(η ομιλία της Τιτίκας Δημητρούλια στον "Ιανό", το βράδυ της 14ης Ιανουαρίου, για το βιβλίο μου Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν)
Καλησπέρα σας,
Η επιθυμία μου να μιλήσω σήμερα για τα δημοσιευμένα στον τύπο κείμενα που συγκέντρωσε ο Σταύρος Σταυρόπουλος στο βιβλίο Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, κείμενα εν πολλοίς αυτοβιογραφικά, προσωπικά, υποκειμενικά, κείμενα-ματιές στον μέσα και στον έξω κόσμο ενός ανθρώπου που μιλώντας για την εμπειρία και την οπτική του χτίζει γέφυρες με τους άλλους, έχει να κάνει κατά πρώτον με τα κείμενα αυτά ως είδος λόγου.
Σχετίζεται δηλαδή με την ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα φύση των κειμένων που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά, είτε σε μόνιμες στήλες είτε όχι, και επανέρχονται σε σκηνές του καθ’ ημέραν βίου και σε αισθήματα, σε καλλιτεχνικά αντικείμενα και κρίσιμα γεγονότα, πάντα μετέωρα, ενδιάμεσα, διερωτητικά, ένα απλωμένο χέρι διαλόγου προς τον αναγνώστη.
Κείμενα που κινούνται ανάμεσα στο δημοσιογραφικό και το λογοτεχνικό λόγο, προϋποθέτουν το ύφος, αλλά και αναδέχονται την ποιητικότητα, όπως αποδεικνύεται και από την παρούσα συναγωγή.
Πολύτιμα ερείσματα του τύπου σε μια εποχή που το ηλεκτρονικό και το οπτικοακουστικό καλύπτει και με το παραπάνω την ενημέρωση, αναλαμβάνει τη γνωστοποίηση του γεγονότος με όρους που το έντυπο αδυνατεί να συναγωνιστεί, αυτά τα κείμενα άποψης και γνώμης εμβαθύνουν και επεκτείνουν, ψιθυρίζουν ή κραυγάζουν, υποκείμενα στους περιορισμούς του χρόνου (προθεσμία) αλλά και του συγκεκριμένου αριθμού των λέξεων, μετακινούν διαρκώς τα όρια που χωρίζουν το δημοσιογραφικό από το λογοτεχνικό, όρια εξ ορισμού ρευστά και σίγουρα διαπερατά.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τα όρια αυτά υποχωρούν, εξαφανίζονται ή ενισχύονται στο ύφος του εκάστοτε τεχνίτη της γραφής, κατά περίπτωση, και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η δημοσιογραφία τα αγκιστρώνει στο παρόν, η ενδεχόμενη λογοτεχνικότητα τα απελευθερώνει στο μέλλον, μετατρέποντάς τα από συγκεκριμένες, απτές μαρτυρίες του επικαιρικού και του προσωπικού σε καθόλου αποτυπώσεις της ατμόσφαιρας μιας εποχής.
Καθώς ο χρόνος είναι ο υπέρτατος κριτής και όχι η κριτική, την οποία οι συγγραφείς σταθερά απεχθάνονται, όπως φαίνεται και από τα κείμενα του Σταυρόπουλου αλλά και πλείστων άλλων, ως ανίκανη, πουλημένη, διαπλεκόμενη και προκατειλημμένη και όλα τα συναφή – σε σημείο να αναρωτιέται κάθε φορά ο κριτικός προς τι η απεύθυνση στο πρόσωπό του και να καθησυχάζεται, προφανώς, ότι αυτός κάνει τη διαφορά, σε ένα σχήμα τόσο τυπικό όσο και η μόνιμη αυτή μεμψιμοιρία κατά της κριτικής – δεν θα ήθελα να αποφανθώ για τη διαχρονικότητα κειμένων που δεν έχουν ακόμα κλείσει καλά-καλά μια δεκαετία ζωής.
Έχω την υποψία, την αίσθηση θα έλεγα ότι η ποιητικότητα, η οποία χαρακτηρίζει κάποιες κατηγορίες από αυτά, θα λειτουργήσει υπέρ τους στο χρόνο. Η ταχύτητα των αλλαγών άλλωστε στον καιρό μας, η αλλαγή των αναγνωστικών συμπεριφορών, που ευνοεί τη σύνοψη και τη συνοπτικότητα, δεν ξέρουμε ακόμα πού θα οδηγήσει.
Αντιθέτως, αυτό που μπορώ μετά βεβαιότητας να κάνω είναι να εντοπίσω κάποια χαρακτηριστικά των κειμένων αυτών, κειμένων που προφανώς κερδίζουν το στοίχημα που προανέφερα, όσον αφορά τη διάκριση δημοσιογραφικού και λογοτεχνικού λόγου, όσο και την προσοχή του ειδικού κοινού στο οποίο αναφέρονται: τους ανθρώπους μιας γενιάς αλλά και μιας αισθητικής γενικότερα της διαρκούς εφηβείας και εξέγερσης, με ροκ υπόκρουση.
Μοιρασμένα σε χρώματα που λίγο ακόμα και θα έφτιαχναν το ουράνιο τόξο, κάτι υπερβολικά τέλειο όμως για την οπτική του Σταυρόπουλου, τα κείμενά του κινούνται ανάμεσα στο ημερολόγιο, την αυτοβιογραφία, την κριτική, χαράσσοντας ένα μονοπάτι έντονης εκφραστικότητας σε κάθε περίπτωση, είτε μιλούν για τη χαμένη αθωότητα, τον έρωτα, τον Μπους ή την 17 Νοέμβρη.
Στο κόκκινο, η επιθυμία και η διάψευσή της, η παραφορά και η αναγκαστική αποδοχή του αμετάκλητου, το όνειρο, κείμενα που σε μια άλλη ζωή ήταν σίγουρα ποιήματα, ή θα μπορούσαν να γίνουν στη μετενσάρκωσή τους, λυρικά και ρομαντικά, απελπισμένα και ανεπίδεκτα ωστόσο μαθήσεως, πάντα με την κρυφή προσδοκία να τα στοιχειώνει στο κενό της σελίδας που περισσεύει.
Στο πορτοκαλί, εκείνα που στην άλλη τους ζωή θα μπορούσαν να γίνουν διηγήματα, συσχετίζοντας το ιδιωτικό με το δημόσιο, στο οποίο το προσωπικό συναιρείται με την εμπειρία του άλλου στην πολιτεία, στην αγορά, στις τυχαίες και σημαίνουσες συναντήσεις.
Πράσινο και μπλε, κοντινά χρώματα, κοντινές θεματικές, πρόσωπα, της μουσικής και της λογοτεχνίας, Λέοναρντ Κοέν, Ίγκυ Ποπ, Μπομπ Ντύλαν, Γιώργος Χειμωνάς, Νίκος Νικολαΐδης, Κατερίνα Γώγου, Τζακ Κέρουακ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Σίντ Βίσιους, Κέρτ Κομπέιν, Μάιλς Ντέιβις και Ορνέτ Κόλμαν: απαριθμώ πρόχειρα και με παραλείψεις και ο κατάλογος από μόνος του σημαίνει, δημιουργεί το πλαίσιο μιας συνομιλίας στην οποία ο αναγνώστης προσέρχεται επειδή ακριβώς μοιράζεται κοινές αγάπες, κοινές έγνοιες, μια κοινή αντίληψη του κλασικού και του αντίποδά του, που όμως με άλλους όρους πληροί τα ίδια κριτήρια.
Ένα παράδειγμα, η ανάδειξη της φωνής της Κατερίνας Γώγου. Ένα άλλο παράδειγμα η α-πορία ως προς τον ορισμό της πρωτοπορίας σήμερα, παρά τα πρότυπα και τις αναφορές. Και μέσα από τον καθαγιασμό, το εικονοστάσι επωνύμων αγίων του Σταυρόπουλου, μια διαρκής υπόμνηση του χρόνου που περνά, που πέρασε συντροφιά με όλους αυτούς, ανεπιστρεπτί.
Τα πρόσωπα αυτά, που στοιχειώνουν όλα τα κείμενα στην πραγματικότητα, όπως και οι μουσικές του τέλους, είναι σελίδες και εικονίσματα, δίσκοι και προσευχές, επωδοί που ξορκίζουν τη φθορά του σώματος και της μορφής που είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι, και ακόμα περισσότερο τη φθορά του κόσμου, που σα να βαδίζει σε ένα απρόβλεπτο ταξίδι του χαμού. Ημερολόγια καταστρώματος στο ταξίδι αυτό, τα μωβ κείμενα, η πολιτική κατάσταση, η τόσο επίκαιρη Αμερική, η τόσο επίκαιρη Παλαιστίνη και η εξίσου επίκαιρη τρομοκρατία: κάποια κείμενα του βιβλίου γίνονται πράγματι ζωή, πριν καλά-καλά μεγαλώσουν. Για το κακό και το χειρότερο όμως.
Ας ελπίσουμε ότι με τα ίδια ακριβώς μαγικά θα έρθει σύντομα η «μέρα που θα γεννηθούν οι νέοι σπόροι. Θα βλαστήσουν ανάμεσα στις ρωγμές του σήμερα και θα αναρριχηθούν, κουβαλώντας τον νέο λόγο. Θα είναι ήρεμοι, σχεδόν απαθείς και δεν θα μιλούν για πρωτοπορία. Το βλέμμα τους θα μοιάζει λίγο με το δικό μας, αλλά θα είναι πιο διάφανο, πιο καθαρό. Θα καθρεφτίζει μέσα του λίγη απ’ τη μαγεία και την αρμονία του σύμπαντος», όπως λέει ο συγγραφέας, προτρέποντάς μας να τους φοβηθούμε, να φοβηθούμε προφανώς την ανατροπή που θα φέρουν και την οποία όμως προσδοκούμε.
Αφήνω για το τέλος τα κείμενα περί του νεοελληνικού λογοτεχνικού θεσμού, περί συγγραφέων, εκδοτών και κριτικών, με την αναμενόμενη δριμεία καταδίκη όλων των κακώς κειμένων του χώρου – οι αφορισμοί όμως έχουν ένα χαρακτηριστικό, που συχνά παραγνωρίζεται, αναπαράγουν ως εκ της φύσεώς τους τα σχήματα που ψέγουν, για πολλούς και ποικίλους λόγους.
Ανάμεσα στις καταγγελίες και τις διαμαρτυρίες όμως, που συχνά δεν είναι αβάσιμες, συγγραφείς και βιβλία ως οδόσημα: στην πραγματικότητα το βιβλίο του Σταυρόπουλου είναι σαν τους κύκλους που κάνει μια πέτρα όταν πέφτει στα γαλανά νερά των νησιών του, στα καθάρια πέλαγα των ανέμελων ή οδυνηρών καλοκαιριών: ο μικρότερος κύκλος, το κόκκινο, έπειτα το πορτοκαλί, μετά το κίτρινο, μεγαλύτεροι οι κύκλοι που σχηματίζει το μπλε και το πράσινο, και τέλος το μωβ.
Το μωβ, η σκοτεινιά της φοβερής εποχής που έχει προ πολλού ανατείλει και την κοιτάζουμε έκθαμβοι και ανήμποροι, η φρίκη του πολέμου, η ανατροπή των ισορροπιών, το δίκαιο του ισχυροτέρου, η σκλήρυνση της αριστερής σκέψης και οι εκτροπές της, το εκρηκτικό κοκτέιλ που σήμερα πια στεφανώνεται από το επικείμενο κραχ και παράγει βία. Στοιχεία μιας πολιτικής που αναζητά το πρόσωπό της, όπως τα νέα παιδιά το Δεκέμβρη που μας πέρασε. Το μπλε και το πράσινο, οι σταθερές, οι αναφορές, οι ακρογωνιαίοι λίθοι μιας αισθητικής. Το κίτρινο, η επικαιρότητα και η εντοπιότητα. Το πορτοκαλί, η πόλη, οι άλλοι, το κέντρο και το περιθώριο, η σύμβαση, ο κομφορισμός, το νησί ως ουτοπία συγκερασμού της διαμελισμένης αστικής ύπαρξης, ψευδαίσθηση του φυσικού ανθρώπου. Το κόκκινο, ο ατμός, ο καπνός, η πυρκαγιά, το πάθος, το φουσκωμένο ποτάμι της πίκρας, του αδιέξοδου, της μνήμης, της επιθυμίας, του αιτήματος για ουρανό.
Διότι όλα τα κείμενα του Σταυρόπουλου καταθέτουν, όπως και τα ποιήματά του, αυτό το αίτημα για ουρανό, για το γαλάζιο που λείπει, από τη δική του ζωή και τις δικές μας, παρά την παραμυθία των ήχων και των στίχων: «ας μην το κρύβουμε/διψάμε για ουρανό», λέει ο Σαχτούρης στο «Ψωμί». Κι ο ουρανός είναι όλα τα ακριβά, τα πολύτιμα, τα καλά, η ελευθερία που ασμένως αυτοθυσιάζεται στον τρελό έρωτα, η συντροφικότητα, η φύση στην καλή της ώρα και όχι δηλωμένη και κατακαμμένη, η πόλη ως ιστός συνδετικός και όχι της αράχνης, η τέχνη ως συστατικό της ζωής και της καθημερινότητας και όχι ως συμπλήρωμα ή, το χείρον, ως ναρκισσιστικός αυτοσκοπός, η ειρήνη, η καλή σιωπή, αυτή που γεννά και όχι εκείνη που σκοτώνει.
Σας ευχαριστώ
Τιτίκα Δημητρούλια