Κώστας Τσόκλης
1. Αντε τώρα να παραπονεθείς στον Θεό
2. Κανένας περίπατος δεν πρέπει να μένει χωρίς αμοιβή
εκδ. Καστανιώτη «Πολλές φορές, όταν μιλάω, θα το δεις, δίνω την εντύπωση πως είμαι απόλυτα πεπεισμένος γι' αυτά που λέω. Την ώρα που τα λέω, πίστεψέ με, είμαι βέβαιος ότι το δίκιο μου είναι απόλυτο. Μόλις όμως η φράση μου τελειώσει, είμαι εξίσου βέβαιος ότι τα πράγματα είναι αλλιώς. Αυτό θα μπορούσε να μου κόψει τον ενθουσιασμό ή την πίστη στον εαυτό μου. Αντίθετα όμως. Αισθάνομαι ότι ξαναγεννιέμαι. Τίποτα δεν κατάλαβα, λέω. Είναι ωραίο. Η αλήθεια μένει να βρεθεί».
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΚΛΗΣΘΑ ΗΘΕΛΑ αυτό το κείμενο να εξέχει. Κάποιες φράσεις ή λέξεις του να βγαίνουν έξω απ' τις σελίδες της «Βιβλιοθήκης» και να φτάνουν ώς την είσοδο της εφημερίδας. Εκεί, στην παλιά τυπογραφική του Τεγόπουλου. Να κυνηγάνε η μια την άλλη στον διάδρομο, μπροστά απ' το θυρωρείο. Οι ποιητές θα το καταλάβαιναν, είναι ποιητές. Ομως, οι άλλοι; Πώς στήνεται ένα κείμενο που οι λέξεις του περισσεύουν; Αναρωτιέμαι. Πώς φωτοστοιχειοθετείται το άρρητο; Πώς μπορείς να μεταφέρεις το φως σε ένα απλό φλιτζάνι;
Ο Τσόκλης ρωτάει συνεχώς. Δεν έχει απαντήσεις. Ο καλλιτέχνης δεν είναι ειδικός, το ταλέντο του απεχθάνεται τις λύσεις. Τις θεωρεί ελάττωμα. Το μόνο του κεκτημένο, αυτό για το οποίο σπάει τα νύχια του διαρκώς, είναι ότι ονειρεύεται το καινούριο. Ο κριτικός, ο αναλυτής, ο ιστορικός, ο επιστήμονας, ο ειδικός ασχολούνται με το παλιό. Διακρίνουν. Ξεσκεπάζουν. Ανατρέχουν. Αλλά δεν ονειρεύονται.
Αν προσπαθούσα να ερμηνεύσω την τέχνη του Τσόκλη, θα πάθαινα ό,τι έπαθε ο ίδιος στην Καλών Τεχνών: Θα έχανα για πάντα τις λέξεις μου. «Στις σχολές αυτές, ουσιαστικά, προσπαθείς να κατανοήσεις τον τρόπο που σκέφτεται ένας άλλος άνθρωπος, ο καθηγητής. Και ξεχνάς τον εαυτό σου. Οταν τελικά ανακαλύπτεις τη σκέψη του άλλου, καταλαβαίνεις ότι ποτέ δεν σε ενδιέφερε. Πάλι καλά εάν δεν έχεις χάσει, στο μεταξύ, αυτό που ενδιέφερε πραγματικά εσένα» (συνέντευξη στον Θ. Λάλα, FAQ, 26.03.09).
Ολη αυτή η άχρηστη συσσώρευση γνώσης, η αχανής πληροφορία, η άπληστη κατηγοριοποίηση, η ενδελεχής ταξινόμηση, η ιστορική αλήθεια, έβλαψαν θανάσιμα τη φαντασία. Ο Τσόκλης έσπασε τα κουτιά. Διέρρηξε κάθε μορφή, κάθε άξονα. Κάρφωσε το φεγγάρι στον τοίχο για να το βλέπει καλύτερα. Μπέρδεψε το βίντεο με τη ζωγραφική, το φως με τη γλυπτική, την ποίηση με τη φωτογραφία, τον ήχο με τις λέξεις, το σχέδιο με την περφόρμανς. Εκοψε τα νεύρα από τον πίνακα για να δει το αίμα του να κυλάει έξω απ' το κάδρο. Εβγαλε τις πόρτες απ' τους μεντεσέδες και τις κρέμασε στον ουρανό· εκεί του άρεσαν περισσότερο. Κι όλα αυτά κυνηγώντας συνέχεια τον δεξιοτέχνη μέσα του. Δυσπιστώντας μπροστά στα προσόντα του. Για να έχει περιθώρια να ελπίζει ακόμα στον καλλιτέχνη: «Εχω πεθάνει δυο-τρεις φορές μέχρι τώρα. Πιστεύω ότι είναι ευτυχές ένας καλλιτέχνης να γίνει κάποτε "πτώμα" στην καριέρα του. Ζηλεύω τους αποτυχημένους. Τη δυνατότητα που έχουν να τους ανακαλύψει κάποιος αύριο. Εμένα με έχουν ήδη ανακαλύψει» (συνέντευξη στη Μαργαρίτα Πουρνάρα, Καθημερινή της Κυριακής, 29.03.09).
Κοιτάζοντας κανείς το έργο του -όπως κοιτάζει το μέλλον, χωρίς να έχει ανάγκη στηρίγματος το παρελθόν- διαπιστώνει ότι δεν πρέπει να υπήρξε παρόν. Ποτέ. Κι αν υπήρξε, ήταν μόνο για να ξεπεραστεί. Ενα χρώμα, μια ιδέα, ένα δάκρυ. Ενας κομμένος κορμός. Δύο στρογγυλές πέτρες. Ευτελείς λεπτομέρεις στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Κι όμως. Η συνεκδοχική διεργασία στο έργο του Τσόκλη είναι κάτι παραπάνω από αισθητή. Χρησιμοποιεί το ίχνος, τη νύξη, τον υπαινιγμό, για να εκφράσει το απόλυτο. Το όλον. Είναι σαν να έχει μια οθόνη χωρισμένη σε πίξελ. Απομονώνει ένα και το εξαντλεί, για λογαριασμό του συνόλου. Η μόνη δυνατότητα της Τέχνης υπήρξε πάντα το απόσπασμα. Το σπάραγμα, το θραύσμα. Ο Τσόκλης το γνωρίζει καλά. Τον ενδιαφέρει η αγωνία, όχι η λύτρωση.
Ως δημιουργός είναι ένας ακραίος μοντερνιστής που το βλέμμα του ενδύεται τον ρομαντισμό. Ή ένας ρομαντικός που αγκαλιάζει τον μοντερνισμό έως ότου τον πνίξει. Φαντάζομαι ότι ως συγγραφέας θα έλεγε: Πιάσε το μι απ' την ουρά, να το πιάσω απ' τα ποδαράκια, να το τεντώσουμε. Δεν είναι μι αυτό που έχουμε. Αλλά και το λάμδα, σαν καμηλοπάρδαλη είναι. Κόψε λίγο τον λαιμό του, μακραίνει τον δρόμο προς την αυτογνωσία.
Στο έργο του βρίσκονται διάσπαρτα τα σ
τοιχεία της αρχαιοελληνικής μυθολογίας. Αλλωστε, ο χώρος στον οποίον κατεξοχήν επιβίωσε ο μύθος είναι η αρχαία τραγωδία, η οποία και εξαρτήθηκε θεματικά απ' αυτόν. Αλλά και στην πλατωνική φιλοσοφία -στην «Πολιτεία», ας πούμε- ο μύθος λειτούργησε καταλυτικά, δίπλα στη φιλοσοφική σκέψη, συνδράμοντάς την ως έκφραση μιας παλιότερης συλλογικής συνείδησης. Θεωρώ ότι μεγάλο μέρος του έργου του βασίστηκε στον πανάρχαιο μύθο του Προμηθέα (Προ - μηθεύς: αυτός που προβλέπει, ο προνοητικός ή στα σανσκριτικά: αυτός που κρατά το τρυπάνι της φωτιάς). Οπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, ο Προμηθέας είναι το σύμβολο του ανθρώπου-ημίθεου που ορθώνεται ενάντια στην εξουσία των θεών για να χαρίσει στον άνθρωπο τη φωτιά και τη δύναμη των τεχνών, έτσι και ο Τσόκλης, ως Σαμάνος της εποχής του, παράγει φωτιά μέσω του έργου του, τη δημιουργεί για να κατανοήσει το Σύμπαν, προσφέροντας στους ανθρώπους δύναμη. Μετέρχεται του μύθου για να φωτίσει, αλλά και να τυφλώσει. Θέλει να λογοδοτήσει ενώπιον του Θεού, θεολογώντας. Με μοναδικά όπλα τον έρωτα, το ένστικτο και το ταλέντο. Δηλαδή, τα άλλα ονόματα της φωτιάς. Διεκδικεί την αθανασία, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο, την ίδια στιγμή που αδυνατεί να σκεφτεί τι είναι καλύτερο. Είναι αντιεξουσιαστής. Επαναστάτης. Αναρχικός. Οπως οφείλουν να είναι οι μεγάλοι δημιουργοί.
Το «Αντε τώρα να παραπονεθείς στον Θεό» είναι μια πολύτιμη -δεύτερη μετά το «Κανένας περίπατος δεν πρέπει να μένει χωρίς αμοιβή» του '95- συνεισφορά του στον πολιτισμό και τη σκέψη. Ο γραπτός ή προφορικός λόγος του, αντίθετα με τον εικαστικό, είναι τόσο διαυγής και στοχευμένος που σε κάνει να απορείς για το αν προέρχεται απ' τον ίδιο άνθρωπο. Μετά το ξανασκέφτεσαι και καταλαβαίνεις. Ενας δημιουργός που απ' το οπισθόφυλλο κιόλας μπορεί και ειρωνεύεται τον εαυτό του, δεν μπορεί παρά, στην ανάγκη του για ουσιαστική επαφή με την «πραγματική» πραγματικότητα, να παρουσιάζεται προκλητικά ειλικρινής και λιτός.
Οι συνεντεύξεις και οι ομιλίες που περιλαμβάνονται εδώ μπορούν να λειτουργήσουν και ως μικρές κασετίνες σοφίας· η έκπληξη προέρχεται απ' το βάρος. Είναι τόσο καίριες οι επισημάνσεις του, τόσο σημερινές οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις που σε αναγκάζουν να υποκλιθείς. Ο άνθρωπος Τσόκλης είναι εξίσου σημαντικός με τον καλλιτέχνη. Ο πιτσιρικάς βοηθός του Βακιρτζή, που έπαιζε ποδόσφαιρο στην κατηφόρα της Καλλιδρομίου και δεν είχε λεφτά για να αγοράσει καραμέλες Τσάρλεστον, είναι ο ίδιος άνθρωπος με τον παγκόσμιας φήμης δημιουργό που υπογράφει Tsoclis. Αυτό το μικρό παιδί που έβαζε τα παπούτσια του για γκολπόστ και έψαχνε για δεκάρες στον δρόμο, είναι ο Οιδίποδας, η Μήδεια, η τέχνη της ζωής. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έλεγε πως ο Τσόκλης «δαμάζει την άγνοιά μας». Εγώ νομίζω ότι την καρφώνει με σιδερόβεργες. Εξαπατά με την τέχνη του το ασυνείδητο. Και το κάνει αφοπλιστικά ελκυστικό.
Οσο μαθαίνεις, κινδυνεύεις. Χάνεται η αγιότητα της αγνής περιόδου, η αμηχανία μπροστά στον στόχο. Αρχίζεις και συνηθίζεις στο χειροκρότημα. Τότε τα πράγματα φαίνονται δύσκολα. Εχεις δύο επιλογές: Ή γίνεσαι αυτός που θαυμάζουν οι άλλοι, και με αυτόν τον τρόπο «χάνεις» το έργο σου, ή συνεχίζεις τον δρόμο που διάλεξες, προσπαθώντας να παραμείνεις παιδί. Ο Τσόκλης παρέμεινε. Παιδί. Χρησιμοποίησε καθημερινά αντικείμενα στην προσπάθειά του να δώσει το φιλί της ζωής στον πολιτισμό. Μ' αυτά σκέπασε τους μεγάλους νεκρούς του, επαναφέροντάς τους στο προσκήνιο. Σήμερα, στα 79 του, είναι ένας μικρός διαβολάκος που βγάζει μια μεγάλη κραυγή ανάμεσα στους σημερινούς ψίθυρους της σύγχρονης Τέχνης· κάτι σαν έκσταση ή παγκόσμια αναπνοή.
Είναι συγκινητικό να ακούς, να βλέπεις και να διαβάζεις αυτόν τον ηλικιωμένο πιτσιρικά να ξετυλίγει την ιστορία του ελληνικού τοπίου από το '30 και μετά με την αγωνία ενός φλεγόμενου έφηβου. Να μας φιλοδωρεί με τις γνώσεις του, θέλοντας να επιστρέψει στον 4ο αιώνα π.Χ. για να ξεκουράσει το βλέμμα του. Ο Θανάσης Νιάρχος, στην παρουσίαση του βιβλίου στο «Σχολείο», είπε «πώς τον ενδιαφέρει η ιθαγένεια της ψυχής και όχι της φυλής». Είχε δίκιο. Γι' αυτό η ελληνικότητά του είναι παγκόσμια.
Μ' αυτό βάζω τελεία. Βεβαίως, για τον Τσόκλη μπορεί να είναι ύφασμα. Ή ανεμόσκαλα.
Αλλά οι λέξεις συμπληρώθηκαν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=51386ΔΕΙΤΕ ΚΙ ΕΔΩ
http://planus.pblogs.gr/2009/06/oi-lyseis-einai-elattwma-.html#comments