχτές απορίες για τη δημιουργία του κόσμου και έπαιζα με τα χώματα των αυλών. Με κομμένα τα μανίκια απ' τα μπλουζάκια μου προσπαθούσα να γίνω λουλούδι.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ συχνά στον ήλιο και τη θάλασσα γιατί είμαι βαμμένος με αυτά. Είναι τα χρώματα του πολέμου μου. Εχω μια αμμουδιά στο πρόσωπό μου και λίγα κύματα παρακάτω. Οταν φυσάει πολύ, κλαίω. Προετοιμάζομαι έτσι για τον καταυλισμό των γενναίων.

Τις νύχτες, διπλωμένος στα μαύρα σεντόνια μου, όταν σωπαίνουν οι ώρες, γυρνάω όλα τα ρήματα στην Παθητική. Από τα μάτια μου συνεχίζουν να τρέχουν οι εικόνες του κόσμου, σαν ισχυροί σεισμοί μιας απερίγραπτης καθημερινότητας.

Αν βρω τον τρόπο να τα βγάλω, θα απαλλαγώ.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=211098

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Ο,ΤΙ κατάλαβε, ήταν για να το αρνηθεί περισσότερο. Εκανε εκείνη την αιώνια διαδρομή και την έφτασε και τώρα θα γυρνούσε πίσω. Επειδή «κανένα πουλί δεν έχει την καρδιά να τραγουδάει μέσα σ' έναν θάμνο ερωτήσεων»*. Και ήταν καθαρισμένος από ένα εκπληκτικό φως. Γιατί είχε αντικαταστήσει τον έρωτα με την πραγματικότητα. Προς τιμήν της ζωής, θα συνεχίσει να βλέπει.

Και θέλει να ενωθεί με τον κόσμο, χωρίς κόσμο. Χωρίς αυτός ο κόσμος να βλέπει. Χωρίς ο κόσμος να χρειάζεται αυτόν ή αυτός τον κόσμο. Αυτός ο άκοσμος κόσμος να γίνει το σπίτι του και εκεί μέσα να γνωρίζει. Και να βλέπει πολύ.

ΣΤΕΚΟΤΑΝ εκεί, σε μια γωνιά της ζωής σαν τιμωρημένος, αλλά αξιοπρεπής και θαυματοποιός και ασώματος. Γιατί το σώμα βαρύνεται και το αποκήρυξε με μια απλή κίνηση της ψυχής, σαν να υπέγραφε την εξαργύρωσή του. Ηταν η έσχατη χειρονομία του, αυτή η σιωπή. Αυτό το έντιμο γήρας των εικόνων που διέγραψε για να αδειάσει και να μπορούν οι νέες να τον κατοικήσουν· σαν άγνωστες νότες μιας άγνωστης μουσικής που επιθυμούσε.

ΕΠΕΙΔΗ κέρδισε το δικαίωμά του να μιλήσει, δεν είχε πια τη διάθεση. Που όλα ήταν τόσο γυαλισμένα και λεία και γκρι και δεν γινόταν. Τίποτε. Συμβαίνει κάποτε να ξεπερνάς τον στόχο, όταν τον κατακτάς.

Είχε φτάσει προς το τέλος των πραγμάτων, εκεί που δεν βρισκόταν ακροατήριο πρόθυμο, αλλά μπόρεσε να επινοήσει. Το δημιούργησε σαν τροφή και σαν ελπίδα να ζει.

Και από μέσα διέφευγαν οι λέξεις και της απηύθυνε, γιατί είχε βαρεθεί αυτή την άσκοπη ανταλλαγή δώρων που γεννήθηκε από την κενότητα.

Μέσω των λέξεων θα αποκατασταθεί η ομορφιά των ανθρώπων. Και θα τρέξει ο χρόνος για να γίνει το τοπίο απέραντο. Να απλωθεί μαζί του. Γιατί για κάθε καιρό που τελειώνει, υπάρχει τουλάχιστον ένας αφανής που περιμένει να ξεκινήσει και να ενωθεί.

ΜΙΑ μέρα ο θάνατος θα μείνει στον δρόμο και απ' τις ρωγμές της ασφάλτου θα φυτρώσει η ζωή. Θα καίει σαν πίσσα που το μαύρο της θα ανοίγει προς μια εκτυφλωτική λευκότητα. Και θα λούσει. Οι ψυχές θα γράψουν τις λέξεις που πρέπει για να συγκλίνουν οι άνθρωποι. Να έρθει ο ένας προς το μέρος του άλλου για να μείνει, μιλώντας. Τότε ο νους θα γίνει παιδί. Με δυο μεγάλα αθώα μάτια να κοιτάζει.

ΑΟΡΑΤΟΣ περνάει, χωρίς να κουτσαίνει και περιμένει τον νέο οικισμό που θα λούσει. Να αλλάξει η φορά της φωνής, να περάσει αυτός ο καιρός και να έρθει ο νέος. Από το τέλος σαν θάλασσα θα σκεπάσει τη γη και τους ανθρώπους, αλλά σαν πελώρια αγκαλιά. Σίγουρη αγκαλιά ενός μωρού. Και θα βγάλει ρίζες από κάτω ο κόσμος, να περπατά.

Στο μέρος που θα βλέπει μόνο ο ήλιος και ο νους θα είναι παιδί.

* Ρενέ Σαρ


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=208178