Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΠΙΑ


Πέρασα από μέσα σου
Βιαστικά
Όταν οι άλλοι δεν έβλεπαν
-Ένας ανέκκλητος ιστορικός της νύχτας-

Όμως ξημέρωσε το βλέμμα μου
Στις προσόψεις σου
Όπως τότε που ήμασταν παιδιά
Και κάναμε τους μεγάλους στα σκαλοπάτια
Και καπνίζαμε sante άφιλτρα
Και αφήναμε τα έκπληκτα μάτια μας
Σαν ριπές

Να τρέξουν αχόρταγα

Σε όλα τα απαγορευμένα

(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009)

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Σ' ΑΓΑΠΩ. ΚΙ ΕΓΩ Σ' ΑΓΑΠΩ. Ε, ΚΑΙ;


ΕΞΩ βρέχει. Φέτος ο Χριστός πρέπει να έτρεμε απ' το κρύο. Σε λίγο θάρθουν τα χιόνια και θα μπούμε μέχρι τα γόνατα να φτυαρίζουμε μπροστά απ' τις αυλές μας. Όσες μείνανε , δηλαδή. Μπροστά απ' τις πυλωτές, τα γκαράζ, τα νεκροταφεία μας. Να φανεί ο σταυρός καθαρός, ανέγγιχτος. Ένας μικρός λόφος τυπωμένων σελίδων κάθεται απέναντί μου. Πώς να κουβεντιάσεις μ' ένα χαρτί; Το περιστέρι που φώναζε απ' το πρωί έχει κολλήσει τα πόδια του πάνω στα σύρματα της ΔΕΗ. Στέκει ακίνητο εδώ και μια ώρα, σα να περιμένει αυτό που θα συμβεί αύριο. Τι θα συμβεί αύριο;

Ο ιβίσκος μου είναι ο μόνος εξεγερμένος που έκανε Χριστούγεννα. Σε πείσμα του ημερολογίου άνθισε ένα μικρό, πορτοκαλί μπουμπούκι - η αποπληρωμή για τις προσπάθειές μου να εγκαταστήσω τον Μάιο στο μπαλκόνι μου.
Τα παιδιά έξω στους δρόμους ηρέμησαν. Όλο και λιγότερες ευχές παίρνω κάθε χρόνο. Λες και οι συνομήλικοί μου πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον. Πέθανε και ο Χάρολντ Πίντερ. Τελευταίος καρκίνος, ο ακτιβισμός. Στέκομαι χιονισμένος δίπλα στον Έκο, σε μια βιτρίνα της Σταδίου. Απορώ. Ούτε τους εαυτούς μας δε μπορούμε να ανταλλάξουμε πια.

Σ' αγαπώ. Κι εγώ σ' αγαπώ. Ε, και;
Το μόνο νόημα είναι ότι δεν υπάρχει νόημα.


Σταύρος Σταυρόπουλος

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

ΑΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



Ταατα
Γιαγιαλια
Ταλιταλι

Κοοοκαλια
Πααα
Παπούτττσιιια
Μπαλαμπαλαμπαλαμπαλαμπαλα

Δεν μπορείς να πάρεις
Την πανσέληνο σπίτι γλυκειά μου
Μην επιμένεις

Πρέπει πρώτα να τη μεταγλωττίσουμε

Άλλωστε
Είναι ακόμα βρώμικη
Για τέτοιες συναντήσεις κορυφής

Με αγγέλους

(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο)

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

ΑΛΕΞΙΣ-ΦΑΙΡΟΙ







































Εκεί έξω, στους δρόμους της Αθήνας, εκτυλίσσεται, δέκα μέρες τώρα, η αληθινή λογοτεχνία. Ανορθόγραφη και με τα μάτια γεμάτα πέτρες. Από θυμό. Οι κριτικοί δεν θα μιλήσουν γι αυτήν γιατί δεν εντάσσεται σε κανένα είδος, δεν εκπροσωπεί καμία τάση, δεν μετέχει σε καμία ομάδα ή στρατόπεδο. Είναι απλά αλεξις -σφαιρη.
Και οργισμένη. Πολύ.
Δεν χρειάζεται να ρίχνετε άλλα δακρυγόνα. Κλαίμε και από μόνοι μας.


διαβάστε εδώ για την ανακοίνωση του ΕΚΕΒΙ και τις αντιδράσεις που πυροδότησε

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

5+1 ΛΟΓΟΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ


Στο εξώφυλλο η Μαρία με κοιτάζει, όπως θα πρέπει να κοιτάζει κάθε γυναίκα. Σαν iron butterfly. Ένα βλέμμα γεμάτο λίμνες· από λέξεις, λάμψεις, λαγνότητες. Σκύβω κι εγώ – όπως ακριβώς σκύβει το λάμδα – όχι για να καθρεφτιστώ, αλλά για να αποφύγω τη σύγκρουση με την παιδική ηλικία. Η φωτογραφία είναι του Μήτσου Πουλικάκου. Άλλη παιδική ηλικία εκεί. Το βιβλίο είναι θραυσματικό – σφαίρες σκάνε από παντού στις σελίδες, αν σε πάρει καμία, γίνεσαι ξανά δεκαέξι χρονών και ξαναβγαίνεις στους δρόμους. Θυμάσαι τους Roxy Music, in every dreamhome a heartache. Τότε που το σπίτι κινδύνευε να γκρεμιστεί από μια βιόλα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗ METRO
http://www.patakis.gr/Images/Files/3840580.pdf

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ


Αλίμονο σ’ εμάς με τη σκανδάλη στα μάτια
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Έχω πρηστεί απ’ τα ποιήματα
Φύονται εκεί που δεν τα σπέρνει κανείς
Με τη διαδικασία του επείγοντος
One burbon one scotch one beer
Σελιδοδείκτης
Στη ραγδαία επιδείνωση
Της απουσίας σου

Θα χρειαστώ αντιφλεγμονώδη
Εκτός και αν

Οι εξετάσεις αίματος

Δείξουν πάλι εσένα

(από το βιβλίο μου ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ.Μεταίχμιο, 2009 )

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΠΛΑΚΟΣΤΡΩΤΟ, Η ΠΑΡΑΛΙΑ



Τα σημερινά παιδιά θα έπρεπε ήδη να είχαν εξεγερθεί εναντίον μας. Εναντίον της γενιάς των γονιών τους, μιας γενιάς που σπατάλησε φυσικούς και οικονομικούς πόρους για να ζήσει καλύτερα από κάθε άλλη στην ιστορία. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες που αποδέχθηκαν τόσες θυσίες για να έχουν ένα καλύτερο μέλλον τα παιδιά της, η δική μας γενιά δανείστηκε και από το μέλλον των παιδιών της για να χρηματοδοτήσει την δική της, δίχως προηγούμενο, ευημερία. Εξαγόρασε τις σπατάλες της, χρεώνοντας τες στην δική τους πιστωτική κάρτα.
ΤΟΜΑΣ ΦΡΙΝΤΜΑΝ, New York Times, 7.12.2008

Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα κόλασης στο κέντρο της Αθήνας, για να υποψιαστούν κάποιοι Έλληνες που θεωρούνται προοδευτικοί ότι αυτό που συμβαίνει εδώ ίσως και να ονομάζεται "κοινωνική εξέγερση". Σήμερα που βλέπουν εκδηλώσεις συμπαράστασης στην Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, αλλά και στην Ρωσία, στην Αργεντινή, στην Βραζιλία και στην Κίνα, με τη φωτογραφία του 15χρονου Αλέξη δίπλα σε αναμμένα κεριά, αρχίζουν πια και το συζητούν σοβαρότερα. Στα κρυφά - είναι η αλήθεια, εκεί που δεν τους βλέπει κανείς. Ούτε καν ο εαυτός τους. Και να αισθάνονται απειλή απ' αυτό.
Όπως απειλεί αυτός που έρχεται αυτόν που φεύγει.

Όταν ο Καραμανλής δεν παραιτείται γιατί δεν υπάρχει, και φυσικά, αυτός που παραιτείται είναι κάποιος που υπάρχει, όταν ο Αλαβάνος ως ηγέτης του δημοκρατικότερου και εκλεκτικότερου κομματιού της ελληνικής Αριστεράς, κάνει χοντρές μπίζνες δίπλα στο ζεστό αίμα ενός παιδιού για να αυξήσει τα εκλογικά ποσοστά του και το ίδιο κάνει και ο Παπανδρέου, με πιο σεμνό και χαμηλόφωνο τόνο, είναι αλήθεια, όταν ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος (ας μην πω αντιεξουσιαστές γιατί ξαφνικά όλοι αντιεξουσιαστές γίναμε, όπως στη δεκαετία του 80 ήμασταν όλοι το 73 στο Πολυτεχνείο και την δεκαετία του 90 όλοι προσωπικοί φίλοι του Παύλου Σιδηρόπουλου) υπάρχει για να μεταμφιέζει τα κόμπλεξ του και να διαχειρίζεται τα προσωπικά του προβλήματα με ένα λαθραία πολιτικό τρόπο, όταν διακεκριμένοι αριστεροί άλλων δεκαετιών, έχουν το κουράγιο, βγάζοντας την γερασμένη ουρά τους απ' έξω, να πείθουν τους εαυτούς τους ότι πρόκειται για μια αναμπουμπούλα των καλομαθημένων, όταν κανείς δεν δείχνει να έχει καταλάβει ποιό ακριβώς είναι το ζήτημα, πως και γιατί εμφανίστηκε και κυρίως τι μας επιφυλλάσσει στο μέλλον, και ο καταπληκτικός δήμαρχος Αθηναίων πληροφορεί τους εμβρόντητους υπηκόους του ότι μην ανησυχείτε, σε δυο μέρες θα έχουμε καινούργιο δέντρο στο Σύνταγμα, οι εργασίες αντικατάστασης προχωρούν κανονικά, έ, τότε, λυπάμαι, αλλά η μοναδική ελπίδα αυτής της χώρας φουκαράδων και ωχκαυμενατζήδων είναι τα 15χρονα παιδιά της, κουκουλοφόροι ή μη, που σπάζουν βιτρίνες ή όχι, που αναποδογυρίζουν περιπολικά ή δίνουν λουλούδια στους ματατζήδες, που ασκούν βία ή την αθωότητά τους στους δρόμους, που γονατίζουν γυμνά στο πεζούλι της Βουλής ή ερημώνουν το εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας, που εμφανίζουν αιτήματα ή δεν εμφανίζουν τίποτα, που λένε πυροβολήστε μας ή να καεί η βουλή, που εκπροσωπούν τον εαυτό τους ή τον κόσμο. Φοβηθείτε τους.

Χθες ήταν 1.500, αύριο 3.000, την επόμενη εβδομάδα 10.000, 20.000. Πενταψήφια μηδενικά, δίπλα στα δικά μας, που θα ζουζουνίζουν συνέχεια. Αυτό όμως λέγεται ελπίδα και όχι καταστροφή. Για να ξαναθυμηθούμε και τις έννοιες των λέξεων που ξεχάσαμε κάτω από τα αμπιγιέ μαξιλάρια του σαλονιού μας. Και να αρχίσουμε - όλοι μαζί - τον πετροπόλεμο προς τα εκεί που πρέπει.

ΥΓ. Κάποιος να πληροφορήσει τον κύριο Κακλαμάνη ότι ο Χριστός γεννήθηκε φέτος πρόωρα και όπως όλα τα πρόωρα βρέφη δεν χρειάζεται δέντρο, αλλά θερμοκοιτίδα. Επίσης, οτι τα μάτια του γυάλιζαν από απελπισία γιατί δεν του είχε ακόμα χορηγηθεί -λόγω ηλικίας - δελτίο αστυνομικής ταυτότητας.

Σταύρος Σταυρόπουλος
βράδυ Σαββάτου 13 Δεκεμβρίου

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Η ΕΛΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ








Τι μπορώ να ελπίζω;
ΚΑΝΤ, Κριτική του καθαρού λόγου

Πέμπτη μέρα των γεγονότων στο κέντρο της πόλης, σήμερα Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου, έχω κι εγώ, μετά τόσους τηλεοπτικούς καθοδηγητές, τόσους θλιμμένους πολιτικούς καριέρας, τόσους γιαλαντζί κοινωνιολόγους, τόσους βραχύβιους αναλυτές, τόσους διορισμένους παραθυράκηδες, τόσους αβαθείς δημοσιογράφους, τόσους τρομαγμένους νοικοκυραίους, τόσους κατεστραμμένους εμπόρους, τόσους αργόσχολους πηγαδάκηδες των περί την Ομόνοια γενεών, τόση και τέτοια απουσία του πνευματικού κόσμου και της πανεπιστημιακής κοινότητας (με την εξαίρεση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών που παραιτήθηκε), να κάνω μια δήλωση, μια και το προ τριημέρου κείμενο μου, μέσα από τα πολλά ερωτηματικά του, προκάλεσε ερωτηματικά σε όσους το διάβασαν.

Θέλω, λοιπόν, εν συντομία και σχεδόν παρανόμως, να πω ότι είμαι κατά της βίας. Είμαι, όμως, και υπέρ των παιδιών. Πάντα ήμουν. Όποτε αυτά τα δύο συναιρούνται εις σάρκαν μια, περιέρχομαι σε δύσκολη θέση. Ακόμη και τότε, όμως, λες από ένα πνεύμα απελευθερωτικής ουτοπίας, από μια θυμωμένη συνείδηση, έχω την απαράδεκτη πολιτικά, αλλά συναισθηματικά επαναστατική θέση, να ελπίζω σε αυτό που έρχεται. Και αυτό που έρχεται είναι αυτά τα 15χρονα παιδιά με τις πέτρες στα χέρια (αλλά και στα μάτια), που αρνούνται να αποδεχτούν ότι το παρόν σύστημα - που όλοι μας κατακρίνουμε, αλλά στο σαλόνι μας - είναι αμετάβλητο.

Θα είμαι πάντα με αυτά τα ανώριμα παιδιά, όσο χαμένα και άν δείχνουν, με αυτά τα παιδιά, που ψάχνοντας να βρουν τα πατήματά τους στο πάρκο του κόσμου, δεν αποδέχονται την παραίτηση, την συνθηκολόγηση, την παθητικότητα. Θα είμαι πάντα μαζί με αυτά τα παιδιά, γιατί η ελπίδα είναι πάντα επαναστατική. Και γιατί εγώ δεν είμαι πλέον παιδί, έτσι έχω οριστικά απωλέσει το τεκμήριο της ιδιωτικής μου αθωότητας.

Όλο αυτό το ξέσπασμα οργής που καταστρέφει, μακάρι να είναι η τελευταία μας ευκαιρία να αφυπνιστούμε. Και να μπορέσουμε, επιτέλους, να βάλουμε σε λόγια την αγράμματη δυσλεξία των πιτσιρικάδων μας που καίγονται να μιλήσουν, αλλά δεν έχουν να πουν τίποτα. Παρόλα αυτά καίγονται, όταν όλοι οι άλλοι σαπίζουν.
Όλη αυτή η αρρώστια κρύβει μέσα της τεράστια αποθέματα υγείας. Να τα διακρίνουμε κάποια στιγμή, γιατί πριν φορέσει κουκούλα η νεολαία, φορέσαμε εμείς κουκούλα στο μέλλον της.

Σταύρος Σταυρόπουλος
βράδυ Πέμπτης, γύρω στις 12

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

ΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ;


ΟΤΑΝ η κοινωνία μοιάζει απωθητική ποιος φταίει; Σε ποιο βιβλίο συμβάντων και αναφορών είναι καταχωρημένη η λέξη απελπισία; Ποιόν ακριβώς κόσμο ετοιμάζουμε για τα παιδιά μας και θέλουμε να τον σεβαστούνε; Πώς είναι δυνατόν να γίνεται κοινωνική εξέγερση χωρίς κυρίαρχη ιδεολογία; Που πιστεύουμε; Τι μπορεί να πιστεύει κανείς όταν καίει μαζί ένα Audi 100 και ένα Zastava; Είναι το ίδιο πράγμα; Η αστυνομία μιας χώρας πότε είναι σε άμυνα; Ή θα πυροβολεί εν ψυχρώ ή θα βλέπει;

Πώς οπλίζει το κράτος τους αστυνομικούς του εναντίον 15χρονων και τους αφοπλίζει ενώπιον γενικευμένων καταστροφών; Πόσους κουκουλοφόρους έχουμε; Ποιος τους μέτρησε και πόσους τους βρήκε; Υπάρχουν κουκουλοφόροι στα Γιάννινα; Πώς είναι δυνατόν να επιχειρούν δίπλα-δίπλα, ένας αντιεξουσιαστής, ένας αριστερός, ένας σπάστης, ένας χρυσαυγίτης, ένας οικονομικός μετανάστης, ένας φίλαθλος της θύρας 13, ένας αποτυχημένος δικηγόρος και ένας διαψευσμένος πολίτης; Πώς συννενοούνται όλοι αυτοί; Σε ποια γλώσσα; Που είναι ο Καραμανλής; Σε τι μοιάζει το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ του κυρ Γιώργου με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας; Τι φταίει η Δημόσια Βιβλιοθήκη;

Αφού παραιτήθηκε ο Παυλόπουλος πώς κάνει δηλώσεις; Γιατί ο Συνασπισμός και το ΚΚΕ πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας χθες στην Αθήνα; Bρήκαν τη μέρα; Γιατί τόσα χρόνια δεν έχει συλληφθεί κανείς; Πως εκπαιδεύονται οι αστυνομικοί; Ποιά μόρφωση έχουν; Τι κριτήριο υπάρχει για να επιλεγούν; Γιατί ο φοιτητής είναι αλήτης και ο μπάτσος κύριος; Τι πλάνο είναι αυτό με τους μαθητές να ρίχνουν τριαντάφυλλα πάνω στις ασπίδες των ΜΑΤ; Που είναι η Παναγιώτα;

Γιατί έγινε ο Πολύδωρας Υπουργός Δημόσιας Τάξης; Που είναι ο Ρουσόπουλος; Που είναι ο Ευφραίμ; Γιατί δεν καίνε το Άγιο Όρος; Είναι άβατον; Ποιός θα μας σώσει; Από ποιούς θα μας σώσει; Να φέρουμε τον Λούκι Λουκ; Μήπως οι Παυλόπουλοι είναι ανάποδα; Μήπως ο Υπουργός Εσωτερικών είναι δημοσιογράφος και ο δημοσιογράφος, Υπουργός Εσωτερικών; Γιατί όποτε καιγόμαστε είναι ασύμμετρη απειλή; Πώς προστατεύεται η μνήμη ενός 15χρονου; Σε ποιόν ανήκει ένας νεκρός;

Πώς συντονίζονται 10 ομάδες γκρουπούσκουλα σε 10 διαφορετικές πόλεις και δεν μπορεί να συντονιστεί μια κυβέρνηση στην Αθήνα; Ποιος θυμήθηκε τον Κουμή και την Κανελλοπούλου; Έχει οργή ο κόσμος; Ποιος τον υπολογίζει; Ποιοί είναι όλοι αυτοί οι αναλυτές στην τηλεόραση; Από πότε είναι τσαμπουκάς το περίστροφο; Τι θα πει είμαι συγκλονισμένος; Γιατί ο Γιώργος Παπανδρέου νομίζει πως είναι ο Γκάντι;

Ποιοί έχουν κλειστεί στο Πολυτεχνείο; Γιατί δεν τους πάει φαί ο κόσμος; Γιατί δεν κάνουν ραδιοφωνικό σταθμό; Έχουν αιτήματα; Γιατί δεν μας τα λένε; Φτάνει η απελπισία τους; Μήπως έχουμε κάτι παρεξηγήσει σε αυτά τα παιδιά; Κάτι δεν καταλάβαμε; Σε ποιά δεκαετία είμαστε τώρα; Το πλιάτσικο στο κέντρο μήπως, εκτός των άλλων, λέει και ότι δεν έχουμε να φάμε; Γιατί φέτος, αντί για τον Χριστό, γεννήθηκαν τέρατα; Ποιος έχει την ευθύνη; Ποιος θα την αναλάβει, ο Λεμονής;

Γιατί κάποιοι έλεγαν χθες ότι πρέπει να κατέβει ο στρατός; Για ποιό λόγο γίνεται ό,τι γίνεται; Είναι η κυρία Πάνια αρμόδια να κρίνει την αστυνομική βία; Τι παρατράγουδο είναι αυτό; Τι σημαίνει δημοσιογραφία; Δημοκρατία; Ποιός την στηρίζει; Γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω απ’ τους καπνούς; Γιατί ζαλίζομαι; Σε ποια πόλη ζω; Πως θα πάω αύριο στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου; Υπάρχει αύριο γι αυτή την πόλη; Θα υπάρχει αύριο αυτή η πόλη;
Εμείς, θα υπάρχουμε αύριο;


Σταύρος Σταυρόπουλος
ξημερώματα Τρίτης 9 Δεκεμβρίου 2008

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

ΧΩΡΙΣΜΟΣ


ΧΩΡΙΣΜΟΣ


Καλά είμαι σου λέω
Αλήθεια
Καλά τα πάω
Παρακολουθώ τους σφυγμούς μου καθημερινά
Μέσω Ίντερνετ
Μετακινούμαι μόνο κάτω από υπόστεγα
Για να μη στάζουν οι παραλίες στα μάτια μου
Προβιβάζομαι σε ανύπαρκτο
Μελετάω στο κτίριο των τυφλών
Τα τελευταία ερείσματα φθινοπώρου
Δεν ονειρεύομαι πουθενά
Μιλάω με τις φωτογραφίες σου
Που μεγαλώνουν στη γλάστρα
Με φθαρμένα ψηφία μονότονους ήχους αξύριστες ματιές
Φτιάχνω τα φρένα του αυτοκινήτου μου
Για να ξαναχαλάσουν
Ασχολούμαι με τις ταινίες διπλής όψεως
Τα ξυραφάκια διπλής κοπής
Τις διπλές βότκες πορτοκάλι

Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά
Επισκέπτομαι το μπάνιο
Σιδερώνω το σώμα μου μ’ ένα σύρμα
Να φύγει ο έρωτας που σάπισε
Φροντίζω να αλλάζω τους εκδότες μου
Πριν μου γίνουν συνήθεια και πονέσω
Σπάω εταιρείες στη μέση
Και τις πουλάω για αθώα χαμόγελα
Ανταλλάσσω τη δυστυχία μου
Με παιδικά σχέδια
Σε μαγαζιά με αντίκες
Προσέχω να τρέφομαι σωστά
Με λέξεις βιολογικής καλλιέργειας

Και το βραδάκι πριν ξαπλώσω

Βγάζω τα μάτια μου

Και τα αφήνω αθόρυβα δίπλα στο πορτατίφ
Σ’ ένα πλαστικό ταπεράκι
Όπως κάνουν οι γέροι με τη μασέλα τους
Γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο

Να γεμίζεις το κρεββάτι μου

Σπασμένα ποδήλατα
------------------------------------------
ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ


Δεν τηλεφωνείς πια
Δεν κρυφακούς στον ύπνο μου
Δεν τσακώνεσαι με τα φώτα
Δεν στρώνεις το κρεβάτι
Με τις γραμμές του κορμιού σου
Δεν κάθεσαι πίσω στη μηχανή
Να γέρνει η νοσταλγία σου
Δεν πιάνεις τα μαλλιά σου με συνδετήρες
Δεν εξαντλείς τα χιλιόμετρα
Στην εθνική Αθηνών-Λαμίας
Δεν πανηγυρίζεις τα γκολ
Στα ντέρμπι
Δεν ακούς Tom Waits
Δεν μετράς το μήκος και το πλάτος του έρωτα
Με τις παλάμες των ματιών σου
Δεν γελάς τριγύρω
Δεν μαζεύεις αχιβάδες απ’ τα σεντόνια
Δεν ψάχνεις τα γυαλιά σου στο πάτωμα
Δεν ξυπνάς το πρωί δίπλα μου

Δεν έρχεσαι πια απ’ τη θάλασσα
Με το πανύψηλο βήμα σου

Δεν έρχεσαι πια

Από καμία πόλη
Κανένα ανθισμένο πρόσωπο
Κανένα ίλιγγο
Καμία εκδοχή του νερού
Κανένα γαλάζιο καθρέφτη

Πουθενά
------------------------------------------
(ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009)

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ


ΚΟΙΤΑΖΩ τη θάλασσα. Από ένα καφέ. Ποτέ δεν ήταν τόσο μπλε. Τόσο μεταχειρισμένη. Χιλιάδες σώματα πέρασαν από πάνω της και δεν ερωτεύτηκε κανέναν. Να τον πάρει να φύγουνε. Να μην έχουμε πια θάλασσα. Να κάνουν παιδιά, μικρές θαλασσίτσες στην άκρη της γης. Σα τις πουτάνες τους υποδέχεται όλους. Αχόρταγη, με ορθάνοιχτα σκέλια. Και κοινή. Είναι λυπημένη, πολύ μπλε. Όλες οι πουτάνες είναι μπλε. Πολύ. Σαν τα τραγούδια του Ρόμπερτ Τζόνσον.
Αγνώριστη Σαντορίνη. Χωρίς πούλιες. Το «Υα Υα» έγινε «Taj Mahal», το «Salty», «Pleasure». Έμεινε η καμινάδα του εργοστάσιου ντομάτας και η πισίνα της Κατερίνας. Η νύχτα που υπήρχε ανέκαθεν πάνω απ’ το νησί, τώρα κάνει βόλτα στην παραλία. Κάνει θαλάσσιο σκι, ηλιοθεραπεία στις ξαπλώστρες, 10 ευρώ. Δεν κρύβεται πια για να φοβίσει τον κόσμο. Σήμερα είναι όλοι φοβισμένοι. Δε θα χε γούστο. Πέντε μέρες μου φαίνονται λίγες. Αλλά και πολλές. Όταν φοβάσαι η κλεψύδρα αδειάζει απότομα. Το αίμα κόβεται, τρέχει, γίνεται κόκκινο καλαμάκι στο φραπέ και μετά, άντε πιες τον.
Έτσι, τη βγάλαμε και φέτος. Με προσθετικές επεμβάσεις παντού, με μια μεγάλη πορτοκαλί σταγόνα κάτω απ’ τα μάτια που έλιωνε το ηλιοβασίλεμα, με 2-3 συντριβές αεροπλάνων, με ένα πόλεμο στη Γεωργία, με μια διεθνή οικονομική κρίση στα πρόθυρα του κραχ, με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, το σκάνδαλο του δημοσίου, το σκάνδαλο της ζωής μας, που αργότερα μπορεί και να κάνουμε διατηρητέο ερείπιο, Μουσείο Πολιτισμού ή Φυσικής Ιστορίας, δημοπρασία για τους φιλόδοξους – πάντως τη βγάλαμε. Καθαρή, βρώμικη, τη βγάλαμε.

Πάνω στη μαύρη αμμουδιά του Περίβολου ένα ζευγάρι ανταλλάσσει επώδυνους όρκους που σε λίγο θα παραβεί. Φθείρουν κι άλλο την λέξη «σ’ αγαπώ», κάνουν μπεστ σέλλερ την αιωνιότητα. Η λέξη «αγάπη μου» προηγείται σε συχνότητα του «μαλάκας». Ο Μπαμπινιώτης θα πρέπει να γράψει καινούργιο λήμμα. Για να εκφραστούν χρησιμοποιούν λέξεις άλλων, χειρονομίες άλλων, θέσεις άλλων. Για να κερδίσουν κάτι, χάνουν τον εαυτό τους. Αυτόν τον λίγο που έχουν.
Ένα ιστιοφόρο κόβει βόλτες στα ανοιχτά. Τα πανιά του μοιάζουν με νυφικό, φαίνεται η θάλασσα το αποφάσισε. Η Χιονάτη περπατάει πάνω της υπό το άγρυπνο βλέμμα των επτά νάνων που παραμένουν ψυχροί, ασυγκίνητοι μπροστά στη λευκότητά της. Μια μαμά παίζει με το πιτσιρίκι της στο κύμα. Το στριφογυρίζει, βζουούπ. Το κρατάει απ’ τη μέση για να του μάθει να κολυμπά. Είναι δεν είναι δύο ετών. Η ίδια μαμά θα του δείξει αργότερα, καθώς μεγαλώνει, τον τρόπο να πνίγεται. Για να γίνει κι αυτό ίδιο, για να της μοιάζει φτυστά, να είναι κι αυτό ένα καθ’ομοίωσιν ανθρωπάκι. Έπειτα λέμε, τα πράγματα χειροτερεύουν.

Παλιά η οικογένεια ήταν η βάρκα που σε έσωζε απ’ το πνίξιμο. Τώρα είναι το καράβι που σε πνίγει. Βουλιάζει σιγά σιγά, τα νερά στο αμπάρι είναι στην αρχή ως τα γόνατα. Οι δυο στρατοί που βρίσκονται στο κατάστρωμα το παλεύουν. Αδειάζει ο ένας το νερό στα μούτρα του άλλου, το νερό παραμένει μέσα, το καράβι βυθίζεται. Αυτός που θα πνιγεί πρώτος είναι αυτός που θεωρεί την τακτική ανάξιά του. Στη ζωή – όπως και στο ποδόσφαιρο – δεν κερδίζει πάντα η καλύτερη ομάδα. Κερδίζει όποιος έχει την πιο έξυπνη τακτική. Και στα θέματα τακτικής η γυναίκα είναι Μουρίνιο- ξέρει να ελίσσεται. Ο άντρας είναι λιγάκι Λεμονής. Συναισθηματικός, ενθουσιώδης, εκτός στόχων. Η διαφορά ανάμεσα σε ένα τακτικό ελιγμό και στην έκφραση αυτού που πραγματικά νιώθεις, είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια μουτζούρα κι ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ήμουν πάντοτε η μουτζούρα, έλεγα πάντοτε αυτό που πραγματικά ένιωθα. Δεν θα έμπαινα ποτέ στην Καλών Τεχνών. Άσε που συμπαθώ περισσότερο τον Λεμονή απ’ τον Μουρίνιο.

Και η Σαντορίνη βυθίστηκε κάποτε, αυτή η νέα Σαντορίνη είναι καινούργιο μοντέλο, λέω στον Στηβ. Φοράω κι εγώ το καπέλο μου ανάποδα για να συννενοηθούμε. Με χτυπάει στη πλάτη πενήντα φορές, το συνθηματικό που λειτουργεί πάντα για το καλοσώρισμα. Δεν έχω το κουράγιο να ανταποδώσω.
Πήγα στη Σαντορίνη χωρίς θεατές, χωρίς κάποιους που το βλέμμα τους να κατοχυρώνει αυτό που είμαι, με ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Μόνος. Ο Σταντάλ λέει ότι μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα με τη μοναξιά, εκτός από χαρακτήρα. Έχει δίκιο. Δεν υπάρχει κανείς να κρατήσει στοιχεία – έστω υποκειμενικά – για το οδοιπορικό σου. Ανυπομονώ να γυρίσω, να βάλω λίγο ανώδυνο ψέμα στη ζωή μου, λίγο Καραμανλή, λίγο απεργία για το συνταξιοδοτικό, λίγο δημοσκοπήσεις. Μου λείπει ο καθρέφτης, έστω σπασμένος.
Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από αλμυρά κομμάτια σελήνης. Σαν κι αυτά του διάσημου άλμπουμ των Φλόιντ. Πρέπει να τα καταψύξω για να διατηρηθούν. Πέθανε και ο Ρικ Ράιτ που τα επέβλεπε. Αφού μεγάλωσα, τα χρειάζομαι περισσότερο. Πριν κοιτούσα τεκνά, τώρα τέκνα. Για έναν λάθος τόνο πέρασαν τόσα χρόνια. Τόσες χρεοκοπημένες σκηνές. Τόση ξοδεμένη όραση. Δεν μ’ αγαπάω που σ’ αγαπάω. Καθόλου.

Το καλοκαίρι κάνει μια τελευταία στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του, ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Υποκλίνεται, the game is over. Οι βαθμοί είναι εικοσιοχτώ, η παραγωγή ακριβή, οι κριτές αμήχανοι. Το κοριτσάκι είπε θέλω να πάρω το φεγγάρι σπίτι μου και το έκρυψε με μια κίνηση κάτω απ’ το φουστάνι της. Μπαλαμπαλαμπαλαμπαλα. Έξω άρχισε πάλι να βρέχει. Μα, γιατί δεν χειροκροτάει κανείς; Τόσο κακή ήταν η φετινή παράσταση;

Περίβολος Σαντορίνης, 27 Αυγούστου 2008
(περιέχεται στο βιβλίο Unplugged (εκτός εμπορίου), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2009)

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

RIEN NE VA PLUS (για την Μαργαρίτα)

Ο ΘΕΟΣ ήτανε κουρασμένος και βαρέθηκε να ασχολείται συνέχεια με τα μανιοκαταθλιπτικά παιχνίδια της Μαργαρίτας Καραπάνου. Είχε, μάλλον, σοβαρότερες δουλειές να κάνει. Άναψε ένα πουράκι που μύριζε λιβάνι, άνοιξε τις κουρτίνες του υπνοδωματίου του, την έγδυσε, και εκεί, προς τέρψιν των διερχομένων, την πήρε. Η τελευταία σεξουαλική επαφή της Μαργαρίτας ήταν ο θάνατος. Μια επαφή ριγέ, ονειρώδης, όπως ήταν όλες οι επαφές της ζωής της.
Έφυγε, λοιπόν, η Κασσάνδρα. Έμειναν οι λύκοι, να φυλάνε το άδειο μαντρί με τα αόρατα πρόβατα. Η Μαργαρίτα ήταν όλα τα πρόβατα. Λίγο πριν την εντατική του Γενικού Κρατικού – σα να το ξερε – έδωσε στην δημοσιότητα τα ημερολόγιά της, την περίοδο 59-79 (εκδ. Ωκεανίδα, 2008), αλλά και τις επιστολές της μητέρας της, Μαργαρίτας Λυμπεράκη, προς αυτήν (εκδ. Καστανιώτης, 2008), με την ακούραστη συνδρομή δυο επιστήθιων φίλων, του Βασίλη Κιμούλη και της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Ήθελε να ξορκίσει αυτή την «αγρίως απίθανη» σχέση – αφού ούτε ο θάνατος της «μαμάς», πριν επτά χρόνια, μπόρεσε να το κάνει, συμπληρώνοντας το κομματάκι που έλειπε.

Η Μαργαρίτα μαδούσε την μαργαρίτα της για να βρεί το ζει – δεν ζει, όχι το μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά. Τελικά το βρήκε. Το τελευταίο φυλλαράκι είπε δεν ζει. «Πεθαμένη» δεκαετίες πριν, απλώς άφησε τη μοίρα να τελειώσει ό,τι απέμεινε. Δεν είχαν μείνει πολλά: Ένα άρρωστο σώμα, ένα «άρρωστο» μυαλό που άναψε κάποτε όλα του τα πυροτεχνήματά για να φωτίσει τη νύχτα, μια άρρωστη, κουρασμένη ψυχή, που δεν έμαθε άλλο απ’ το να πονά και να γράφει. Ο Μπακουνάκης έγραψε στο «Βήμα» της 3ης Δεκεμβρίου ότι τα τελευταία της βιβλία «διακατέχονται από αγχωτική αποσπασματικότητα ή ακόμη από παραληρηματική αφηγηματικότητα». Λες και το πρόβλημά μας ήταν το είδος της λογοτεχνίας της και όχι η ίδια η λογοτεχνία. Λες και ήταν ανάγκη εκτός από το «κουτί» που θα φιλοξενεί το σώμα της, να βρούμε ένα κουτί και για τις λέξεις της.
Ένα μυαλό τόσο κοντινό με του Σάρτρ ή του Καμύ, που μπαινόβγαιναν σπίτι της για να επισκεφτούν την μητέρα της – επίσης συγγραφέα – Μαργαρίτα Λυμπεράκη, αντιμετωπίστηκε από την κριτική, με κριτική διάθεση. Νομίζω ότι όταν γράφεις για συγγραφείς σαν την Μαργαρίτα Καραπάνου, το ελάχιστο που μπορείς να ζητήσεις από τον εαυτό σου να κάνει, είναι να ξεχάσεις την κριτική σου δεξιότητα και να εμπιστευθείς– επιτέλους – την δεξιότητα της ψυχής σου.

Κάποια ισοβίτισσα στη Νέα Υόρκη, που βρήκε την «Κασσάνδρα…» στη βιβλιοθήκη της φυλακής και την διάβασε, έγραψε στην Καραπάνου: «Πέρασα κι εγώ τα ίδια με σας. Εγώ κατέληξα στη φυλακή, εσείς γίνατε συγγραφέας». Ήταν η ίδια φυλακή. Αυτή της καταδίκου, με αυτήν του συγγραφέα. Απ’ αυτήν που πέρασαν η Σύλβια Πλαθ, η Βιρτζίνια Γούλφ, η Αν Σέξτον και τόσοι άλλοι. Που λείπουν. Που έλειπαν πάντα. Απ’ τη ζωή τους. Απ’ τις ζωές των άλλων.

«Μαμά, έχασα την ουρά μου», είπε η Μαργαρίτα, και πήγε κλαίγοντας να την βρει.
-«Γιατί κλαις, Μαργαρίτα», είπε ο Θεός.
-«Είναι οι συλλαβές», είπε η Μαργαρίτα. «Πονάω, όταν κόβω τις λέξεις στη μέση».
-«Θα συνηθίσεις», είπε ο Θεός. «Με τον καιρό, θα συνηθίσεις».

Σταύρος Σταυρόπουλος
εφημ.metro 8-12-2008

http://www.readmetro.com/show/en/Athens/20081208/1/13/