Μαρία Μήτσορα
Με λένε Λέξη
εκδόσεις Πατάκη, σ. 226, 17 ευρώ
Στην πλατεία Κολωνακίου ξεχωρίζουν άλλες μορφές. Η Μαρία είναι η θηλυκή εκδοχή του Mick Jagger, μοιάζουνε. Ντύνεται όπως στο Λονδίνο, σάπιο μήλο, σκονισμένο ροζ, δαμασκηνί ηφαιστειογενή βελούδινα μαντώ, σκούρα χείλη, δεν της αρέσουν τα λουλούδια, εκτός από τα αποξηραμένα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ, Ως εκ θαύματος
ΣΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ η Μαρία με κοιτάζει όπως θα 'πρεπε να κοιτάζει κάθε γυναίκα: σαν iron butterfly. Τα ανασηκωμένα ζυγωματικά και το Mick Jagger ύφος συμβάλλουν απ' την αρχή στη σημειολογία του κλειστού βλέμματος - ένα βλέμμα γεμάτο λίμνες από λέξεις, λάμψεις, λαγνότητες. Σκύβω κι εγώ, όπως ακριβώς σκύβει το λάμδα, όχι για να καθρεφτιστώ, αλλά για να αποφύγω τη σύγκρουση με την παιδική ηλικία. Η φωτογραφία είναι του Μήτσου Πουλικάκου - άλλη παιδική ηλικία εκεί. Τρακάρουμε. Με κοντά παντελονάκια στο live του Ζωγράφου, κι ύστερα, «Μεταφοραί - Εκδρομαί, ο Μήτσος», Εξαδάχτυλος και διάφοροι εκλεκτοί κύριοι: ηλεκτρική κιθάρα ο Νίκος Πολίτης, πιάνο ο Δημήτρης Πολύτιμος, ντραμς ο Γιώργος Τρανταλίδης, σαξόφωνο ο Λάκης Διακογιάννης, φυσαρμόνικα ο Αγγελος Μαστοράκης. Αχ, αγωνίες, ιδρώτες, δεν αντέχω άλλο ρε παιδιά, ψάχνω να βρω μια λύση ριζική... Ωραίες εποχές. Εμπύρετες.
Τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, υπήρχαν άνθρωποι που δεν ριγούσαν από εθνική υπερηφάνεια στους ήχους της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη, δεν ξεσηκώνονταν από τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, δεν θεωρούσαν ότι τα προβλήματα λύθηκαν με την έλευση Καραμανλή. Τους ενδιέφερε περισσότερο το εσωτερικό απ' το εξωτερικό τοπίο. Ηταν, συνήθως, ντυμένοι στα μαύρα. Συμπαθούσαν τον Διάβολο και τα δάχτυλα των χεριών τους ήταν όλα σκεπασμένα με δαχτυλίδια: για να αναγνωρίζονται. Τα απαραίτητα στέκια τότε, το «Jazz club» του Μπαράκου στη Ραγκαβά, ακριβώς πάνω από τα Αναφιώτικα, το «Trip» και το «Χρυσό κλειδί» στην Πλάκα: τα «κρυφά σχολειά» της Αθήνας.
Η παρέα των «μπίτνικς του Κολωνακίου» είχε ξεκινήσει δέκα χρόνια πριν από το «Ασυλο» στη Λουκιανού, μια υπόγεια γκαρσονιέρα κάποιας Ελληνοαμερικάνας, και την «Ακαδημία», τέρμα Δημοκρίτου, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Στο «Καφέ Βυζάντιο» στου Μπόκολα και στη «Δεξαμενή», αλλά και στο «Pop Eleven», το θρυλικό δισκάδικο των αδελφών Φαληρέα στη Σκουφά, συζητούσαν για το σήμερα και το αύριο της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και του ροκ εν ρολ. Ήθελαν πρώτα να αλλάξουν τους εαυτούς τους και μετά τον κόσμο. Είχαν βρει τη σωστή σειρά. Δεν βιάζονταν βέβαια πολύ, ή μάλλον, δεν φαίνονταν να βιάζονται, αφού μπορούσαν να «βιάζονται και ακίνητοι». Η ζωή ήταν σίγουρο πως θα τους περίμενε.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πάντα μια υπερβολικά πληκτική υπόθεση γι' αυτούς· η μετεξέλιξη της Αριστεράς τούς άφηνε παγερά αδιάφορους. Προτιμούσαν τις συναυλίες στους κινηματογράφους τις Κυριακές. Τα άφιλτρα βλέμματα. Τις φωλιές από άνθη. Του κακού. Η προσοχή τους ήταν στραμμένη στα νεωτερικά ρεύματα της εποχής και στις παγκόσμιες κοινωνικές εξεγέρσεις του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '60. Η κουλτούρα των ναρκωτικών, τα τουριστικά και τα «άλλα» ταξίδια, αυτή η εκτός νόμου προοπτική για ελευθερία -που τελείωνε, όμως, με έναν απόλυτο σεβασμό, εκεί όπου άρχιζε η ελευθερία του άλλου- ήταν τα βασικά μοτίβα πάνω στα οποία πλεκόταν ο ιστός της αράχνης τους. Ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Τάσος Δενέγρης (που πρόσφατα «έφυγε»), ο Τάσος Φαληρέας, ο Σπύρος Μεϊμάρης, και η άγνωστη τότε Μαρία Μήτσορα, ήταν το ελληνικό underground, η ομάδα «Σκηνή», στην οποία αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος του το περιοδικό «Σήμα» του Νίκου Παπαδάκη. Τότε στα λεξικά υπήρχε ακόμη η λέξη παρέα.
Δύο χρόνια αργότερα, η Μάνια Τεγοπούλου και ο Ευγένιος Αρανίτσης έπεισαν τη Μαρία να εκδώσει το πρώτο βιβλίο της, «Αννα, να ένα άλλο» (Ακμων, 1978, Πατάκης, 2007), μια συλλογή διηγημάτων όπου πρωταγωνιστούν ήρωες χαμένοι: στην πόλη, στους εαυτούς τους, στην κόλαση που είναι οι άλλοι. Για να φτάσουμε στο «Με λένε Λέξη» (Πατάκης, 2008) μεσολάβησαν ακόμα τέσσερα βήματα. Ολα μετέωρα: «Σκόρπια δύναμη» (Οδυσσέας, 1982), «Περίληψη του κόσμου» (Κέδρος, 1985), «Ο ήλιος δύω» (Οδυσσέας, 1996) και «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» (Πατάκης, 2005). Η διαδρομή έμοιαζε να κρεμόταν από μια κλωστή, η ισορροπία της γραφής αντλούσε από την ανισορροπία του περιβάλλοντος χώρου, τα μεγάλα διαστήματα σιωπής καλλιεργούσαν εθιστικά συμπτώματα. Ο κόσμος που διάβαζε τη Μαρία Μήτσορα ήταν δεμένος μαζί της όπως ο χρήστης με τον προμηθευτή του. Ένα φιξάκι οι ιστορίες της, μια επίδειξη σκόρπιας δύναμης στην πλάτη της Αθήνας, ένας αφαλός κεντημένος ταξίδια και μισοφέγγαρα με γαλάζια στρας, μια βόλτα στην προσωρινότητα μιας αθεράπευτης επιθυμίας.
Το «Με λένε Λέξη» είναι μια αυτοβιογραφία. Παράλληλα όμως, είναι και το πιο «ψυχεδελικό» κόλπο που σκάρωσε ποτέ η Μαρία στον εαυτό της και στους άλλους - η ιδέα φάνταζε, ούτως ή άλλως, μια μεγάλη παγίδα. Οι λέξεις είναι θραυσματικές, σκάνε σαν σφαίρες πάνω στις σελίδες, αν σε πάρει κατά λάθος καμιά, ξαναγίνεσαι δεκαοκτώ χρονώ και βγαίνεις με ινδικά φουλάρια στους δρόμους. Θυμάσαι τους Roxy Music: in every dreamhome a heartache. Τότε που το σπίτι κινδύνευε να γκρεμιστεί από μια βιόλα. Είναι μερικά μέρη στο βιβλίο που νομίζεις ότι τα έχει γράψει ο Keith Richards με την κιθάρα του· φωνάζουν if Ι don't get some shelter, Ι'm gonna fade away. Με μία διαφορά: Η κατακτημένη ωριμότητα του χρόνου φτιάχνει, δίπλα στο στυλ και τη μουσικότητα της γραφής, εικόνες υψηλού λογοτεχνικού «πυρετού». Εδώ χρειάζεσαι κομπρέσες. Τα μαύρα γράμματα, όχι μόνο κόβουν, αλλά αυτή τη φορά και καίνε - όπως και να το κάνεις, η βαρύτητα και το άχθος της ηλικίας έχουν να επιδείξουν, κι αυτά με τη σειρά τους, τα αόρατα πλεονεκτήματα των εποχών που παρήλθαν:
«Ολα τα σπίτια της παιδικής ηλικίας θα έπρεπε να ανοίγουν στη μνήμη σαν τριαντάφυλλα... όμως εκείνο το σπίτι έρχεται προς το μέρος μου, αφήνοντας μέσα σε μια λεπτή ομίχλη τους αρμούς του, έτοιμο να ανοίξει σαν ματωμένο τριαντάφυλλο όταν σκύβω άλλη μια φορά πάνω από το μυστικό του. Το σπίτι πλησιάζοντάς με μικραίνει. Και το ίδιο και το ανθρώπινο περιεχόμενό του μπαίνουν μπροστά στα μάτια μου σε μια διαδικασία σμίκρυνσης. Σε λίγο, σε πολύ λίγο, μου φτάνει μέχρι τα γόνατα».
Από τη Νέα Σμύρνη και τη Βομβάη ώς το Πεκίνο και τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, και από την πλατεία Κολωνακίου ώς την Αϊτή και τον Πολικό Κύκλο, την Κούβα και τις Ινδίες, τα όρια του κόσμου της Μήτσορα είναι τα όρια της γλώσσας της - όπως μας λέει ο Wittgenstein. Σ' αυτόν τον πολυσύχναστο κόσμο ο κοινωνικός ιστός έχει καταλυθεί. Μέσα από τις στάχτες των χαρακτήρων και των συνοικιών, αναδύονται με μεγαλοπρέπεια, σαν αρχαία θαμμένα μυστικά, οι αρχές της συντροφικότητας, της αγάπης και της αυτογνωσίας, περισσότερο ως εσωτερικές λαχτάρες, παρά ως πραγματοποιήσιμες δυνατότητες.
Εκεί, τα πάντα έχουν κριθεί. Οι λέξεις βασιλεύουν. Αντικείμενα και μορφές -το παιδικό της καρότσι, η απαραίτητη γάτα, το μικρό ροζ κρεβατάκι με τα κάγκελα που πάνω τους κρεμόταν η ανάγκη της απόδρασης, η υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα επιβεβλημένη απ' τους γονείς, ο μυστηριώδης Αλέκος Χαρούβλης, η μανία καταδίωξης, το τρομερό μάτι του Θεού, ο πρώιμος βουδισμός, η Ελένα Μακάροβα, το ροκ εν ρολ, η βιβλιοθήκη του πατέρα, όλα, λες και φυτρώνουν από μέσα της, σαν ενθύμια φρίκης, όταν ακόμα ο κόσμος ήταν καινούριος, για να μετάσχουν μαζί στο αιώνιο παιχνίδι της φυγής, για να βρούν τη μοιραία εξίσωση.
Η Μαρία είναι ένας συλλεκτικός άνθρωπος. Με τους συλλεκτικούς φόβους του, που αντέχουν. Κάποια στιγμή, όταν φοβάσαι -τους ανθρώπους ή τους φόβους σου-, ανοίγεις μια καταπακτή και χώνεσαι μέσα. Εκεί σε περιμένει ο εαυτός σου. Οι λέξεις. Αρχίζεις να τις ξεφλουδίζεις σαν τρελός, να τους χαλάς το στρίφωμα. Είναι πολύ σκοτεινά, για να φτάσεις στο φως πρέπει πρώτα να καείς. Η Μαρία τα κατάφερε. Κάηκε για να ξαναγεννηθεί. Εγινε ο ήλιος δύω.
Οι ιστορίες της μακροημέρευσαν σαν τα καλά κρασιά στο κελάρι, πάλιωσαν ευεργετικά και συνεσταλμένα, αλλά όποτε τους δίνεται η ευκαιρία -και τους δίνεται συχνά- το σκάνε απ' την καταπακτή ή απ' το ανοιχτό παράθυρο και παίρνουν τους δρόμους. Για μια σκαστή βόλτα στο φως. Στα δισκάδικα της Ηφαίστου χειμώνα καιρό, σε αυλές με μαρμαρωμένες τριανταφυλλιές και βασιλικούς, κάτω απ' τη στέγη του κόσμου. Για να συναντήσουν αυτό που χάθηκε και δεν είναι άλλο από την εφήμερη γοητεία του παρελθόντος που επεμβαίνει στο παρόν, επηρεάζοντας το μέλλον. Εχουν το χάρισμα να εξαπλώνονται. Σαν φήμη, που διαδίδεται από στόμα σε στόμα στη σκοτεινή πλευρά της πόλης..
Μέσα τους τρέχει το κείμενο, άλλοτε δοκιμιακό, αυστηρά προσανατολισμένο στην αγωνία της συγγραφής, άλλοτε αδιόρατα μυθοπλαστικό, με κρεμασμένους και θανατερά ξόρκια, άλλοτε εξομολογητικό, με πονεμένα μέρη και βιωμένες στιγμές, όμως πάντα ποιητικό, στέρεο, εμπνευσμένο: «Έξω τώρα ψιλοβρέχει. Από το παράθυρο περνάνε τα περιπλανώμενα κομμάτια των ιστοριών μου. Περνάνε σαν ουράνια σώματα. Μας ενώνει και μ' αυτά, όπως με τη Μιράντα, μας ενώνει και μας χωρίζει μια μεγάλη έλξη... Η ζωή ερωτεύεται πάλι και πάλι τις πιο αρχαίες πληγές της, για να τις σβήσει σβήνοντας».
Το «Με λένε Λέξη» έρχεται, σαν από μηχανής επιστέγασμα μιας πορείας, να στρογγυλοκαθήσει στον θρόνο της ξανακερδισμένης λογοτεχνίας. Και να την αναποδογυρίσει με μια ματιά: αποτυπώνοντας το αστικό, κυρίως, τοπίο -σαν άλλη περίπτωση Χρήστου Βακαλόπουλου- και τον κοινό κώδικα μιας μερίδας ανθρώπων που έμειναν υποφωτισμένοι, παραβατικοί, να ξύνουν τις πληγές τους και να αιφνιδιάζουν, όποτε μπορούν, τη γλωσσική, και όχι μόνο, «έννομη τάξη».
Η Μήτσορα μπορεί, πλέον, να μεγαλώσει τον εαυτό της. Και να το κάνει υπέροχα, με γνώση των συνεπειών: σαν μια μοιραία, μυστική και τελεσίδικη χορογραφία. Είναι γεγονός ότι ο τρόπος που διαβάστηκε, αν και εφόσον διαβάστηκε, συνδεόταν πάντα με τον σκοτεινό μύθο που τη συνόδευε. Η καλτ σφραγίδα την ακολουθούσε παντού. Τώρα είναι καιρός να αρχίσει -και αυτό νομίζω άρχισε με το «Καλός καιρός / Μετακίνηση»- να τινάζει τη σκόνη του περιθωρίου απ' την παλιά καμπαρντίνα της. Ούτως ή άλλως, «όσοι εξασκούνται στη γοητεία δυσκολεύονται να μεγαλώσουν». Η αμιγώς λογοτεχνική αξία της είναι πολύ μεγάλη: σε βαθμό κακουργήματος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ