(για τον Πέτρο)
Μίλαγε λίγο, ελάχιστες κουβέντες. Αποθήκευε τις λέξεις στα κουράγια του. Αν ήταν ποιητής, θα ήταν από τους καλύτερους της γενιάς του. Δεν ξέρω γιατί πίστευε ότι θα του χρειαστούν στο μέλλον – ποιο μέλλον; - δεν ξέρω καν αν το έκανε γι αυτό. Το χαμόγελό του όμως, είχε κάτι απ’ τις δεκαετίες του 30 και του 40: Έβλεπες εκεί μέσα γιαγιάδες να τρέχουν να σου φέρουν ένα ποτήρι νερό, νεαρούς να πηδάνε μάντρες και να το σκάνε απ’ το σχολείο, έφηβες κοπελίτσες να κοκκινίζουν από ντροπή σε ένα βλέμμα, τον εφημέριο του χωριού να διαβάζει εφημερίδα στο καφενείο της πλατείας κάτω από τον πλάτανο, κρυφά τσιγάρο σε μια αποθήκη με σανό, όταν τα άλογα δούλευαν στο χωράφι. Ήταν χωριό το χαμόγελό του, όχι πόλη. Υπήρχε εκεί, αντί της σιωπής, για να φωτίζει το πρόσωπο, να το κάνει να απεκδύεται χαρακτηριστικά, προορισμούς, ιδιότητες. Υπήρχε εκεί για να διαφημίζει το τραγούδι.
Πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή… Κι ο Μητροπάνος, ένας Σημίτης χωρίς τις ελιές, ένας Nick Cave που τυχαία βρέθηκε στα ζειμπέκικα να κάνει καριέρα ροκ σταρ – ή μήπως είναι το ίδιο; - να του μοιάζει στη ξαστεριά, να πηγαίνουν οι λεβεντιές παρέα, καταστρέφοντας η μία την άλλη. Του άρεσε ο Μητροπάνος.
Όταν ήμουν μικρός ήταν για μένα ένας πελώριος μύθος. Έβγαινε από τις δουλειές, από τις γυναίκες, από τις υποχρεώσεις, με την ευκολία που ανοίγει κανείς την πόρτα του σπιτιού του για να βγει βόλτα. Και κοίταζε πίσω, χαμογελώντας, σαν να επρόκειτο για μια ακόμη ζαβολιά. Ο σταθερός, και ίσως μοναδικός του, σύνδεσμος με την επίγεια πραγματικότητα ήταν ο σύνδεσμος οπαδών της ΑΕΚ. Τον έλεγα «μικρό» γιατί ήμουν σε ηλικία που ήθελα συνεχώς να μεγαλώνω, κι εκείνος το δεχόταν με ευχαρίστηση γιατί ήταν σε ηλικία που του άρεσε να κρύβει χρόνια. Τις Κυριακές με έπιανε απ’ το σβέρκο – όπως οι γάτες βουτάνε τα παιδιά τους – και πηγαίναμε Νέα Φιλαδέλφεια να παρακολουθήσουμε τους αγώνες του Παπαιωάννου, του Πομώνη, του Παπαεμμανουήλ, του Νικολαίδη, του Σκευοφύλακα, του Καραφέσκου, του Βασιλείου, του Τόσκα. Στα δέκα μου γλίστρησα, χωρίς να το θέλω, προς τον πρωταθλητισμό. Το Καραισκάκη ήταν δίπλα μου, έγινα Ολυμπιακός. Δεν μου έκανε ποτέ ένα δηκτικό σχόλιο, δεν παραπονέθηκε ποτέ για την «προδοσία» μου, ίσως γιατί αναγνώριζε ότι στα οκτώ σου δεν είναι δυνατόν να έχεις πλήρως διαμορφώσει οπαδική συνείδηση.
Θυμάμαι ένα αγώνα κυπέλλου, ήμουν πια δεκαοκτώ, ο Ολυμπιακός κέρδισε 1 – 0 μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, με γκολ του Κοκολάκη στο 85’. Καθόμασταν δίπλα δίπλα, εκείνος με το κίτρινο κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό του, εγώ με το κόκκινο στο χέρι. Έβρεχε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, είχαμε γίνει μούσκεμα, μου είπε «τα κάναμε μούσκεμα, σήμερα», του είπα «μικρέ, χάσατε» και μπήκαμε στο αμάξι. Πέρασαν πολλά χρόνια, άλλα καλά, άλλα λιγότερο καλά, μεγαλώσαμε κι άλλο. Κι αυτός κι εγώ.
Την προηγούμενη Τετάρτη, η ΑΕΚ έπαιζε στο ΟΑΚΑ τη ρεβάνς με την Ξάνθη για το κύπελλο, ο Πέτρος ήταν φυσικά εκεί. Δεν έλειπε ποτέ απ’ την ομάδα του, μόνο απ’ τη ζωή του. Στο γκολ του Μπλάνκο στο 83, μαζί με την πρόκριση, μια κίτρινη σκάλα έπεσε απ’ τον ουρανό. Τον είδα να την ανεβαίνει σαν ακροβάτης, με πρησμένη κοιλιά: πήγαινε να παραλάβει το κύπελλο. Πριν δέκα χρόνια είχε φτάσει ξανά στον τελικό, ήταν μια ανάσα απ’ το τρόπαιο, το έχασε όμως στις καθυστερήσεις απ’ τους γιατρούς.
Σε κάποια στιγμή η σκάλα σκεπάστηκε απ’ τα καπνογόνα, σαν να κόπηκε απότομα. Τον έχασα, όπως χάνεται η προοπτική στους πίνακες του Τσόκλη, όπως ξηλώνεται ένα σύννεφο απ’ τον ουρανό. Η Τέχνη δεν κατάφερε ποτέ να αλλάξει τον κόσμο, το μόνο που έκανε ήταν να παίρνει συνεχώς παράταση ζωής, να ξεγελάει τον χρόνο. Εκείνος δεν μπόρεσε, έγινε φωτογραφία στο σπίτι της Όλγας. Μα, αυτό είναι προορισμένοι οι άνθρωποι να γίνουν; Φωτογραφίες;
Μίλαγε λίγο, ελάχιστες κουβέντες. Αποθήκευε τις λέξεις στα κουράγια του. Αν ήταν ποιητής, θα ήταν από τους καλύτερους της γενιάς του. Δεν ξέρω γιατί πίστευε ότι θα του χρειαστούν στο μέλλον – ποιο μέλλον; - δεν ξέρω καν αν το έκανε γι αυτό. Το χαμόγελό του όμως, είχε κάτι απ’ τις δεκαετίες του 30 και του 40: Έβλεπες εκεί μέσα γιαγιάδες να τρέχουν να σου φέρουν ένα ποτήρι νερό, νεαρούς να πηδάνε μάντρες και να το σκάνε απ’ το σχολείο, έφηβες κοπελίτσες να κοκκινίζουν από ντροπή σε ένα βλέμμα, τον εφημέριο του χωριού να διαβάζει εφημερίδα στο καφενείο της πλατείας κάτω από τον πλάτανο, κρυφά τσιγάρο σε μια αποθήκη με σανό, όταν τα άλογα δούλευαν στο χωράφι. Ήταν χωριό το χαμόγελό του, όχι πόλη. Υπήρχε εκεί, αντί της σιωπής, για να φωτίζει το πρόσωπο, να το κάνει να απεκδύεται χαρακτηριστικά, προορισμούς, ιδιότητες. Υπήρχε εκεί για να διαφημίζει το τραγούδι.
Πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται σιωπή… Κι ο Μητροπάνος, ένας Σημίτης χωρίς τις ελιές, ένας Nick Cave που τυχαία βρέθηκε στα ζειμπέκικα να κάνει καριέρα ροκ σταρ – ή μήπως είναι το ίδιο; - να του μοιάζει στη ξαστεριά, να πηγαίνουν οι λεβεντιές παρέα, καταστρέφοντας η μία την άλλη. Του άρεσε ο Μητροπάνος.
Όταν ήμουν μικρός ήταν για μένα ένας πελώριος μύθος. Έβγαινε από τις δουλειές, από τις γυναίκες, από τις υποχρεώσεις, με την ευκολία που ανοίγει κανείς την πόρτα του σπιτιού του για να βγει βόλτα. Και κοίταζε πίσω, χαμογελώντας, σαν να επρόκειτο για μια ακόμη ζαβολιά. Ο σταθερός, και ίσως μοναδικός του, σύνδεσμος με την επίγεια πραγματικότητα ήταν ο σύνδεσμος οπαδών της ΑΕΚ. Τον έλεγα «μικρό» γιατί ήμουν σε ηλικία που ήθελα συνεχώς να μεγαλώνω, κι εκείνος το δεχόταν με ευχαρίστηση γιατί ήταν σε ηλικία που του άρεσε να κρύβει χρόνια. Τις Κυριακές με έπιανε απ’ το σβέρκο – όπως οι γάτες βουτάνε τα παιδιά τους – και πηγαίναμε Νέα Φιλαδέλφεια να παρακολουθήσουμε τους αγώνες του Παπαιωάννου, του Πομώνη, του Παπαεμμανουήλ, του Νικολαίδη, του Σκευοφύλακα, του Καραφέσκου, του Βασιλείου, του Τόσκα. Στα δέκα μου γλίστρησα, χωρίς να το θέλω, προς τον πρωταθλητισμό. Το Καραισκάκη ήταν δίπλα μου, έγινα Ολυμπιακός. Δεν μου έκανε ποτέ ένα δηκτικό σχόλιο, δεν παραπονέθηκε ποτέ για την «προδοσία» μου, ίσως γιατί αναγνώριζε ότι στα οκτώ σου δεν είναι δυνατόν να έχεις πλήρως διαμορφώσει οπαδική συνείδηση.
Θυμάμαι ένα αγώνα κυπέλλου, ήμουν πια δεκαοκτώ, ο Ολυμπιακός κέρδισε 1 – 0 μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, με γκολ του Κοκολάκη στο 85’. Καθόμασταν δίπλα δίπλα, εκείνος με το κίτρινο κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό του, εγώ με το κόκκινο στο χέρι. Έβρεχε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, είχαμε γίνει μούσκεμα, μου είπε «τα κάναμε μούσκεμα, σήμερα», του είπα «μικρέ, χάσατε» και μπήκαμε στο αμάξι. Πέρασαν πολλά χρόνια, άλλα καλά, άλλα λιγότερο καλά, μεγαλώσαμε κι άλλο. Κι αυτός κι εγώ.
Την προηγούμενη Τετάρτη, η ΑΕΚ έπαιζε στο ΟΑΚΑ τη ρεβάνς με την Ξάνθη για το κύπελλο, ο Πέτρος ήταν φυσικά εκεί. Δεν έλειπε ποτέ απ’ την ομάδα του, μόνο απ’ τη ζωή του. Στο γκολ του Μπλάνκο στο 83, μαζί με την πρόκριση, μια κίτρινη σκάλα έπεσε απ’ τον ουρανό. Τον είδα να την ανεβαίνει σαν ακροβάτης, με πρησμένη κοιλιά: πήγαινε να παραλάβει το κύπελλο. Πριν δέκα χρόνια είχε φτάσει ξανά στον τελικό, ήταν μια ανάσα απ’ το τρόπαιο, το έχασε όμως στις καθυστερήσεις απ’ τους γιατρούς.
Σε κάποια στιγμή η σκάλα σκεπάστηκε απ’ τα καπνογόνα, σαν να κόπηκε απότομα. Τον έχασα, όπως χάνεται η προοπτική στους πίνακες του Τσόκλη, όπως ξηλώνεται ένα σύννεφο απ’ τον ουρανό. Η Τέχνη δεν κατάφερε ποτέ να αλλάξει τον κόσμο, το μόνο που έκανε ήταν να παίρνει συνεχώς παράταση ζωής, να ξεγελάει τον χρόνο. Εκείνος δεν μπόρεσε, έγινε φωτογραφία στο σπίτι της Όλγας. Μα, αυτό είναι προορισμένοι οι άνθρωποι να γίνουν; Φωτογραφίες;
Ο Θεός τώρα του έχει απονείμει το κύπελλο και ο Πέτρος, καμαρωτός, με κείνο το χαμόγελο του αποχαιρετισμού, πανηγυρίζει στα αποδυτήρια, γεμίζοντας το έπαθλο σαμπάνια.
Δεν ήταν κανένας επώνυμος των γραμμάτων, κάποιος μεγάλος στοχαστής που άφησε το αποτύπωμά του στον κόσμο. Ούτε καν κάποιος συγγραφέας που μου άρεσε. Ήταν, όμως, ο αδελφός μου.
Δεν ήταν κανένας επώνυμος των γραμμάτων, κάποιος μεγάλος στοχαστής που άφησε το αποτύπωμά του στον κόσμο. Ούτε καν κάποιος συγγραφέας που μου άρεσε. Ήταν, όμως, ο αδελφός μου.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 3 Μαρτίου 2009