Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

ΜΕΤΑ ΑΠ' ΟΛΑ ΑΥΤΑ


ΚΟΙΤΑΖΩ τη θάλασσα. Από ένα καφέ. Ποτέ δεν ήταν τόσο μπλε. Τόσο μεταχειρισμένη. Χιλιάδες σώματα πέρασαν από πάνω της και δεν ερωτεύτηκε κανέναν. Είναι λυπημένη, πολύ μπλε. Ολες οι θάλασσες είναι μπλε. Πολύ. Σαν τα τραγούδια του Ρόμπερτ Τζόνσον.

Αγνώριστη Σαντορίνη. Αγοραία. Χωρίς πούλιες. Εμεινε η καμινάδα ενός εργοστασίου ντομάτας. Η νύχτα που φώλιαζε πάντα πάνω απ' το νησί, τώρα κάνει βόλτα στην παραλία. Κάνει θαλάσσιο σκι, ηλιοθεραπεία στις ξαπλώστρες, 10 ευρώ. Πέντε μέρες μού φαίνονται λίγες. Αλλά και πολλές. Οταν φοβάσαι, η κλεψύδρα αδειάζει απότομα. Το αίμα κόβεται, τρέχει. Γίνεται κόκκινο καλαμάκι και βάφει τον φραπέ.

Η διαφορά ανάμεσα σ' έναν συναισθηματικό ελιγμό και στην έκφραση αυτού που πραγματικά νιώθεις είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια μουντζούρα κι ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ημουν πάντοτε η μουντζούρα, έλεγα πάντοτε αυτό που πραγματικά ένιωθα. Δεν θα μπω ποτέ στην Καλών Τεχνών.

ΠΑΝΩ στη μαύρη αμμουδιά του Περίβολου ένα ζευγάρι ανταλλάσσει ωκεάνιους όρκους, που σε λίγο θα παραβεί. Σκαλίζουν κι άλλο τη λέξη «σ' αγαπώ», κάνουν μπεστ σέλερ την αιωνιότητα. Ο Μπαμπινιώτης θα πρέπει να γράψει καινούριο λήμμα. Για να εκφραστούν χρησιμοποιούν λέξεις άλλων, χειρονομίες άλλων. Για να κερδίσουν κάτι ελάχιστο, χάνουν τον εαυτό τους.

Ενα ιστιοφόρο κόβει βόλτες στ' ανοιχτά, τα πανιά του μοιάζουν με νυφικό. Φαίνεται, η θάλασσα το αποφάσισε. Η Χιονάτη περπατάει πάνω της υπό το άγρυπνο βλέμμα των επτά νάνων, που παραμένουν ψυχροί, ασυγκίνητοι μπροστά στη λευκότητά της. Μια μαμά παίζει μ' ένα πιτσιρίκι στο κύμα. Το στριφογυρίζει, βζουουπ. Το κρατάει απ' τη μέση, για να του μάθει να κολυμπά. Η ίδια μαμά θα του δείξει αργότερα, καθώς μεγαλώνει, τον τρόπο να πνίγεται.

ΠΑΛΙΑ η οικογένεια γινόταν η βάρκα που θα σε έσωζε απ' το πνίξιμο. Τώρα το καράβι βουλιάζει. Δεν μπορεί. Τα νερά στο αμπάρι φτάνουν έως τα γόνατα. Οι δύο στρατοί που βρίσκονται στο κατάστρωμα το παλεύουν. Αδειάζει ο ένας το νερό στα μούτρα του άλλου. Το νερό, όμως, παραμένει μέσα. Το καράβι βυθίζεται. Και η Σαντορίνη βυθίστηκε κάποτε. Αυτή η νέα Σαντορίνη είναι καινούριο μοντέλο, παραμένει ακίνητη.

Πήγα στη Σαντορίνη χωρίς θεατές, χωρίς κάποιους που το βλέμμα τους να κατοχυρώνει αυτό που είμαι· με ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Μόνος. Ο Σταντάλ λέει ότι μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα με τη μοναξιά, εκτός από χαρακτήρα. Εχει δίκιο. Δεν υπάρχει κανείς να κρατήσει στοιχεία -έστω υποκειμενικά- για το οδοιπορικό σου.

Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από αλμυρά κομμάτια Σελήνης. Σαν κι αυτά του διάσημου άλμπουμ των Φλόιντ. Πρέπει να τα καταψύξω για να διατηρηθούν. Δεν μ' αγαπάω που σ' αγαπάω. Καθόλου.

Ο ΙΟΥΛΙΟΣ κάνει μια γενναία στροφή γύρω απ' τον εαυτό του, ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Υποκλίνεται, the game is over. Οι βαθμοί είναι τριάντα τρεις, η παραγωγή ακριβή. Οι κριτές παραμένουν αμήχανοι.

Το κοριτσάκι είπε θέλω να πάρω το φεγγάρι σπίτι μου και το έκρυψε με μια κίνηση κάτω απ' το φουστάνι της. Μπαλαμπαλαμπαλαμπαλα. Εξω άρχισε ξαφνικά να βρέχει.

Μα, γιατί δεν χειροκροτάει κανείς; Τόσο κακή ήταν η φετινή παράσταση;


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΑΘΗΝΑ


ΑΝΕΒΑΙΝΩ με τη μηχανή την Αλεξάνδρας, ηλεκτρονική επιγραφή: Χίλτον, οκτώ λεπτά.
Δεξιά, Εξάρχεια. Δεν έχει κίνηση, είναι αργά. Ολες οι νύχτες των ανθρώπων είναι αργά. Αν ήταν νωρίς, θα ξημέρωνε. Μέσα απ' το κράνος περνάνε οι εικόνες των κτηρίων όπως στα παλιά βιου μάστερ. Η ζωή πάντα δίπλα. Ποτέ εκεί. Μέσα. Ακριβώς. Μόνο δίπλα. Κοιτάζει απ' τις κουρτίνες με έξαψη.

Η πόλη κοιμάται πάνω σε παιδικά όνειρα που ανοίγουν για να μας καταπιούν. Πρώτη χάνεσαι εσύ - με τελετουργικό τρόπο. Ακολουθεί το πίσω μέρος της μηχανής, η σέλα, μετά εγώ. Μισός. Διακρίνεται ένα μετέωρο σώμα.

Η αίσθηση που έχω είναι ότι οδηγώ σ' ένα τούνελ γραμμένο κάτω απ' τη γη. Τυφλός αρχιτέκτονας. Κάποιος έχει μετακινήσει τις στροφές. Δεν υπάρχουν φανάρια, κράσπεδα, άδειες θέσεις πάρκινγκ. Εχουν αφαιρέσει τον έρωτα, κάνουν οικονομία στην ομορφιά. Αν κλείσω για ένα λεπτό τα μάτια μου, το φως θα τελειώσει. Θα βρεθώ στον αποχαιρετισμό των μουσικών. Στο τέλος του κονσέρτου.

ΒΡΕΧΕΙ. Σε αποσπάσματα νύχτας. Σαν να σε περιέχει αυτή η καλοκαιρινή βροχή, σαν να σε μετατρέπει σιγά σιγά σε χοντρές σταγόνες που σιδερώνονται πάνω μου. Εβρεχε απ' την αρχή, από την πρώτη μέρα, θυμάμαι, να σας φέρω κάτι; Οχι. Γνωριμία νερού. Ακαριαία. Ενός βιβλιοπωλείου. Ενός Νοέμβρη. Μιας πόλης υποβρύχιας, γεμάτης σεντόνια. Εκεί οι αγκαλιές ξεβάφουν, με συνοδεία βιολιού.

Μαύρο, ακανόνιστο φόρεμα, μεγάλα, στρογγυλά σκουλαρίκια. Κρίκοι. Υπάρχει κρασί; Μια ανεπανόρθωτη λύπη. Να την ανοίξουμε, έχει παλιώσει. Η Ακρόπολη φαίνεται από παντού. Σκεπάζει τον καιρό μας. Φοβίζει τα μάτια μας.

ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ. Τότε και τώρα. Ο Βοτανικός κήπος και η πύλη του Δρομοκαΐτειου Ιδρύματος δοκιμάζουν την αντοχή τους στον χρόνο. Σε μια γωνιά του ασύλου, ξαπλωμένος στην μπλε πολυθρόνα του, σκεπασμένος από άφατη μελαγχολία και με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό, ο Γεώργιος Βιζυηνός. Ψάχνει ακόμα τον χαμένο του έρωτα για τη δεκαεξάχρονη μαθήτριά του Μπετίνα: «Και από τότε που θρηνώ, το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου».

ΨΙΧΟΥΛΑ χρόνια. Δαπανημένα, μας περιβάλλουν. Σαν μνημεία, σαν καταυλισμοί των ετοιμοθάνατων. Αυτή η πόλη είναι ένα βαρύ άλλοθι. Ενα πλυντήριο εγκλημάτων. Κάθε μέρα αδειάζει τη θέση της στον κόσμο. Κάθε μέρα μικραίνει κι άλλο τη σελίδα τής ιστορίας της, λιγοστεύει τις λέξεις της πάνω στη γη. Πώς να υπερασπίσεις κάτι που έχεις σκοτώσει εσύ ο ίδιος;

Θα 'ταν καλύτερα να είχε επικρατήσει ο Ποσειδώνας. Να την έλεγαν Ποσειδωνία, θα είχαμε να πούμε πολλά για τη θάλασσα. Η σοφία έχει εγκαταλείψει αυτή την πόλη εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Εμειναν οι κουκουβάγιες και οι ελιές, ξεθωριασμένα σύμβολα. Θαμμένα στο χώμα.

ΞΕΡΩ πως θα σε συναντήσω ξανά. Σε μια πόλη που η νύχτα θα καίει σαν ήλιος. Ελληνικός. Πάρε την τρίαινα, θα κρατήσω τη θάλασσα. Να έχεις εξαντλήσει τα λύτρα του σκοταδιού. Να έχεις αδειάσει τις τσέπες σου απ' τις πέτρες.

Δύο Κεραμεικοί. Στη μέση το Θεμιστόκλειο τείχος. Θα το γκρεμίσουμε για να πιάνουν οι λέξεις περισσότερο χώρο.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=185797

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ



ΕΛΥΣΕ τον θάνατό του και σαν όλα να είχαν χαθεί, αλλά ξανάρχιζαν μ' ένα τέλος.
Τότε που δεν χωρούσε στα χέρια του και το δωμάτιο, μια στάση εμβρύου βρεγμένη διέσχιζε. Η κόκκινη θάλασσα. Κολυμπούσαν πάνω στα κόκαλά τους γυμνοί. Ενα βουβό φως αφαιρούσε κομμάτια τους με λεπίδα και τ' άφηνε. Δεν θα σταματήσει ποτέ αυτό το φως.
Πλησίασε κοντά. Από το στόμα της έβγαιναν αθόρυβα περιδέραια και είχαν ένα πορτοκαλί ξεβαμμένο χρώμα, σαν ηλιοβασίλεμα που τον έδενε σαν σκοινί και τον τραβούσε. Ο ύπνος είχε μπει στην ντουλάπα σε πλαστική διαταγή, αφού δεν χρειαζόταν. Γεμάτος ναφθαλίνες και φερμουάρ, περίμενε.

Εξω οι άνθρωποι με μάσκες αναπνοής είχαν φέρει έναν κλοιό το σπίτι, που άλλαζε συνεχώς διαστάσεις για να τους μπερδεύει. Μέσα, τυλιγμένοι με αβάσταχτο πένθος, τα μάτια τους έσταζαν στο ξύλινο πάτωμα, πολεμούσαν.

ΥΠΗΡΧΕ ένας άδειος χώρος για τους χαμένους εαυτούς. Σε κάθε σπίτι υπάρχει ένας άδειος χώρος για να μπορεί από κει να εισβάλλει η γνώση. Η υποδοχή της θα ήταν τρομαχτική. Διπλώθηκαν πάνω στις επικεφαλίδες τους· «ο πόνος ήταν οξύς και διαπεραστικός, σαν να έμπαινε μέσα τους ένα τρένο σφυρίζοντας. Είχαν υπάρξει εκεί με όλες τις ιδιότητες που μπορεί η ανθρώπινη ύπαρξη να επικαλεστεί, αλλά ο φόβος της ένωσης ήταν πιο δυνατός.

Συνέβη συγκλονισμένος να δει το έβδομο πρόσωπο του θανάτου πάνω στις κουρτίνες του υπνοδωματίου τυλιγμένο με γάζες παλιάς τέχνης. Ενα μεγαλειώδες κενό, όπως η πτώση, που οι ψυχές ανατέλλουν αγκαλιασμένες σ' ένα ποτέ.

ΕΚΑΤΕΒΗ το τέλος και συμπλήρωσε την κενή θέση ανάμεσά τους. Το πήραν αγκαλιά και άρχισαν όρθιοι να χαϊδεύουν με έναν οίστρο, και ξαφνικά από τα ξέφτια των χαδιών γεννήθηκε ένα άλλο τέλος, σαν οριστικό, και έρημα τα σώματα έφυγαν προς τα πάνω.

Θα ήθελε να κρατήσει αυτή την ανάποδη πτώση που ανέβαινε. Ολο ανέβαινε, σαν απροστάτευτη φωτογραφία στα μάτια του. Θα ήθελε να καούν και ο αέρας που έλειπε φωτιά σιγοκαίγοντας. Το καλώδιο μύριζε λάδι. Ακουσε το πολύτιμο κλάμα της να της σκίζει την κοιλιά και από μέσα έβγαιναν αγορασμένοι πεζοναύτες και περικύκλωσαν τη λεκάνη που ένωνε τους δύο μηρούς και έλεγαν όχι άλλο εδώ.

Η επιδερμίδα, ένας δαιμονισμένος άγγελος φούσκωνε ώς τα απάτητα και άντεχε και ανατρίχιαζε που αισθανόταν το όριό της. Ζούμε το όριό μας, είπε.
Το όριο του ανθρώπου είναι το όριο της πτώσης του. Από εκεί βγαίνουν αόρατοι οι δολοφόνοι με ασπρόμαυρα πρόσωπα και σηκωμένους γιακάδες. Από κει, από το αδιαπέραστο αυτό βάθος εγεννήθη η έρημος των ανθρώπων.

Ακούμπησαν κάθε γυαλιστερό τους όργανο συναντώντας τη νέα αναπνοή. Εσβησαν τα χνότα τους κάποτε. Από μέσα. Ηρέμησαν, και σαν σκουριασμένα έσπασαν τη λύπη στα δύο.
Εμειναν δύο πεθαμένα μέρη, το μέρος που δεν ήταν αυτή σε αυτόν και το μέρος που δεν ήταν αυτός σε αυτήν.

Μια χωρισμένη γη που όλο ούρλιαζε για την ένωση, μεταμορφώθηκε σε καμένη.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΔΥΟ Η ΤΡΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΞΕΡΩ ΓΙ ΑΥΤΗΝ

ΕΧΩ έναν κατεδαφισμένο ναό ανάμεσα στα δόντια μου: η μνήμη της γλώσσας.
Τα φιλιά. Σπασμένα μάρμαρα. Μουντζουρωμένα. Κάρβουνο ζωγραφικής. Ο χρόνος σιγά σιγά τα μαυρίζει. Το μισό μου πρόσωπο είναι από χαστούκια. Το άλλο μισό περιμένει αυτό που δεν θα ξεκινήσει ποτέ ξανά.
Καλημέρα σας. Κοιτάζω για τους άλλους που απευθύνεται το σας -είμαι μόνον εγώ. Χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό λες και είναι το ποίημα της Δημουλά. Δεν είναι. Δεν μπορείς εύκολα να δικαιολογήσεις τέτοια απόσταση. Η απόσταση εξαρτάται από τη στάση. Ζωής. Που δεν είναι γεμάτη προσωπικές διαψεύσεις.

ΦΩΤΙΣΜΟΣ χαμηλός. Της ησυχίας. Της ανυπεράσπιστης σιωπής. Στο άγγιγμα των ματιών, μένεις. Είδα μπροστά μου το δέρμα της να ανατέλλει. Να μεγαλώνει μέχρι το δωμάτιο. Υστερα να μην μπορεί να αντέξει την εξέλιξή του. Ενιωθε απ' την έναρξη την ανάγκη της λήξης. Το τελευταίο σφύριγμα δεν βρίσκεται απαραίτητα στο τέλος. Η αρχή είναι εκείνη που καθορίζει τη σημασία των πραγμάτων. Η αλήθεια της αρχής. Το τέλος απλώς την επιβεβαιώνει.

Κι όμως. Θα τη γεννούσα. Νύχτες ολόκληρες ζέσταινα το έμβρυο, περνούσαν μέσα μου οι επιθυμίες του. Αυτή όμως κατάφερε να μη γεννηθεί. Φοβόταν το ουσιαστικό. Και έγινε ρήμα. Ερώτηση. Αγωνία για την οριστική κατάληξη. Ε-ρωτας. Θα μου κάνεις κακό;

ΣΤΟ «Αρσενικό-θηλυκό» ο Γκοντάρ ξεσπάει: Οι ιδέες που δεν είναι τίποτε, είναι υπεύθυνες για τα πάντα, ενώ τα συναισθήματα που είναι τα πάντα, δεν είναι υπεύθυνα για τίποτε. Κρίμα. Πολύ. Στα συναισθήματα, έκπτωτη. Αυτό το βασίλειο δεν της ανήκε ποτέ. Αδειος θρόνος. Αδειος. Ρόλος. Για να παίξεις την Μπλανς Ντιμπουά πρέπει να είσαι η Βίβιαν Λι. Ή τουλάχιστον η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Κρύψου.

Πάνω στο κομοδίνο, ένα μπουκάλι. Γεμάτο μισό νερό. Εκανα πρόσθεση, φοβόταν το ένα. Ετρεμε. Και διαιρούσε. Το πηλίκο το κάρφωνε στο παρκέ για να μπορεί να το πατά. Οσες σταγόνες κατάφερα να κλέψω τις κατάπια. Για να θυμάμαι να μη διαιρώ. Η απραξία σκοτώνει τη δυνατότητα. Αποκλείει εκείνο που θέλει να είναι παρόν.

ΠΩΣ μπορείς να είσαι παρών αν το παρελθόν σε τρομάζει; Πώς φτάνεις όταν συνέχεια απομακρύνεσαι; Κάθε στιγμή της ζωής μας είμαστε αυτό που είμαστε λόγω αυτού που έχουμε υπάρξει. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος καθορισμού της ταυτότητάς μας είναι αποτυχημένος. Σαράντα δύο τοις εκατό ποσοστό αποτυχίας. Σαράντα δύο ετών. Κρυμμένων. Φοράει μαύρα. Κρύψου.

Με τον χρόνο μαθαίνεις πόσο έχει συμβάλει ο άλλος, πόσο μετράει η απουσία του για να γίνεις αυτό που είσαι. Μαθαίνεις να αγαπάς την προδοσία του ανθρώπου που σε καθόρισε. Το παρελθόν σού δείχνει τον τρόπο. Αλλωστε, μας προδίδει μόνον αυτός που μας αγαπά πραγματικά;

ΣΤΗΝ Ακαδημίας, έξω από το πολιτιστικό κέντρο του δήμου, πάνω στον μαρμάρινο θρόνο του, ο Παλαμάς με κοιτάζει απελπισμένος. Ο αγκώνας του αριστερού του χεριού είναι ακουμπισμένος στο γόνατο, στηρίζει με την παλάμη του το κεφάλι. Μοιάζει με άγαλμα του εαυτού του. Σε όλες τις γυναίκες της ζωής του αναζητούσε μια Μαρία. Τη δική του Μαρία.
Του έμεινε η «Ασάλευτη ζωή». Θέλω να φύγετε όλοι απ' τον κόσμο και να μείνω μόνος μου, μου λέει.

Τα πράγματα δεν είναι πια παρά αυτά που είναι. Εχουν αφύσικα φανερωθεί. Ολα.

ΥΓ.: Ο τίτλος της σημερινής νύχτας είναι από την ομώνυμη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=181072

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


ΜΙΛΑΕΙ στον πληθυντικό. Υστερα από τέτοιους ενικούς των ματιών. Της ψυχής, των κορμιών. Υστερα από τέτοιο ξεγύμνωμα ζωής, ένα παλτό. Του Γκόγκολ. Θα πάρετε κάτι; Το αριστερό χέρι ελαφρά λυγισμένο πίσω απ' την πλάτη, χορογραφία επιμελώς δουλεμένη. Πιστοποιημένη ευγένεια. Με τίτλο σπουδών. Τα δάκτυλα είναι σφιγμένα σε μπουνιά. Μικρά δάκτυλα· σαν παιδικές μελωδίες. Το γλυπτό του αγκώνα πανίσχυρο. Τι μπίρα;
Αν αφαιρέσεις τα μαλλιά, το πρόσωπο θυμίζει μάσκα. Αρχαία. Μια ηρωίδα του Αισχύλου σε κατ' οίκον περιορισμό. Δεν με γνωρίζει. Θέλετε τοστ; Οχι. Εσένα ήθελα. Εχω ταλέντο στις τραγωδίες. Θυμάσαι;

Καθώς απομακρύνεται, σηκώνεται λίγο κύμα. Η μια πλευρά της χοροπηδάει, η άλλη πλέει. Μισός κύκνος, μισός βάτραχος. Μπορώ να μιλήσω και στη γλώσσα της: βρεκεκέξ κουάξ κουάξ. Στο μαγαζί μπαίνει η θάλασσα. Των θαυμάτων που δεν συντελέστηκαν. Διακινδυνεύω την αρτιμέλειά μου περιμένοντας να μεταμορφωθεί. Αδικα. Η σύνταξη στην αγάπη ήταν πάντα αναπηρική.

ΣΤΗ ταινία του Βέντερς, όταν οι επιζήσαντες αγκαλιάζονται, τους πυροβολούν. Ο φακός μιας σούπερ οκτώ κάνει ζουμ, προσπαθεί να κινηματογραφήσει τον θάνατο. Είμαι κατηγορηματικά εναντίον του, δήλωσε ο Γούντι Αλεν. Το κακό είναι ότι αυτός είναι φανατικά υπέρ μας. Κυνηγάει κάθε μας βήμα, κρύβεται πίσω από κάθε μας φιλί. Ο έρωτας δεν είναι το αντίθετο του θανάτου. Είναι όμως το συνώνυμο της ομορφιάς. Οταν την παίρνουμε στα γόνατά μας, χοροπηδάει.

Πώς σκοτώνει κανείς τον θάνατο; Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Ξέρω όμως πώς τον δημιουργεί: Εύχομαι κάθε επιτυχία. Νεράκι;

ΕΙΝΑΙ αόρατο το νήμα που δένει τις ζωές των ανθρώπων. Απροσδιόριστο. Τις κρατάει μαζί για όσο καιρό πιστεύει ότι αξίζουν. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Μετά όμως, κάτι υπάρχει να μένει. Αυτό που τάχτηκε απ' τον χρόνο να παίξει την κορυφαία σκηνή. Αυτό που θα συνεχίσει να αναπνέει κάτω απ' τα τελευταία ερείπια. Εκεί που σμίγουν οι καιροί. Δεν το άφησε. Το ψαλίδισε στα γυρίσματα. Ληστεία της μνήμης. Κλοπή.

Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Το έργο ήμουν εγώ. Τα γεγονότα συνέβησαν. Εξακολουθούν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδείξουν ότι πράγματι υπήρξαν.

ΤΟ καφέ είναι σχεδόν γεμάτο, ανάμεσα στα τραπέζια ελίσσονται οι κροκόδειλοι. Απ' τα τεράστια στόματά τους στάζουν όλες οι σαλιωμένες σοφίες της Γης. Συζητά, συμμετέχει, αστειεύεται. Κινείται: σαν να πετά. Θεσπίζει τη θλίψη. Ο δίσκος στο χέρι της κάνει το δικό του παιχνίδι. Πέφτει. Με συγχωρείτε. Η ζωή έχει άλλη εντύπωση.

Από το όνομά της λείπουν γράμματα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το ένα άλφα το κρατάω εγώ. Το πρώτο του αλφαβήτου. Το άλλο εκείνη. Αυτό του τέλους, της γραμματικής κατάληξης.

Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δημιουργώ άλλη, παράπλευρη. Εγώ: ένας ένοχος αθωότητας. Αυτή: κάποια που δεν ήθελε να είναι. Μια βασίλισσα χωρίς θρόνο. Φοράει μαύρα. Τα δικά μου μαύρα είναι πιο μαύρα. Με το πένθος δεν παίζει κανείς.

Θα προτιμούσα να σας αγκαλιάσω. Πληθυντικός αριθμός. Να ζήσουμε στο μέλλον. Θέλετε κάτι ακόμα; Οχι. Δεν έχω άλλο στήθος.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ: ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ



Σταύρος Σταυρόπουλος: Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια, εκδόσεις Απόπειρα, σ. 133

Κάθε ποιητής θα ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ακόμα κι ο Σεφέρης ονομάτισε μια συλλογή του μυθιστόρημα. Κάθε συγγραφέας γράφει πάντα το ίδιο βιβλίο. Η διαδικασία της γραφής είναι πάντα ένα «έργο εν εξελίξει», αφού ποτέ δεν φτάνουμε το τέλειο, ούτε το αγγίζουμε καν. Κι αν το προσεγγίσουμε ή θα αυτοκαταστραφούμε ή θα σταματήσουμε να γράφουμε ή και τα δύο μαζί. Το ίδιο ισχύει – εξ όσων γνωρίζω – και στις άλλες τέχνες. Η Μαρία Κάλλας σταμάτησε να τραγουδάει, έπεσε σε βαθιά θλίψη και πέθανε πριν την ώρα της, ακριβώς επειδή έγινε η μυθική, η ανεπανάληπτη «θεϊκή» Μαρία.

Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις έπιασα να διαβάσω το καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, που τον παρακολουθώ χρόνια να αναπτύσσει και να εξελίσσει αυτή την ιδιότυπη ποιητική πρόζα με το απολύτως αναγνωρίσιμο ύφος. Φράσεις κοφτές σαν μαχαιριές, που συναγωνίζονται τα διαφημιστικά σλόγκαν σε συμπύκνωση, περιεκτικότητα και αποτελεσματικότητα. Λογοτεχνικές εκρήξεις, λεξιλαγνεία, ρητορικές ερωτήσεις υποψιασμένης αθωότητας, ασφαλής παιδικότητα, ανερχόμενος πεσσιμισμός, ενεργητική μελαγχολία, πεισματική θλίψη, σωτήρια εμμονή στο έρωτα, στην αγάπη, στην απουσία του ερωτικού σώματος, ή στην παρουσία του που είναι χειρότερη κι από θάνατο, αναπόληση του μέλλοντος (αν γίνεται κατανοητό αυτό το οξύμωρο – δεν ξέρω)…

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος βιώνει πάντα την ίδια υπαρξιακή αγωνία, γηράσκει αεί απογοητευόμενος, μετράει το χρόνο που κυλάει μέσα στην κλεψύδρα αναπόδραστα, απελπίζεται και καταφεύγει στο λιμανάκι της παιδικής ηλικίας που πόρρω απέχει από τον Παράδεισο ή άλλες ειδυλλιακές καταστάσεις, χτυπιέται σαν νυχτερίδα στο κλουβί της μοναξιάς, κατακτάει μια στυγνή αυτογνωσία μέσα από την στυγερή αποκαθήλωση του «εγώ», αναζητεί το «έτερον», και θρηνεί από πριν το βέβαιο φευγιό του, δεν περιμένει τίποτα και δεν ελπίζει τίποτα - σαν ήρωας του θεάτρου του παραλόγου, βουλιάζει στο κενό των λέξεων που απογυμνώνονται διαρκώς από τα νοήματά τους, και βιώνει έναν εγκεφαλικό θάνατο εν πλήρει συνειδήσει αυτοκτονώντας με κάθε καινούργια γραμμή που συντάσσει για να αναστηθεί με μια πιρουέτα χορευτή που σηκώνεται για το χειροκρότημα.
Η απαισιοδοξία του γίνεται κινητήριος δύναμη για το ταξίδι στο πέλαγος των λέξεων. Η επαφή με τους άλλους είναι το πρόσχημα, όμως όπως είπε ο Καβάφης στην «Ιθάκη» του, το ταξίδι είναι αυτοσκοπός και η ηδονή η μόνη αμοιβή του περιπλανώμενου.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος έχει καταφύγει σε έναν ιδιότυπο πληθωρικό μινιμαλισμό (ας μου συχωρεθεί και πάλι το οξύμωρο σχήμα, αλλά μέσω των αντιθέτων επέρχεται η τρισδιάστατη «πλαστική» απεικόνιση ενός θέματος). Το ύφος του είναι αναγνωρίσιμο, μακριά από τον εξεζητημένο διανοουμενισμό, τον εκλεκτισμό και τον αισθητισμό πολλών συγχρόνων του ποιητών και στιχοπλόκων.

Η ζωγραφική τέχνη λειτουργεί ως μεταφορά της ερωτικής πράξης. Ευδιάκριτος συμβολισμός και ευλογοφανής αλληγορία. Ενδιαφέρουσες σουρεαλιστικές πινελιές, όπως το πρωτότυπο ουροβόρο ψάρι που αιμορραγεί μωβ χρώμα (σελ. 74), αιώνια παιδικότητα και κάποιος διδακτισμός, συγγραφικός ναρκισσισμός. Η ομιλούσα φωνή αναζητεί αντανακλάσεις της εικόνας της στα μάτια των άλλων. Ο έρωτας είναι ένα πρόσχημα. Το μυθιστόρημα ανέφικτο. Γιατί δεν γίνεται μυθιστόρημα με ένα μόνο πρόσωπο, χωρίς τους «άλλους», εκείνους που θα δώσουν βάθος στον πίνακα και θα τον ζωντανέψουν με τα γέλια και τις χαρές τους, τα μίση, τα πάθη, και τους έρωτές τους.

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος ξέρει να γράφει. Ξέρει και να προβάλλει το έργο του διατρανώνοντας τα αισθήματά του. Αν έπρεπε να βρω έναν υπότιτλο σε αυτό το κείμενο θα έλεγα: «ερωτολογίας εγκώμιον». Περιμένω να δω πού θα τον οδηγήσει η εξελικτική συγγραφική του κλίμακα. Σε ένα μυθιστόρημα, ίσως.

Κωνσταντίνος Μπούρας, περιοδ. INDEX, Ιούνιος 2010
http://www.konstantinosbouras.gr/

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
http://indexonline.gr/site/html/books/titles/isbn960-537-114-6.csp?SSOID=2d393d18-5eea-4ea6-8a20-206cc4451da5

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ


Ο Γιάννης Μπασκόζος γράφει στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού "ΔΙΑΒΑΖΩ" για το Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ:

Υβριδικό λογοτεχνικό πόνημα. Ο Σ.Σ. θα το ήθελε μυθιστόρημα, όμως ο ποιητικός του λόγος τον προδίδει. Σε 111 σελίδες, μικρά κομμάτια ποιητικής πρόζας εξιστορούν έναν έρωτα μέσα στον έρωτα. Έναν έρωτα στο πριν και το μετά. Έναν έρωτα που αναστοχάζεται και διακινδυνεύει, επιτίθεται, υποχωρεί, συνδιαλέγεται, αποχωρεί.
Ο Σταυρόπουλος αφήνει τον πολύ ροκ εαυτό του, όπως τον γνωρίσαμε στα προηγούμενα βιβλία του και εγκύπτει στο μυστήριο του έρωτα και της ερωτικής σχέσης. Στην ουσία εγκύπτει στις λέξεις, στη σχέση τους, στη συνάφεια εννοιών και λέξεων, νοήματος και ουσίας.
Τα κείμενά του, μικρά σαν ποιήματα, ευθύβολα σαν αποφθέγματα, συνδέονται μεταξύ τους αλλά και όχι. Διαβάζεται το καθένα ξεχωριστά, από το τέλος προς την αρχή, αλλά και ανάκατα, σκόρπια.
Είναι ένα μυθιστόρημα που μπορείς να (ανα)συνθέσεις μόνος σου με μοναδικό οδηγό τον ποιητικό λόγο του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΣΙΩΠΗΣ


Κάποιος ευγενής βιντεοσκόπησε την βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου μου ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ στον "Ιανό" στις 8-1-2010 και ανέβασε τα ποιήματα μου - που μελοποίησε επί σκηνής ο Θάνος Ανεστόπουλος - στο You Tube.

Τον ευχαριστώ θερμά.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

http://www.youtube.com/watch?v=10MxVJncmC0 ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ

http://www.youtube.com/watch?v=CtYrsNbLPqM&feature=related ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ

http://www.youtube.com/watch?v=zhad0W68hJA&feature=related
ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ

http://www.youtube.com/watch?v=ygDIYENe1cs&feature=related
ΛΙΓΗ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ


http://www.youtube.com/watch?v=nsRS_wdnBag&playnext=1&list=PLE5092F60E7F84F8D&index=48 ΚΥΡΙΑΚΗ (14-9-2008)

ΚΑΙ ΕΔΩ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ

http://www.youtube.com/watch?v=yM_swuVh0KU