Ο ΘΕΟΣ ήτανε κουρασμένος και βαρέθηκε να ασχολείται συνέχεια με τα μανιοκαταθλιπτικά παιχνίδια της Μαργαρίτας Καραπάνου. Είχε, μάλλον, σοβαρότερες δουλειές να κάνει. Άναψε ένα πουράκι που μύριζε λιβάνι, άνοιξε τις κουρτίνες του υπνοδωματίου του, την έγδυσε, και εκεί, προς τέρψιν των διερχομένων, την πήρε. Η τελευταία σεξουαλική επαφή της Μαργαρίτας ήταν ο θάνατος. Μια επαφή ριγέ, ονειρώδης, όπως ήταν όλες οι επαφές της ζωής της.
Έφυγε, λοιπόν, η Κασσάνδρα. Έμειναν οι λύκοι, να φυλάνε το άδειο μαντρί με τα αόρατα πρόβατα. Η Μαργαρίτα ήταν όλα τα πρόβατα. Λίγο πριν την εντατική του Γενικού Κρατικού – σα να το ξερε – έδωσε στην δημοσιότητα τα ημερολόγιά της, την περίοδο 59-79 (εκδ. Ωκεανίδα, 2008), αλλά και τις επιστολές της μητέρας της, Μαργαρίτας Λυμπεράκη, προς αυτήν (εκδ. Καστανιώτης, 2008), με την ακούραστη συνδρομή δυο επιστήθιων φίλων, του Βασίλη Κιμούλη και της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Ήθελε να ξορκίσει αυτή την «αγρίως απίθανη» σχέση – αφού ούτε ο θάνατος της «μαμάς», πριν επτά χρόνια, μπόρεσε να το κάνει, συμπληρώνοντας το κομματάκι που έλειπε.
Η Μαργαρίτα μαδούσε την μαργαρίτα της για να βρεί το ζει – δεν ζει, όχι το μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά. Τελικά το βρήκε. Το τελευταίο φυλλαράκι είπε δεν ζει. «Πεθαμένη» δεκαετίες πριν, απλώς άφησε τη μοίρα να τελειώσει ό,τι απέμεινε. Δεν είχαν μείνει πολλά: Ένα άρρωστο σώμα, ένα «άρρωστο» μυαλό που άναψε κάποτε όλα του τα πυροτεχνήματά για να φωτίσει τη νύχτα, μια άρρωστη, κουρασμένη ψυχή, που δεν έμαθε άλλο απ’ το να πονά και να γράφει. Ο Μπακουνάκης έγραψε στο «Βήμα» της 3ης Δεκεμβρίου ότι τα τελευταία της βιβλία «διακατέχονται από αγχωτική αποσπασματικότητα ή ακόμη από παραληρηματική αφηγηματικότητα». Λες και το πρόβλημά μας ήταν το είδος της λογοτεχνίας της και όχι η ίδια η λογοτεχνία. Λες και ήταν ανάγκη εκτός από το «κουτί» που θα φιλοξενεί το σώμα της, να βρούμε ένα κουτί και για τις λέξεις της.
Ένα μυαλό τόσο κοντινό με του Σάρτρ ή του Καμύ, που μπαινόβγαιναν σπίτι της για να επισκεφτούν την μητέρα της – επίσης συγγραφέα – Μαργαρίτα Λυμπεράκη, αντιμετωπίστηκε από την κριτική, με κριτική διάθεση. Νομίζω ότι όταν γράφεις για συγγραφείς σαν την Μαργαρίτα Καραπάνου, το ελάχιστο που μπορείς να ζητήσεις από τον εαυτό σου να κάνει, είναι να ξεχάσεις την κριτική σου δεξιότητα και να εμπιστευθείς– επιτέλους – την δεξιότητα της ψυχής σου.
Κάποια ισοβίτισσα στη Νέα Υόρκη, που βρήκε την «Κασσάνδρα…» στη βιβλιοθήκη της φυλακής και την διάβασε, έγραψε στην Καραπάνου: «Πέρασα κι εγώ τα ίδια με σας. Εγώ κατέληξα στη φυλακή, εσείς γίνατε συγγραφέας». Ήταν η ίδια φυλακή. Αυτή της καταδίκου, με αυτήν του συγγραφέα. Απ’ αυτήν που πέρασαν η Σύλβια Πλαθ, η Βιρτζίνια Γούλφ, η Αν Σέξτον και τόσοι άλλοι. Που λείπουν. Που έλειπαν πάντα. Απ’ τη ζωή τους. Απ’ τις ζωές των άλλων.
«Μαμά, έχασα την ουρά μου», είπε η Μαργαρίτα, και πήγε κλαίγοντας να την βρει.
-«Γιατί κλαις, Μαργαρίτα», είπε ο Θεός.
-«Είναι οι συλλαβές», είπε η Μαργαρίτα. «Πονάω, όταν κόβω τις λέξεις στη μέση».
-«Θα συνηθίσεις», είπε ο Θεός. «Με τον καιρό, θα συνηθίσεις».
Σταύρος Σταυρόπουλοςεφημ.metro 8-12-2008
http://www.readmetro.com/show/en/Athens/20081208/1/13/