ΚΟΙΤΑΖΩ τη θάλασσα. Από ένα καφέ. Ποτέ δεν ήταν τόσο μπλε. Τόσο μεταχειρισμένη. Χιλιάδες σώματα πέρασαν από πάνω της και δεν ερωτεύτηκε κανέναν. Είναι λυπημένη, πολύ μπλε. Ολες οι θάλασσες είναι μπλε. Πολύ. Σαν τα τραγούδια του Ρόμπερτ Τζόνσον.
Αγνώριστη Σαντορίνη. Αγοραία. Χωρίς πούλιες. Εμεινε η καμινάδα ενός εργοστασίου ντομάτας. Η νύχτα που φώλιαζε πάντα πάνω απ' το νησί, τώρα κάνει βόλτα στην παραλία. Κάνει θαλάσσιο σκι, ηλιοθεραπεία στις ξαπλώστρες, 10 ευρώ. Πέντε μέρες μού φαίνονται λίγες. Αλλά και πολλές. Οταν φοβάσαι, η κλεψύδρα αδειάζει απότομα. Το αίμα κόβεται, τρέχει. Γίνεται κόκκινο καλαμάκι και βάφει τον φραπέ.
Η διαφορά ανάμεσα σ' έναν συναισθηματικό ελιγμό και στην έκφραση αυτού που πραγματικά νιώθεις είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια μουντζούρα κι ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ημουν πάντοτε η μουντζούρα, έλεγα πάντοτε αυτό που πραγματικά ένιωθα. Δεν θα μπω ποτέ στην Καλών Τεχνών.
ΠΑΝΩ στη μαύρη αμμουδιά του Περίβολου ένα ζευγάρι ανταλλάσσει ωκεάνιους όρκους, που σε λίγο θα παραβεί. Σκαλίζουν κι άλλο τη λέξη «σ' αγαπώ», κάνουν μπεστ σέλερ την αιωνιότητα. Ο Μπαμπινιώτης θα πρέπει να γράψει καινούριο λήμμα. Για να εκφραστούν χρησιμοποιούν λέξεις άλλων, χειρονομίες άλλων. Για να κερδίσουν κάτι ελάχιστο, χάνουν τον εαυτό τους.
Ενα ιστιοφόρο κόβει βόλτες στ' ανοιχτά, τα πανιά του μοιάζουν με νυφικό. Φαίνεται, η θάλασσα το αποφάσισε. Η Χιονάτη περπατάει πάνω της υπό το άγρυπνο βλέμμα των επτά νάνων, που παραμένουν ψυχροί, ασυγκίνητοι μπροστά στη λευκότητά της. Μια μαμά παίζει μ' ένα πιτσιρίκι στο κύμα. Το στριφογυρίζει, βζουουπ. Το κρατάει απ' τη μέση, για να του μάθει να κολυμπά. Η ίδια μαμά θα του δείξει αργότερα, καθώς μεγαλώνει, τον τρόπο να πνίγεται.
ΠΑΛΙΑ η οικογένεια γινόταν η βάρκα που θα σε έσωζε απ' το πνίξιμο. Τώρα το καράβι βουλιάζει. Δεν μπορεί. Τα νερά στο αμπάρι φτάνουν έως τα γόνατα. Οι δύο στρατοί που βρίσκονται στο κατάστρωμα το παλεύουν. Αδειάζει ο ένας το νερό στα μούτρα του άλλου. Το νερό, όμως, παραμένει μέσα. Το καράβι βυθίζεται. Και η Σαντορίνη βυθίστηκε κάποτε. Αυτή η νέα Σαντορίνη είναι καινούριο μοντέλο, παραμένει ακίνητη.
Πήγα στη Σαντορίνη χωρίς θεατές, χωρίς κάποιους που το βλέμμα τους να κατοχυρώνει αυτό που είμαι· με ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Μόνος. Ο Σταντάλ λέει ότι μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα με τη μοναξιά, εκτός από χαρακτήρα. Εχει δίκιο. Δεν υπάρχει κανείς να κρατήσει στοιχεία -έστω υποκειμενικά- για το οδοιπορικό σου.
Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από αλμυρά κομμάτια Σελήνης. Σαν κι αυτά του διάσημου άλμπουμ των Φλόιντ. Πρέπει να τα καταψύξω για να διατηρηθούν. Δεν μ' αγαπάω που σ' αγαπάω. Καθόλου.
Ο ΙΟΥΛΙΟΣ κάνει μια γενναία στροφή γύρω απ' τον εαυτό του, ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Υποκλίνεται, the game is over. Οι βαθμοί είναι τριάντα τρεις, η παραγωγή ακριβή. Οι κριτές παραμένουν αμήχανοι.
Το κοριτσάκι είπε θέλω να πάρω το φεγγάρι σπίτι μου και το έκρυψε με μια κίνηση κάτω απ' το φουστάνι της. Μπαλαμπαλαμπαλαμπαλα. Εξω άρχισε ξαφνικά να βρέχει.
Μα, γιατί δεν χειροκροτάει κανείς; Τόσο κακή ήταν η φετινή παράσταση;