Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

ΠΑΓΩΤΟ ΞΥΛΑΚΙ



ΚΑΜΙΑ φορά ξεχνάω ότι δεν είμαι παιδί. Μ' αρέσει να περπατάω ξυπόλυτος κι όταν σπάσει κάνα ποτήρι, κρύβομαι κάτω απ' το τραπέζι να μη με βρουν. Τα πόδια μου είναι γεμάτα γυαλιά. Εχουν πια ενσωματωθεί με τα νεύρα. Βλέπω τον τοίχο και θέλω να τον ζωγραφίσω. Οι περισσότεροι τοίχοι είναι μουντοί, όπως οι καρδιές των ανθρώπων. Συχνά απορώ. Κάτι παλ χρώματα που ξεγελούν την έλλειψη φαντασίας. Μέσα τους ελλοχεύει το μαύρο.

Μεγαλώνοντας, το μόνο που σε νοιάζει είναι να γίνεις απαραίτητος. Πώς θα μπορέσεις να μεταμφιεστείς από ενοικιαστή σε ιδιοκτήτη. Το να κατέχεις, θεωρείται ασφαλέστερο προσόν από το να αισθάνεσαι. Τα παιδιά αισθάνονται μόνο. Οι μεγάλοι αποσκοπούν. Κυνηγούν το ύπατο αξίωμα. Οταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παιδί. Να κοιτάζω τη θάλασσα.

Στο νησί οι νύχτες είναι γλυκές, το καλοκαίρι αιώνιο, τα κοστούμια περιττά. Δυο - τρία βλέμματα έχουν ενδιαφέρον. Κάνει μια δροσιά που σε ξεβγάζει. Μπερδεμένοι ήχοι από κύματα και από κρυμμένες επιθυμίες φτάνουν στ' αυτιά μου. Μουσικές φυλαγμένες σε δέκα τετραγωνικά. Οι μεταμφιέσεις δεν κρατούν και πολύ. Ξεθυμαίνουν, η ερωτική κορύφωση είναι σαν τον κινηματογράφο. Βασίζεται σε ένα λάθος του ματιού. Οσο περισσότερο κοιτάς τόσο λιγότερο διακρίνεις. Μετά, βλέπεις όλες τις παραλίες με στοιβαγμένα ρούχα. Οι ηθοποιοί έχουν φύγει. Ηρθαν για να μαυρίσουν σωστά και μετά έφυγαν. Αύριο θα έρθουν οι καινούριοι καταπατητές. Οι νέοι ιδιοκτήτες. Η παράσταση θα συνεχιστεί. Η εμμονή με την ομορφιά είναι μια ανίκανη να ωριμάσει επιθυμία.

Ο Ιούλιος ετοιμάζεται να μας γυρίσει την πλάτη· όπως τόσοι και τόσοι. Παραδίδει τις αποσκευές του προς φύλαξη. Ακόμη ένας μήνας προδότης εγγράφεται σε όσα μας εγκατέλειψαν. Αλλος ένας μήνας μωρό που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Οι μητέρες τον σέρνουν στο καροτσάκι του, τελευταία βόλτα στην προκυμαία. Η κουδουνίστρα του είναι σπασμένη.

Οταν είσαι μικρός, πιστεύεις στους μεγάλους. Στον Θεό, στην οικογένεια, στη μεγαλοαστική τάξη. Οι ηθοποιοί είναι είδωλα. Ο κινηματογράφος, μαγεία. Τα καλοκαίρια, μακριά. Η αγκαλιά, καταφύγιο. Μαζεύεις σε αυτοκόλλητα από παγωτό ξυλάκι τις εικόνες της ζωής σου. Αλλά δεν μπορείς να διαλάξεις ανάμεσα σε δύο όμοια πράγματα: Τον Ιούλιο που φεύγει. Ή τον Αύγουστο που έρχεται.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΛΛΑ ΘΑ ΦΟΡΑ ΚΟΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΟΝΑΚΙΑ


ΟΤΑΝ μπήκα στο Κύτταρο, το «Father of night» απ' την εκτέλεση των Manfred Mann με πήρε αμέσως απ' τα μούτρα. Τι κάνεις εδώ, μου λέει. Πώς γίνεται να ενηλικιώνεσαι προς τα πίσω; Του έδειξα την ταυτότητά μου από το «Μουσικό Εξπρές» και πέρασα. Το βλέμμα μου αναζήτησε ασυναίσθητα την Καίτη ανάμεσα σε καμιά εκατοστή σώματα που βρίσκονταν εκεί για τη συναυλία. Υστερα από τριάντα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, η Καίτη τώρα θα είχε τρία παιδιά, το ένα θα σπούδαζε γιατρός στη Ρουμανία, το στήθος της θα είχε κρεμάσει, θα έβαφε τις ρίζες των μαλλιών της στο κομμωτήριο, θα προτιμούσε σαφώς τις ασφάλειες αυτοκινήτων απ' τις περιπτύξεις.

Κοίταξα απογοητευμένος, τα ρούχα μου παρέμεναν μαύρα. Ημουν ξανά δεκάξι χρονώ. Ηταν σκοτάδι. Η ανάγκη μου να καπνίσω, έφερε το χέρι μου στη μέσα τσέπη του μπουφάν. Ημουν σίγουρος ότι το πακέτο εκεί ήταν Rex μαλακό, το τσιγάρο όμως που εμφανίστηκε στα δάχτυλά μου έγραφε Peter Stuyvesant και είχε μια μπλε γραμμή από κάτω. Το άναψα. Ενιωθα κάπως περίεργα, σαν να είχα πέσει σ' ένα πηγάδι και είχα κατεβεί τριάντα χρόνια κάτω. Συμφωνήσαμε στον πρωθυπουργό, Καραμανλής ήταν τότε που αγόρασα το Argus απ' την Ηφαίστου, Καραμανλής και τώρα. Είχα πάρει το πρώτο ενθαρρυντικό μήνυμα ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο άσχημα. Πήγαιναν;

Με το που γέμισαν οι πρώτες νότες του «Lady Jay» από το There is the rub, έβγαλα το μπουφάν μου. Θυμήθηκα ότι τότε φόραγα μακό φανελένια με στάμπες και από πάνω καρό πουκάμισο σηκωμένο στους αγκώνες. Χάιδεψα τα μαλλιά μου, έλειπαν μερικά. Είδα τον Martin Turner μ' ένα ινδιάνικο φτερό στο κεφάλι να ουρλιάζει, οι άλλοι δεν ήταν εκεί· όπως η Καίτη. Ο Steve Upton, ο Andy Powell και ο Ted Turner είχαν μυστηριωδώς απαχθεί από κάποια οργάνωση που τρομοκρατούσε τον χρόνο. Εξω έβρεχε, αύριο δεν θα πήγαινα την πρώτη ώρα. Θα κανόνιζα με τον Αλέκο να πάρει αυτός το απουσιολόγιο. Κάποιος απ' το λιγοστό πλήθος φώναξε Argus, ο Martin Turner τον ρώτησε what track, ο άλλος έκανε μια χειρονομία σαν να ζητούσε βοήθεια, τα χέρια του διέγραψαν έναν ολόκληρο κύκλο, μετά ο Martin φώναξε the whole album? Oh, my God, what a fantastic idea! Και έτσι ξεκίνησε.

«Time was», «Blowin' free», «Leaf and stream», «Warrior». Στη σειρά. Εβλεπα την αφίσα του Hendrix στο δωμάτιό μου να αλλάζει χρώματα. Τις πέτρες που είχα κουβαλήσει από τη Σίφνο με κείνη τη Γερμανίδα. Τη μασημένη κασέτα με τους Cream που έπαιζε παπάδες. Στο «The king will come», εν μέσω καπνών, σηκώθηκα. Σε ένδειξη σεβασμού. Αυτός που έβαλαν οι απαγωγείς να κάνει τον Andy Powell, χτυπούσε σεληνιασμένος την κιθάρα του, λες και ακουγόταν το βινύλιο. Ε, βέβαια. Στους εθνικούς ύμνους οι αυτοσχεδιασμοί απαγορεύονται. Στο «Sometime world» θυμήθηκα ότι την άλλη Δευτέρα έγραφα εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο και δεν είχα διαβάσει τίποτα. Ηταν Τετάρτη, είχα άλλες τέσσερις μέρες καιρό. Θα προλάβαινα;

Carring you, carring me. Το ταραρα ταταραρα ταραρα ταραρα ταταραρα ραρα έχανε λίγο στροφές. Θα έφταιγε η βελόνα. Είχα να την αλλάξω καιρό. Στο σόλο όμως ήθελα να πάρω το σκουπόξυλο της μάνας μου και να χοροπηδάω σε όλο το σπίτι σαν τρελός. Μετά, ήρθαν οι παραλίες. «Throw down the sword», με ποιαν ήμουνα, ποιο κορμί κρυφοκοίταζα απ' τις γρίλιες, σε ποιαν έστελνα ερωτικά γράμματα;

Οταν τελείωσε η συναυλία και βγήκα έξω, η βροχή είχε κάνει το θαύμα της: Το RD 50 είχε γίνει ΧΤ 600. Στη Yamaha πάντως συμφωνούσαμε. Τα ρούχα μου μού χωρούσαν ακόμη. Από το καθρεφτάκι της μηχανής κοίταξα για μια στιγμή τα μαλλιά μου - έντρομος. Είχαν ασπρίσει στη διάρκεια μιας συναυλίας. Αύριο θα πρέπει να επισκεφθώ δερματολόγο ή να ρωτήσω τον ψηλό. Α, να πάρω τηλέφωνο και τον Χάρη, να του πω τι χαζός ήταν που δεν ήρθε.

Καβάλησα τη μηχανή, είχα να πατήσω μόνο το κουμπί της μίζας.Αγγιξα απαλά το γκάζι και έφυγα. Σαν καπνός. Τα λάστιχα δεν γλίστρησαν στη βροχή. Ο μόνος που ήξερε τελικά τι έκανε σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ο τύπος που άλλαξε το RD με το ΧΤ.

Γίνεται να αλλάξω και την Καίτη με την κανονική Παναγιώτα;


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ




ΙΣΤΙΟΦΟΡΟ. Με τα πανιά του ανοιγμένα. Στο σαλόνι μου μια η Αμοργός, μια η Νάξος. Εμφανίζονται λιμάνια. Του μπλε. Ενα πρόσωπο μέσα στο πλήθος. Στα στενά ασβεστωμένα σοκάκια των νησιών. Στις μυρωδιές από αγιόκλημα. Ξεχειλίζει απ' τα ηλιοκαμένα σώματα, τα πολύχρωμα σλίπινγκ μπαγκ, τους τρούλους των εκκλησιών. Αναδύεται από τις γλάστρες στα σκαλιά της εισόδου. Ούτε έρχεται ούτε φεύγει.

Το επιθυμώ. Η επιθυμία επιθυμεί τον εαυτό της. Τον σπάει σε κομματάκια ψυχής. Αν αποσταθεροποιήσεις τα σταθερά της σημεία, προσπαθώντας να την αναδημιουργήσεις, δημιουργείς μια νέα επιθυμία. Μια νέα μάζα, σταθερότητας. Εαυτού. Σχεδόν ασυνείδητα, εικονοκλαστικά. Θέλω να με θέλει.

Ομως. Τώρα η επανάσταση έγινε κόμμα. Η συντροφικότητα, όργανο. Η εξαίρεση, αντιπολίτευση. Ο έρωτας, γάμος. Το σεξ, μαρκαδόρος που σβήνει. Η βία, τρομοκρατία της ομορφιάς. Η αγάπη, καριέρα. Το καλοκαίρι τα θεραπεύει όλα. Δεν γίνεται να αθωωθούμε. Οσο κι αν αγαπιόμαστε, δεν μπορεί. Σου λέω. Δεν γίνεται.

Τι θα πει καλοκαίρι; Η εκδίκηση για τον χειμώνα που πέρασε. Φωτογραφίες από περασμένα ηλιοβασιλέματα. Χαλαρές στιγμές στην άμμο. Πύργοι από μπίρες. Εσύ που κολυμπάς σαν ψαράκι. Γυμνή. And the living is easy. Σιγά μην είναι. Easy είναι μόνο τα τραγούδια των Curved Air. Το βλέμμα της Ευαγγελίας κάτω από ένα πεύκο. Τα νερά της Σερίφου. Απ' τα αστέρια, η Μικρή και η Μεγάλη Αρκτος.

Μας συνοψίζουν σε τρεις γραμμές, γιατί μας φοβούνται. Μας εγγράφουν σε εγχειρίδια. Σε καλοκαίρια αόρατα, με την εγγύηση του δημοσίου. Σε υπερχρεωμένες ελπίδες. Πρόκειται για διακοπές, λένε. Από τι; Από ποιους;

Την ωραιότερη δήλωση για το καλοκαίρι την άκουσα απ' τον Ανδρέα Παπανδρέου, φθινόπωρο. Στην Καλαμάτα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων της. Οταν η πόλη είχε σχεδόν ισοπεδωθεί από τους σεισμούς. Εύχομαι αυτό το καλοκαίρι να μην τελειώσει ποτέ, είπε. Δίπλα του στεκόταν ο έρωτας. Η απαξία του προφανούς.

Πριν από έναν μήνα ήταν η μικρότερη νύχτα του χρόνου. Πέρασε. Αρχίζουμε πάλι να βαθαίνουμε στα σκοτάδια μας, ψάχνοντας για το καλοκαίρι. Να μετεωρίζουμε τη θλίψη στα μεταχειρισμένα αυτού του κόσμου. Σήμερα. Στα 35α γενέθλια για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Συνεχίζουμε να αντικρίζουμε ιμιτασιόν θαύματα. Συνεχίζουμε τις φωτοτυπίες.

Γιατί το πρωτότυπο έχει χαθεί.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ


ΣΤΟ ΣΩΜΑ του επικρατούσε νεκρική σιγή. Ηταν το σπίτι των μελλοθανάτων. Εκεί οδηγούνταν τα χρόνια για να μαραθούν με την ησυχία τους, μακριά απ' τους θορύβους της πόλης. Καταπακτή κόλασης.

Κόλαση είναι να μην μπορείς να κλείσεις τα μάτια. Να ξεχωρίζεις στο σκοτάδι τους ήχους, όπως το ραντάρ σε ένα υποβρύχιο. Να αντέχεις μόνο ένα κόμμα στη μέση μιας λευκής σελίδας. Κόλαση είναι τα όνειρα που σε σώζουν, τα ευχαριστώ που σε μισούν, οι άλλοι που είσαι. Κόλαση με σταυρούς. Με τα μάτια εκείνης. Εντός, εκτός και ακόμα. Με γωνίες. Με αφύλακτες διαβάσεις. Με τρένα. Που πεθαίνουν. Που δεν φεύγουν. Που δεν μπορούν.

Ο κύριος με το πορτοκαλί πρόσωπο ακολούθησε τη ζωή στις κυκλικές διαδρομές της. Το παράπονό του ήταν τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να χαθεί κανείς. Φορούσε ειδικές τιράντες που του επέτρεπαν να στηρίζει τον σιδερένιο σταυρό που κουβαλούσε στην πλάτη του. Ολη η σκέψη του είχε συγκεντρωθεί στο πώς θα μοιράσει το βάρος. Ηταν ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, σαν το βιβλίο του Μούζιλ. Επαναλάμβανε αυτή την κίνηση καθημερινά. Μέχρι να την τελειοποιήσει. Του είχαν πει. Τον είχαν υποχρεώσει. Τον είχαν βάλει να υπογράψει χαρτί. Οτι θα μένει στην Κόλαση.

Κόλαση είναι να απαγορεύεται η χρήση της πραγματικής λέξης αγάπη. Να είσαι από πορσελάνη. Να πέφτεις περισσότερες φορές απ' όσες σηκώνεσαι. Κόλαση είναι η σκόνη στα μαλλιά. Το είδωλο στον καθρέφτη. Οι αγκαλιές στη Νάξο. Τα ανθρακούχα φιλιά. Ο θόρυβος που ακούγεται. Η μουσική που δεν ακούγεται. Η ζωή που προσπαθεί να ακουστεί. Η φτήνια, που αν ακουγόταν, όλοι θα είχαμε πάρει τις αποστάσεις μας.

Εψαξε τα έγκατά του. Ελυσε τις τιράντες με κόπο. Αφησε προσεκτικά τον σταυρό στη στάση τού τρόλεϊ, στην κορυφή κρέμασε το στεφάνι. Το αίμα είχε σχεδόν ξεραθεί. «Ξαφνικά η παλέτα του γέμισε με το πιο μυστικό γαλάζιο του ουρανού. Εσκυψε πάνω στον καμβά του κι άρχισε να ζωγραφίζει πυκνά σύννεφα»* . Το πρόσωπό του παρέμεινε πορτοκαλί. Ηταν υπέρ του ηλιοβασιλέματος. Εκλεισε τα μάτια. Να μη βλέπει. Και προχώρησε. Σαν τους υπνοβάτες. Ελαφρύς. Προφυλαγμένος.

Ενα μωρό που κολυμπάει στη μήτρα του κόσμου.


*Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ
ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=64504

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

BIG CITY NIGHTS


(Scorpions, Καραισκάκη, Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009)

Καθώς κατέβαινα τα σκαλιά της γέφυρας στον ηλεκτρικό του Πειραιά για να βρεθώ στον χώρο του γηπέδου Καραισκάκη, η φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου απλωνόταν σε λα ελάσσονα πάνω από την φαληρική νύχτα. Ήταν το τελευταίο τραγούδι για το πρώτο μέρος της συναυλίας: Ελλάς, Ελλάς, τι θα γίνει φίλε μου με μας. Δεν ήξερα τι θα γίνει. Προχώρησα. Έδειξα την πρόσκληση και μπήκα. Πήρα μια μπύρα.
Είχα δει τους Scorpions για πρώτη φορά το 1979 στο Μόναχο – όταν έπρεπε να τους δω. Στα πρώτα βήματα μιας μεγάλης καριέρας. Μετά τους είδα στο Παρίσι και μετά στην Ελλάδα. Πολλές φορές. Στις συναυλίες ήταν εντυπωσιακοί. Έβγαζαν μια συντροφικότητα που μου αρκούσε. Θα ήταν και τα ιδρυτικά μέλη εκεί, καλά θα πήγαινε η βραδιά.

Όταν ο Βασίλης, ως γκεστ, τραγούδησε το Holiday σαν Holy Day, συννέφιασα. Μα καλά, τόσες μέρες, τόσες πρόβες, και δεν βρέθηκε κάποιος να του μάθει που κόβουν τις συλλαβές; Διακοπές χρειαζόμασταν, όχι αγίους. Το να να να νανα του Klaus Meine επανέφερε τα πράγματα στη σωστή τους θέση, στέλνοντας τον μύθο για την περίφημη χροιά της φωνής του Βασίλη στις κερκίδες, εκεί που οι νέοι και οι νέες κάθε ηλικίας θα συνέχιζαν να τον λατρεύουν. Νομίζω ότι κακώς εμφανίστηκε. Όταν είσαι εξήντα χρονών και δεν είσαι ο Michael Schenker στο «Doctor doctor» οι συγκρίσεις είναι σε βάρος σου. Πρέπει να ξέρεις να σωπαίνεις. Ή να το έχεις. Ο θρυλικός κιθαρίστας των UFO ήταν πράγματι one of the family, όπως είπε στο μικρόφωνο ο Klaus Meine. Το είχε.

Πήραν σειρά τα γνωστά, ξεσηκωτικά χιτ του γερμανικού συγκροτήματος ( No one like you, Rock you like a hurricane, The zoo, Loving you Sunday morning, Big city nights ), ο κόσμος παραληρούσε. Στο «Still loving you» όμως, η αγάπη ακούστηκε σε ανοικτή ακρόαση. Στον χώρο που ο Κοβάσεβιτς είχε σκοράρει στη φιέστα τα δύο τελευταία του γκολ με την φανέλα του Ολυμπιακού. Εκεί που είχες χάσει το κινητό σου.

Στο encore εμφανίστηκε στα μάτριξ της εξέδρας και μια ελληνική σημαία. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί, μέχρι να την αποστηθίσουμε. Μετά, ο μικρόσωμος λήντερ του γκρουπ, που ήταν φτυστός ο Στηβ, σφύριξε και το τείχος του Βερολίνου έπεσε. Ο κόσμος ήταν πολύς. Αρκετός για να ρίξει μια κυβέρνηση. Οι ανάσες τους έπλεναν τον αέρα, τον έκαναν να μυρίζει καρπούζι. Περίμενα τις αλλαγές. Κάποιος δίπλα μου άναψε ένα μπάφο. Σχεδόν μαστούρωσα.

Βγήκα χωρίς πρόσωπο. Μου το είχε πάρει ένα παιδί. Η νύχτα θα συνεχιζόταν σε όλα τα πιθανά μέρη του κόσμου, με όλους τους πιθανούς τρόπους. Και η αγάπη. Χωρίς εμάς: Ένας έκπτωτος άγγελος.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

ΙΟΥΛΙΟΣ



ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ την Ακαδημίας προς την Κάνιγγος ένιωθα σαν να διέσχιζα κάποια παραλία της Μεσογείου. Η ακτή έφτανε ώς τα παπούτσια μου, που βούλιαζαν μέσα στην άμμο. Στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου σταμάτησα. Τα κύματα έσπαζαν πάνω στα μαρμάρινα σκαλιά, έκαναν έναν θόρυβο σαν να γκρεμιζόταν η πόλη. Σουέλ. Κρατήθηκα από ένα γλυπτό. Κοίταξα απέναντι. Η σχολή δημοσιογραφίας δεν υπήρχε.

Πιο κάτω η Μπενάκη, μια στενή λωρίδα γης που βρεχόταν από δύο παράλληλες φέτες θάλασσας, αγωνιζόταν να επιπλεύσει. Μου ήρθε στο μυαλό η Κολώνα στην Κύθνο, η μουσική που έλουζε το πρόσωπό σου. Ηταν η «Ποιμενική» του Beethoven. Από τη συμφωνική ορχήστρα της Βιέννης.

Την ανέβηκα κολυμπώντας. Κτήρια τραγικά παραμορφωμένα, από τσαλακωμένο υλικό. Η θέση του νερού επισφαλής. Η αγωνία της θάλασσας παντού. Περπατούσα επί των υδάτων με μια αβέβαιη ελαφρότητα. Ενας πίνακας του Νικόλαου Γύζη ήταν απλωμένος στον ουρανό. Νομίζω, η «Εαρινή Συμφωνία». Λάδι σε καμβά.

Οι άγγελοι μάζευαν λουλούδια και μου τα έδιναν. Ηταν απαγορευμένο να σου δίνουν λουλούδια, όμως εκείνοι το έκαναν. Τα έπαιρνα και τα πέταγα στο νερό. Νούφαρα.

Μερικά πράγματα «ανεβαίνουν» μόνο πάνω στο χαρτί. Οποιαδήποτε άλλη παράσταση ή μεταφορά τους τα θίγει. Σκοτώνει την απεραντοσύνη τους. Εγραψα τη λέξη φεγγάρι και την άφησα να πέσει πάνω στο λευκό τμήμα ενός τοίχου. Εμοιαζε με σελίδα. Σε λίγο μεσουράνησε. Ηταν ένα φεγγάρι κόκκινο, του Ιουλίου, απ' αυτά που μόλις πας να τα ακουμπήσεις για να δεις αν είναι αληθινά, λιώνουν στο χέρι σου σαν παλιές καραμέλες βουτύρου. Από κάτω ο δρόμος, χαντάκι.

Στη Ζωοδόχου Πηγής το άγαλμα ενός εκδότη με χαιρέτησε. Εκανα πως δεν είδα τη Σόλωνος, ήταν καταστροφή. Χιλιάδες τίτλοι βιβλίων είχαν γίνει χάρτινα καραβάκια. Η πόλη προσπαθούσε μάταια να αγκιστρωθεί στις σελίδες τους, να επιζήσει αυτού του καλοκαιριού. Η Θεμιστοκλέους ήταν έρημη. Και ο κόσμος. Ηλπιζα να συναντήσω σε κάποιο πλωτό καφέ τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ να κρεμάει την καμπαρντίνα του ή τουλάχιστον τη Νάταλι Γουντ να καπνίζει. Ομως η νύχτα τούς είχε καταπιεί.

Σε λίγο ξημέρωσε. Ξαφνικά. Σαν κάποιος να είχε πυροβολήσει τον ήλιο στα μάτια.

Είδα το σώμα σου μακριά να βουτά και να εξαφανίζεται. Να χάνεται κάτω απ' το νερό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=60127