Με έχει συγκλονίσει η συλλογή χρονογραφημάτων του Σταύρου Σταυρόπουλου. Με έχει σαγηνεύσει. Πρώτα για την ανατριχιαστική της αλήθεια, και ύστερα για την ανατριχιαστική της ευαισθησία. Νόμιζα ότι, ο πιο τρυφερός Έλληνας δημοσιογράφος είναι ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Από χθες, άλλαξα άποψη. Βέβαια, για να βάλω και ειρμό στις σκέψεις μου, τυχαία έπεσα επάνω στο Σταύρο Σταυρόπουλο. Το μάτι μου, σαν αγκίστρι, κάρφωσε τα κείμενά του στο ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, της αθηναϊκής ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, κι έμεινε εκεί. Μα πώς θα μπορούσε να δραπετεύσει; Μα πώς θα μπορούσε ένα αγκίστρι να προδώσει τα λάφυρά του, τη λαχταριστή του ψαριά;
Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι η γραφή του Σταυρόπουλου είναι μοναδική - one of a kind. Πανέμορφες λέξεις, αιχμηρές φράσεις, παρομοιώσεις που κόβουν την ανάσα, απόψεις βουτηγμένες στη γλύκα και στην πίκρα της ζωής.
Και, πείτε μου, τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν; Εγώ πιστεύω, παρά την πιθανότητα να πέφτω έξω, ότι οι λέξεις αποκτούν γένια, μπαρκάρουν για τα ξένα, ή για τον Κορυδαλλό, αφουγκράζονται τον ασθενικό σφυγμό του αλλοδαπού, παίρνουν από το χέρι τη μάνα που πρόκειται να γεννήσει το παιδί της στο ιατρείο ενός τσαρλατάνου, ακούνε, στα κρυφά, τη Νένα Βενετσάνου, να τραγουδάει το Μαγισσάκι, ή τον Διονυσίου να ψέλνει Βρέχει φωτιά στη στράτα μου, τέλος πάντων, ενηλικιώνονται, συχνάζουν σε καφετέριες και σε μπαράκια, αναζητούν ταίρι, ορέγονται μέχρι τρέλας τη δίμετρη από την Ουκρανία που σερβίρει, με καυλωτικό στυλ, ποτά, κουρνιάζουν σε αγκαλιές που μοσχομυρίζουν κανέλα και αθωότητα.
Το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου απευθύνεται σε εκλεπτυσμένο αναγνωστικό κοινό. Σε ανθρώπους που, ενώ αντιλαμβάνονται τη ματαιότητα της ύπαρξης, γνωρίζουν, έστω και περιστασιακά, να αρπάζουν τις αγωνίες από τα κέρατα και να τις μεταμορφώνουν σε στιχάκια, σε νότες, σε μάγουλα παιδιών, σε χείλη κοριτσιών, σε παραδείσιες ρυτίδες γερόντων, σε πράσινες ανταύγειες στο δάσος με τις λεύκες, σε σπινθήρες που ανάβουν, ξαφνικά, στο κέντρο του χάους, σε πεταλουδίτσες που ζαλίζονται με το φως των λαμπτήρων. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά κατά πόσον τα εκπληκτικά χρονογραφήματα του Σταυρόπουλου αποπνέουν αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, αλλά, στο λόγο της τιμής μου, δεν μπορώ ούτε να ξεχωρίσω την αισιοδοξία από την απαισιοδοξία. Υποθέτω μάλιστα, με λίγη δόση τόλμης, ότι, η εντιμότερη αισιοδοξία είναι η απαισιοδοξία.
Ωστόσο, κυνηγώ, σαν αδέσποτο σκυλί, και το κόκαλο που μου αναλογεί, δεν θέλω να πεθάνω πριν από την ώρα μου, μου έρχεται, ενίοτε, η επιθυμία να σκαρφαλώσω στο Έβερεστ. Ή τουλάχιστον στον μαντρότοιχο της γειτονιάς μου.
Όταν ήμουν μικρός, γράφει ο συγγραφέας στο συγκλονιστικό προλογικό του σημείωμα, ήμουν λιγόφαγος. Η μητέρα μου με κυνηγούσε να φάω. Κάθε πρωί μου ετοίμαζε ένα σάντουιτς να το πάρω μαζί μου για κολατσιό. Δεν το έτρωγα ποτέ. Σε ένα μεγάλο ντουλάπι πίσω απ' το θρανίο μου αποθήκευα σχολαστικά όλες εκείνες τις βιταμίνες που δεν κατέληγαν στο στομάχι μου. Ήταν ένα βουνό από αχρησιμοποίητα γεύματα, έμοιαζε με το μέλλον μου: όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το αποφύγω. Μια μέρα, η δασκάλα με ανακάλυψε. Τα σάντουιτς είχαν σαπίσει, η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη, όλη η τάξη κρατούσε τη μύτη της. Στο διάλειμμα τα έβγαλε όλα και τα άπλωσε στο θρανίο μου: Ορίστε τα χάλια σου, μου είπε. Μήπως θα ήθελες να τους ρίξεις μια τελευταία ματιά; Τα κείμενα αυτά θυμίζουν εκείνα τα σάντουιτς του σχολείου - είναι, κατά ένα τρόπο, τα χάλια μου. Οι ζαβολιές που μ' αρέσουν. Στο ρόλο της μητέρας μου είμαι πλέον εγώ. Εγώ πρέπει να φροντίζω για το φαγητό μου - άσε που πρέπει να το τρώω κιόλας.
Κείμενα, λοιπόν, σαν αφάγωτα σάντουιτς. Αλλά πεντανόστιμα, να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Εικόνες που σπαρταρούν δίπλα μας, που μας χτυπάνε σαν ακρογιάλια, που ακολουθούν τα βήματά μας, που ξελαρυγγίζονται μέσα στα αυτιά μας και εμείς, χιμαιρικοί στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της βρώμας που λέγεται ζωή, δεν τους δίνουμε σημασία. Κι όμως, είναι οι μόνες εικόνες στις οποίες οφείλουμε να δίνουμε σημασία. Το γατάκι που γρατζουνίζει τα σκουπίδια, ο ήλιος που φιλάει το χώμα, η θάλασσα που τραγουδά τους καημούς της, ο σριλανκέζος που, αργά το βράδυ, θα διαρρήξει το περίπτερο για την πολυπόθητη κονσέρβα, η πουτάνα που ανοίγει τα σκέλια και ανέχεται τις αξιώσεις του πελάτη, κι ας θέλει, στην πραγματικότητα, να τον φτύσει, ο πολιτικός που βυθίζεται στη λάσπη των ψευδών του, η μάνα που ετοιμάζει το σάντουιτς στο παιδί της και, μετά, το φιλά στη χωρίστρα - κατευόδιο που δεν λέει να αλλάξει σχήμα.
Τι γίνονται, λοιπόν, οι λέξεις όταν μεγαλώσουν; Θα βρείτε την απάντηση σε αυτή την ανθρώπινη γεωγραφία, σε αυτό τον συναισθηματικό ποταμό του Σταύρου Σταυρόπουλου. Μπορεί, όμως, και να μην τη βρείτε. Μπορεί, όπως αναφέρει και ο ίδιος κάπου, να χάσετε. Σιγά τα αυγά! Ο χαμένος, σύμφωνα με το συγγραφέα, τα κερδίζει όλα! Και ποιος άραγε θα διαφωνούσε μαζί του;
Διαβάστε το, και τα ξαναλέμε...
Ανδρέας Κούνιος, Εφ. Αλήθεια (Κύπρος), 21.8.2009
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΑΛΗΘΕΙΑ"