Κωνσταντίνος Τζούμας
Ως εκ θαύματος
εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 408, 18 ευρώ
«Μ' αρέσει όταν η μαμά βγαίνει για ψώνια και με παίρνει μαζί της στην αγορά. Φοράει γκρι γόβες με ασορτί φιδίσια τσάντα φάκελο, τα σοκολατένια γυαλιά ηλίου, όταν τα βγάζει, κλείνουν στα τέσσερα και μπαίνουν σε μια δερμάτινη θήκη σαν μισοφέγγαρο, οι άντρες στον δρόμο την κοιτάνε και συχνά την πειράζουν, κάνει ότι δεν ακούει, μου ρίχνει πάντα μια λοξή ματιά και γω κάνω ότι δεν καταλαβαίνω και κοιτάζω κάπου μακριά, μια βιτρίνα, ένα καράβι στο λιμάνι, κάτι κοριτσάκια με παγωτά».
(από το βιβλίο, σελ.15)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι που αναγνωρίζονται περισσότερο από την αύρα που τους ακολουθεί και σαν ένα κλείσιμο ματιού στο τυχαίο, σαν ένα παιγνιώδες, αλλά μεγαλοφυές τελικό κόλπο, την αφήνουν να διαρρέει γύρω τους, εν είδει υποψίας, υπαινισσόμενοι απλώς τους εαυτούς τους. Εχουν την ικανότητα να σκηνοθετούν στο ακέραιο τις κινήσεις τους και μετά, σαν σε βίντεο, να μετέχουν υπερφωτισμένοι ενός ναρκισσισμού που δεν αφήνει ίχνη, αλλά εμβλήματα.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι γεννημένοι νικητές. Δεν τους κλονίζει το χάος -άλλωστε, απ' αυτό αντλούν- δεν τους αποθαρρύνει η ζοφερή πραγματικότητα· πάνε και χτίζουν δίπλα της, με απαράμιλλο στυλ, τη δική τους πραγματικότητα. Εχουν την εντολή να σχηματίσουν τον νέο κόσμο.
Φαίνεται πως όταν γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Τζούμας (1944), αντί να τον τυλίξουν σε πάνες, τον τύλιξαν σε καβαφικούς στίχους: Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ. Επαιζαν βεβαίως και μουσικές τότε. Μεγάλες μουσικές. Πολύ ροκ εν ρολ. Και τζαζ. Κάποιο στυλ. Και συμμορίες. Ενδιαφέροντες τύποι. Η Αθήνα ήταν μια πόλη με παντελόνια σωλήνες και μαύρα καστόρινα γιλέκα, χωρισμένη στα δύο, η μισή κόντρα, η μισή υπέρ· στους κανόνες που ίσχυαν. Οι γυναίκες ήταν προχωρημένες, θύμιζαν όλες τη Νάταλι Γουντ. Μοναδικές, σαν τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων και των ταινιών, ιδανικές για εξιδανίκευση. Κατέβαιναν βόλτες στο Πασαλιμάνι, τότε που ο Πειραιάς ήταν ακόμα πάρκο δολοφονικών κορμιών. Μπορούσες να δεις καθαρά μέσα τους. Μια «Βηρυτός έβγαινε απ' τα σκέλια τους», τα πόδια τους ήταν κλεμμένα αγάλματα. Δίπλα, ο Ολυμπιακός του Σιδέρη και του Μποτίνου. Τα ποιήματα. Πώς είναι να φιλιέσαι κάτω απ' τη βροχή υπό τους ήχους του Ballad of a thin man του Bob Dylan ή απαγγέλλοντας στίχους του Dylan Thomas;
Υπήρχε ένας διάχυτος εστετισμός στην ατμόσφαιρα, στα τραπεζάκια των μαγαζιών, στις πλατείες, που μπερδευόταν με το «ωχ, καημένε». Διάφορα κρεβάτια. Ενα παράλληλο σύστημα που πολιορκούσε το σύστημα με πάρτι και θεατρικά δρώμενα, ένας ερωτικός κόσμος, μια εξωφρενική αθωότητα: «Στα αθηναικά πάρτι πάντα οι όμορφες που βάζουμε στο μάτι είναι απ' τη Νέα Σμύρνη, πάει στοίχημα;» Ως εκ θαύματος τα πράγματα κυλούσαν υπέροχα.
Και ο Κωνσταντίνος Τζούμας; Μια φοβερή μούρη, ένας Ντόριαν Γκρέι βγαλμένος απ' τους «Καταραμένους» του Βισκόντι, ένας κοσμοπολίτης Ziggy Stardust, ένας ανδρόγυνος σταρ per l' amore del arte - όπως είχε πει και ο Χορν. Μια φυσιογνωμία του τύπου «εντάξει μωρέ, μην το κάνουμε και θέμα», που αγκάλιασε κάθε τι καλλιτεχνικό, ακριβώς επειδή περιείχε όλα τα απαγορεύεται του κόσμου σε εκρηκτικές δόσεις. Ο σνομπισμός και το ακριβό χιούμορ του ακουμπούσαν απ' ευθείας στον Οσκαρ Ουάιλντ. Η ζωή του ήταν μια διαφήμιση της pop art. Μπάνικη. Intellectual. Ενας μονόλογος με τον εαυτό του - αλλά σε ανοιχτή ακρόαση, μια απολιτίκ επανάσταση, μια υπέροχη ουτοπία που ήταν και έμενε υπέροχη γιατί είναι και μένει ουτοπία.
Οταν ο «προοδευτικός κόσμος» αγωνιζόταν κατά της δικτατορίας, ο Τζούμας και η παρέα του αγωνίζονταν να επιβάλουν το σινεμά του Γκοντάρ, του Φελίνι, του Μπονιουέλ. Τότε που ο κόσμος περίμενε τον Καραμανλή στο αεροδρόμιο, ο Τζούμας περίμενε τον Γκοντό. Κι ας μην ερχόταν, αυτό άλλωστε ήταν που έδινε αξία στην αναμονή. Διαφορά απόψεων; Αισθητικής στάσης; Μπορεί, πάντως ο Κωνσταντίνος τού έδωσε και κατάλαβε. Την έκανε κυριολεκτικά ψώνιο. Και αφού τα βαρέθηκε όλα, το γύρισε στο ραδιόφωνο. Η πρωινή του εκπομπή στον «Εν λευκώ», 10-12πμ, έγινε διάσημη από τους καγχασμούς και τα ιταλικά του. Και τη μεγάλη αγάπη του για τα βιβλία. Το καλό γούστο δεν κρύβεται. Ούτε η ευφυΐα.
Ολα αυτά τα χρόνια που εκτενώς περιγράφονται στο «Ως εκ θαύματος», τον πρώτο από τους τρεις τόμους που θα συγκροτήσουν τη μυθιστορηματική του αυτοβιογραφία, η άμυνά του υπήρξε η δήθεν ελαφρότητα. Η χαριτωμενιά. Η καπάκι ατάκα. Το «δεν θα σκάσουμε κιόλας», που από κάτω του έκρυβε μια απίστευτη περιέργεια για όλα, έγινε τεχνική επιβίωσης. Απέκτησε οπαδούς. Φανατικούς. Ηταν, μάλλον, γιατί ο ασφαλέστερος τρόπος να πάρεις στα σοβαρά τα πράγματα είναι να μην πάρεις στα σοβαρά τίποτα. Αλλωστε το λέει και ο Μπέκετ και το επαναλαμβάνει συχνά στις εκπομπές του ο Κωνσταντίνος: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο πραγματικό απ' το τίποτε».
Το περιβάλον του βιβλίου είναι θρυλικό, σαν το Aftermath των Stones - σχεδόν ένα κειμήλιο από μια δεκαετία που σημάδεψε τις ζωές μας. Ολες του οι σελίδες είναι μια παρέα και η υπεράσπισή της. Από τα πρώτα παιδικά χρόνια μετά τον πόλεμο μέχρι το ταξίδι στη Νέα Υόρκη, ο Πειραιάς και οι γνωστές μούρες, το παλιό Πασαλιμάνι, τα Καμίνια, το μαύρο γυαλιστερό κυλοτάκι της δασκάλας κάτω απ' την έδρα, η αχόρταγη εφηβεία στα κλαμπ, τα καφέ του Κολωνακίου, η θάλασσα του Φαλήρου, τα σκασιαρχεία, οι εξοχές στο Αστρος Κυνουρίας, τα γκολφ παντελόνια, η αντροπαρέα του στρατού, οι θεατράνθρωποι και οι σχολές τους, τα ιστορικά στέκια, οι γυναίκες-φιγουρίνια με τα διαφανή πόδια και την αλμυρή ήβη, οι καρό πλισέ φούστες, οι ατέλειωτες μουσικές, ο ελεύθερος έρωτας, οι χοντρές πλάκες και οι ξενυχτάδικες συζητήσεις είναι εδώ. Παντού. Γύρω γύρω όλοι, σαν ανελέητο κυνηγητό στους κήπους της παιδικής μας ηλικίας. Ο σημερινός εκδότης Θανάσης Καστανιώτης ήταν τότε ο ξανθός με τα ρεβέρ που σύχναζε στο On the rocks και όλες οι γκόμενες ήταν ερωτευμένες μαζί του.
Οταν η τιμωρία για ένα μικρό παιδί είναι το «δεν έχει Σινεάκ αύριο», αντί για το «δεν θα σου πάρω ποδήλατο», μπορείτε εύκολα να καταλάβετε ότι εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά. Ο Χοντρός-Λιγνός και ο Σαρλό δεν έχουν υλική υπόσταση. Είναι, όμως, Τέχνη - και οι λέξεις της Τέχνης είναι αμείλικτες. Αυτό φτάνει. Μην περιμένετε λοιπόν να γράψω για συγκοπές φράσεων, συνεκδοχές, γλωσσοκεντρικούς ιδιωματισμούς, συνδηλώσεις, διακειμενικότητες ή μετωνυμικές παρεκτροπές. Αυτά είναι σαχλαμάρες· άλλωστε, το είπε και ο Γκίντερ Γκρας, στην επίσκεψή του στην Αμερική, όταν εκθείασε τη Νέα Υόρκη, αλλά κατακεραύνωσε τους κριτικούς της: «Ολο για σύμβολα μιλάνε. Εγώ δεν τα βλέπω πουθενά»...
Στο βιβλίο συμβαίνουν γεγονότα που είναι εμείς, σελίδες που είναι εμείς, φράσεις που είναι εμείς. Και συμβαίνουν με κομψότητα, συμβαίνουν με χιούμορ, συμβαίνουν με αισθητική. Μια ιστορία που στάζει αυθεντικότητα και θα πρέπει να σκεπάσουμε τις λέξεις της για να μην κρυώνουν. Ενας καταιγισμών αγαπησιάρικων εικόνων· απ' αυτές τις δικές μας που φυλάμε για καύσιμο στα γεράματα.
Οταν οι περισσότεροι άλλοι είναι συνήθως αυτό που δεν είναι, ο Τζούμας είναι πάντα αυτό που είναι. Ενας οριεντάλ τύπος, έξω από κάθε πρότυπο. Και το δείχνει, σχεδόν πετώντας το καταπρόσωπο, περιφρονητικά, μακριά απ' την «πολλήν συνάφεια του κόσμου».
«Κάπως έτσι μεγαλώσαμε...σαν ένα στοίχημα κόντρα σε κανόνες που δεν ίσχυαν, ενός συστήματος που δεν υπήρχε. Ευτυχώς, όμως, τα καλύτερα παιδιά που κάναμε παρέα, μας έκαναν να νιώθουμε ότι δεν ήμασταν μόνοι, ακόμη κι όταν μας έζωναν τα φίδια με κείνο το ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμο έξω του Αλεξανδρινού, καίτοι είχαμε ακούσει και κρότους χτιστών και ήχους μαστόρων...».
Μπιεν σουρ. Εξακτεμάν σα. 'Ή, σε ακραία ελληνικά: Ν' αγιάσει το στόμα σου, ρε μεγάλε. Οι κοινωνίες χρειάζονται τους υποβολείς τους για να ξεκολλήσουν κι ένας καλός υποβολέας είναι το «Ως εκ θαύματος». Δημιουργεί την απαραίτητη ατμόσφαιρα, απελευθερώνει, καταλύει. Τι άλλες ανατροπές, δηλαδή, μπορούμε να περιμένουμε; Πλοκής; Χαρακτήρων; Εντάξει, δεν θα σκάσουμε κιόλας, γι' αυτά υπάρχουν άλλα βιβλία.
Το «Ως εκ θαύματος» στοιχειώνεται από έναν αντικομφορμισμό που κυρίως εστιάζει στο τρίπτυχο Κινηματογράφος - Μουσική - Θέατρο. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό το γεγονός ότι η σχεδόν τριακονταετία που περιγράφεται (1945-1973) στις σελίδες του, περιλαμβάνει έναν πόλεμο, μια δικτατορία, αρκετές ανατροπές κυβερνήσεων, μια αλλαγή πολιτεύματος, δολοφονίες αντιφρονούντων, οικονομικές αναταράξεις, ιστορικούς κύκλους, που κανένας τους δεν βρίσκει την έστω μικρή θέση του στη σουρεάλ και ελλειπτική αφήγηση του Τζούμα. Αλλού επικεντρώνεται ο φακός του και ο λόγος είναι προφανής: Στις μεγάλες και ανθεκτικές αλήθειες δεν χωρούν τα αυτονόητα. Κυριαρχεί το αγαπησιάρικο, το προσφιλές, το ιδιαίτερο. Το δικαίωμα στο «διαφορετικό». «Κανένας σπουδαίος καλλιτέχνης δεν βλέπει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Αν το έκανε, θα έπαυε να είναι καλλιτέχνης», λέει ο Οσκαρ Ουάιλντ στην «Παρακμή του ψεύδους». Αν σε αυτό το ουαϊλδικό απόφθεγμα προσθέσουμε μια παιδικότητα που επιμένει να λάμπει, γιατί μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τον κόσμο των «μεγάλων» με τα ανεξέλεγκτα ωράρια, τα τεράστια τζιπ, και τα δυσκοίλια βλέμματα, τότε έχουμε το στάτους κβο αυτού του βιβλίου, τη θέαση, ουσιαστικά, μιας ζωής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μεγάλωσε χωρίς εισαγωγικά:
«Της ψήναμε το ψάρι στα χείλη της μητέρας μας για να το φάμε. Στην κυριολεξία. Επειδή φοβόμαστε τα κόκαλα, η μητέρα μας το 'βαζε πρώτα στο στόμα της και μετά στο δικό μας, μόνον η Μαίρη είχε πάρει τον αέρα του ψαριού. Το καθάριζε όπως οι γάτες στα σκίτσα των αναγνωστικών της πρώτης Δημοτικού. Μας άρεσαν μόνον οι τηγανητές πατάτες, τα μακαρόνια και τα μπιφτέκια. Τα φασολάκια είχαν κλωστές, τα κολοκυθάκια γένια, οι μπάμιες μύξες και οι μελιτζάνες ήταν πικρές, τα όσπρια τα τρώγανε οι φτωχοί και τα γεμιστά τα καλοκαίρια στις διακοπές τους οι συνταξιούχοι· δεν μας άρεσε τίποτα σε μένα και στις αδελφές μου».
Νομίζω ότι είναι κρίμα που ο Κωνσταντίνος Τζούμας άργησε τόσο πολύ να γράψει. Το στέρησε από μας, το στέρησε απ' τον εαυτό του. Από το 1979 τουλάχιστον, που ο φίλος του σκηνοθέτης Νίκος Νικολαΐδης κυκλοφόρησε, στον ίδιο εκδότη, τον «Οργισμένο Βαλκάνιο», μια άλλη λογοτεχνία έβγαζε σιγά σιγά το κεφάλι της έξω απ' το νερό και μιλούσε για πράγματα που ήταν ταμπού για την πνευματική νομενκλατούρα της εποχής. Διαπραγματευόταν με νέους όρους τη «λογοτεχνικότητα» ενός κειμένου και αποκάλυπτε μια άλλη πλευρά που, τι να κάνουν, αναγκάστηκαν εκ των υστέρων να τη δεχτούν και οι εμπλεκόμενοι με τον χώρο, για να μη θεωρηθούν «αδιάβαστοι». Οι κανόνες πήγαν περίπατο - δηλαδή, εκεί που έπρεπε. Ηταν η ώρα να ανοίξει την πόρτα ο Κωνσταντίνος Τζούμας και να πει «Χαίρετε, είμαι κι εγώ εδώ, ήρθα για να μαζέψουμε τα σπασμένα. Από πού αρχίζουμε;» Δεν το έκανε, για τους δικούς του λόγους. Κράτησε το μηδέν του κοντέρ σαν να ήταν φανάρι. Τώρα, όμως, ως εκ θαύματος, υπάρχουν δύο ακόμα πειστήρια που ολοκληρώνουν τον κύκλο της ζωής του, ανακαλώντας στη μνήμη όλα τα επεισοδιακά μέρη της. Το πρώτο απ' αυτά μόλις κυκλοφόρησε (6 Απριλίου) από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τίτλος: Complete unknown. Dylan, φυσικά. Τα χρόνια της Νέας Υόρκης.
Τι ωραία! Επιτέλους, υπάρχουμε.