-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1.ΕΙΜΑΙ ΕΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ
-Τι ρόλο παίζει η μουσική στη ζωή σου;
-Το ροκ εν ρολ μου έσωσε τη ζωή. Ήταν το σάουντρακ της εφηβείας μου, ένα τρελό πάρτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σαν μια σφραγίδα που φέρει κανείς δια βίου, μια αόρατη γεννήτρια που σε ηλεκτροδοτεί συνεχώς. Η μουσική - όπως λέει και ο Keith Richards - είναι μια γλώσσα που δε μιλάει με λέξεις, αλλά με συναισθήματα. Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Εγώ την έχω και γι αυτό αισθάνομαι ευτυχής. Είμαι εθισμένος στο ροκ εν ρολ. Και ευγνώμων.
- «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» μοιάζει να είναι ένα ασυνήθιστο ερωτικό κείμενο, παραλήπτης του οποίου είναι μια γυναίκα. Είναι πραγματικό πρόσωπο αυτή η γυναίκα;
-Φυσικά. Αυτή η γυναίκα πρόλαβε και με δίδαξε ό,τι δεν κατάφεραν οι υπόλοιπες: Την διαφορά του Ενεστώτα απ’ τον Αόριστο και τον Τετελεσμένο Μέλλοντα. Άσχετα αν αυτό που μένει τελικά στην ζωή είναι ένας μεγάλος Υπεσυντέλικος. Την ευχαριστώ για τα μαθήματα γραμματικής. Θα είναι πάντα το σκονάκι μου.
- Απευθύνεσαι σε μια «μουσική» γυναίκα, έτσι δεν είναι;
-Στις γυναίκες πρέπει να μιλάς συνθηματικά. Να τους αραδιάζεις στίχους τραγουδιών και αυτές να τα καταλαβαίνουν όλα. Χαρισματικά πλάσματα, αλλά ιδιαζόντως σκληρά. Η φύση στάθηκε γενναιόδωρη μαζί τους. Βρίσκεται συνεχώς δίπλα τους, συνεχίζεται μέσα τους δια της αναπαραγωγής, χρησιμοποιεί το σώμα τους για να διαιωνίσει την αρμονία της. Πώς αλλιώς να μιλήσεις σε τέτοια πλάσματα; Άλλωστε, η γυναίκα είναι αυτή που θριαμβεύει στην σχέση της με τον άντρα. Πάντα. Ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει την κυριαρχία ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σε αυτήν.
-Να υποθέσω πως ο τίτλος της περσινής ποιητικής σου δουλειάς «Φως Γυναίκας» (εκδ. Αστάρτη) εμπεριέχει αυτή ακριβώς την φιλοσοφία του γυναικείου θριάμβου;
- Περιγράφει τον τρόπο και το μέγεθος της ακτινοβολίας που υφίσταται ο άντρας, ζώντας στην σκιά της γυναίκας. Αυτό ήταν, πάντως, ένα βιβλίο κατά παραγγελία.
-Αναφέρεις στο «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» (εκδ. Απόπειρα) ότι «αν αυτό το βιβλίο ήταν τραγούδι, θα λεγόταν No more songs». Αυτό από μόνο του δεν αναιρεί κάπως τον τίτλο;
-Το «No more songs» είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι, από το τελευταίο άλμπουμ που ηχογράφησε ο Phil Ochs λίγο πριν κρεμαστεί. Δείχνει την σταθερή του απόφαση για τερματισμό μιας πορείας. Το «Για όσο ροκ…» προϊδεάζει για ένα τέλος χρόνου, κάποτε. Είναι μια προετοιμασία τέλους. Δεν βρίσκω τίποτα το αντιφατικό εδώ, αλλά ακόμα και αν είναι, τι θα γινόμαστε χωρίς τις αντιφάσεις μας; Θα υπάρξει και τρίτο ροκ, δεν ξέρω πότε. Ξέρω μόνο πως θα λέγεται: «Το τρίτο βιβλίο του ροκ». Θα είναι κάτι οριστικό. Σαν τελετή λήξης.
-Το προηγούμενο βιβλίο σου πήγε πολύ καλά. «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» θεωρείται ήδη από ένα μέρος της νεολαίας, «καλτ». Ποιο είναι το μυστικό της σχέσης σου με τους αναγνώστες;
-Ο αναγνώστης σε κάθε βιβλίο αναζητά μια προέκτασή του, ένα κοινό παρανομαστή, μια φράση που να «δικαιολογεί» ή να «απολογείται» για τις απόψεις του. Είναι μάλλον αρμοδιότερος για να απαντήσει αυτή την ερώτηση. Συγγραφέας και αναγνώστης, πάντως, την ίδια προσπάθεια καταβάλλουν: Ο ένας ελπίζει ότι θα «υιοθετήσει» τον άλλον. Μόνο που στις περισσότερες περιπτώσεις ο συγγραφέας κρατάει για λογαριασμό του τον ρόλο του «γονέα». Είναι πολύ εγωιστικό αυτό.
- Τι είναι τελικά τα βιβλία που γράφεις;
-Επιστολές που στέλνω στον εαυτό μου και δεν περιμένω να μου απαντήσει ποτέ.
-Τι αισθάνεσαι όταν κυκλοφορούν;
- Ανακούφιση. Είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσω να τα διορθώνω. Άλλωστε, είναι και ο μόνος λόγος για να εκδίδονται, αφού πλέον ελάχιστοι διαβάζουν. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μετά από κάθε καινούργιο βιβλίο σου, οι άνθρωποι σου λένε «συγχαρητήρια». Συλλυπητήρια θα ήταν η σωστότερη λέξη.
- Ο έρωτας είναι αντίσταση;
- Ο έρωτας σε κρατάει ζωντανό. Και η μουσική, ως πράξη αντίστασης. Συχνά όμως η ζωή είναι ένα θλιμμένο τραγούδι. Ένας χωρίς ανταπόκριση έρωτας. Τον πληρώνεις πάντα ακριβότερα από όσο αξίζει. Είναι μια κακή αγορά. Παρόλα αυτά, την κάνεις.
- Πες μου τρεις δίσκους που θα έπαιρνες μαζί σου σε περίπτωση καταστροφής;
-Leonard Cohen, οπωσδήποτε. Το «Songs of love and hate», ίσως. Το «Harvest» του Neil Young. Και το «Argus» των Wishbone Ash. Είδες, ξέχασα τους Stones. Είμαι ασυγχώρητος. Σα να μιλάς για την οικογένειά σου και να ξεχνάς την μάνα σου. Να διαλέξω άλλους τρεις χιλιάδες δίσκους που μου χρειάζονται;
(στην Άννα Νάζου - 31/ 10/ 2005 )
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
2.ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΕ ΤΙΠΟΤΕ ΠΙΑ ΝΑ ΠΡΟΔΟΘΕΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
-Το γράψιμό σου είναι ιδιαίτερο. Έχει κανείς την εντύπωση ότι πειραματίζεσαι διαρκώς με τις λέξεις, με τις δυνατότητες της γραφής. Είναι αυτοσχεδιασμός αυτό ή άποψη;
-Μ’ αρέσει η γραφή που αγγίζει το σώμα, που ανιχνεύεται πρώτα σωματικά πριν περάσει στο μυαλό. Οι δονήσεις της, ο ρυθμός της, πρέπει με κάποιο τρόπο να μπορούν να διεισδύουν μέσα στους πόρους του δέρματος και να παράγουν συναίσθημα. Όπως γίνεται στα τραγούδια. Πρώτα τα σωματοποιείς και μετά τα νιώθεις. Ο πρώτος εντοπισμός συμβαίνει πάντα στο σώμα. Όλη η έκσταση του γραπτού λόγου βασίζεται εκεί: Στο πώς θα προλειάνει το έδαφος για τον νου. Πώς θα τον προετοιμάσει για να ενδυθεί την εσώτερη σκέψη. Μόνο σωματικά μπορεί να γίνει αυτό.
-Ποια ακριβώς είναι η δουλειά του συγγραφέα;
-Νομίζω ότι είναι ο διακοσμητής της ζωής. Προσθέτει στολίδια στην καθημερινότητα – τις λέξεις του – και την αλλάζει. Αν μετακινήσεις ένα έπιπλο στο σπίτι σου δεν θα ελευθερωθεί χώρος; Αυτό κάνει ο συγγραφέας: Μετακινεί λέξεις, ελευθερώνοντας χώρο. Κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει ο διακοσμητής, προσθέτοντας ή αφαιρώντας αντικείμενα. Μια βασική του δουλειά είναι να παρατηρεί και να καταγράφει. Μια άλλη δουλειά του είναι να ελπίζει ότι κάποτε θα μάθει να γράφει.
-Διαφαίνεται στα βιβλία σου μια ανάγκη επικοινωνίας κυρίως με όσους πιστεύεις ότι σου μοιάζουν. Μέσα από κώδικες και προσωποκεντρικές αναφορές που για άλλους μπορεί να μην σημαίνουν τίποτα. Δεν είναι περιορισμός αυτό;
-Δεν με νοιάζει καθόλου. Αν εννοείς ότι αυτοί στους οποίους απευθύνομαι είναι συγκεκριμένοι, εντάξει. Κάθε συγγραφέας όμως έχει το κοινό που ο ίδιος ορίζει. Εγώ γράφω για τους άγνωστους φίλους μου που είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο, για τους πνευματικούς μου σωσίες, γι αυτούς που μου μοιάζουν φτυστά. Διηγούμαι αυτά που μου συμβαίνουν, όσα με αρπάζουν απ’ το λαιμό. Τα βιβλία μου είμαι εγώ. Με τις αδυναμίες μου, τις εμμονές μου, τις αντιφάσεις μου.
-Έχεις πει ότι το ροκ εν ρολ είναι η πρόφαση, η αφορμή για να διηγείσαι ιστορίες που σου συμβαίνουν. Ο πραγματικός λόγος ποιος είναι; Η ίδια η ιστορία; Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να την κοινοποιήσεις;
- Όλα όσα κάνουμε αποτελούν μικρά ίχνη σε μια διαδρομή χωρίς τέλος. Διαδοχικές ιστορίες, η μια πίσω απ’ την άλλη, που το σύνολό τους είμαστε εμείς. Τα ίχνη μας. Εντοπίζουμε ευκρινέστερα τον εαυτό μας όταν έχουμε το θάρρος να τον εκθέτουμε δημόσια. Η ζωή είναι γεμάτη από ιστορίες που σε προκαλούν να τις διηγηθείς.
-Ο τίτλος του καινούργιου σου βιβλίου « Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα » προσδιορίζει σχηματικά την αντοχή μιας γενιάς - αυτής του ’70 - που αρχίζει να εκλείπει, την ανθεκτικότητά της στον χώρο και τον χρόνο. Πόσο εφικτό είναι αυτό;
-Είναι δύσκολο να κλείσεις σε λέξεις μια εποχή. Το ροκ οδεύει αισίως προς την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, για την ακρίβεια έχει την ηλικία των ονείρων μας.
Οι καθημερινές του επαναστάσεις είναι πλέον ελάχιστες, η μουσική βιομηχανία φρόντισε καλά γι αυτό. Άλλωστε και η σημερινή γενιά δεν προσφέρεται. Έφτασε στο χορό όταν οι μουσικοί είχαν πια φύγει. Ο τίτλος μου δηλώνει μια ευχή, για άλλους μια ρομαντική ουτοπία. Το ρήμα αντέχω σημαίνει επιλέγω να είμαι με τους επιζήσαντες. Επιλέγω να είμαι παρών. Ο πρώτος τίτλος ήταν «Λίγο ροκ ακόμα». Άλλαξε με την επιμονή του εκδότη μου, την τελευταία στιγμή. Πίστευε ότι το ροκ δε θα μπορούσε ποτέ να είναι λίγο.
-Η εμμονή με το παρελθόν που διατρέχει τα βιβλία σου έχει να κάνει περισσότερο με μια έμμεση φυγή από ένα παρόν που δεν σου αρέσει ή είναι ένας τρόπος να φαντάζεσαι το μέλλον;
-Ό, τι ζεις, σε ακολουθεί. Είναι μια σύνθεση όλων εκείνων που καθορίζουν την προσωπική σου ιστορία. Η σημερινή γενιά τρέφεται από τα συναισθηματικά λείψανα της δικής μας. Τρώει απ’ τα σκουπίδια μας. Όλα όσα προδώσαμε, όσα δεν καταφέραμε να αλλάξουμε, τους ανήκουν. Είναι μια κληρονομιά δυσοίωνη, το κατάστημα απ’ όπου «ψωνίζουν» ευκαιριακά, αλλά και ο καθρέφτης που μπορούμε εμείς να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Σε αυτό μοιάζει με την Αριστερά σήμερα. Σε μια αυτοέκδοση κάποιου Θεσσαλονικιού με το ψευδώνυμο Αιμόφιλος Ινφλουέντζας, που επιγράφεται «για την πολιτική διαχείριση της ερωτικής απελπισίας», διάβασα κάποτε τους εξής στίχους: Μερικές φορές / μου φαίνεται / ότι ακόμη κι αν λείπαμε όλοι / η συνέλευση θα γινόταν / από μόνη της. Δεν είναι καταπληκτικό; Νομίζω ότι δεν έμεινε τίποτα πια για να προδοθεί εκτός απ’ την νοσταλγία.
- Γιατί οι έλληνες συγγραφείς δεν μεταφράζονται στο εξωτερικό; Τι παραπάνω έχουν οι ξένοι που δεν διαθέτουμε εμείς;
-Τρία πράγματα: Γνώση, συνέπεια, μέθοδο. Επιπλέον, δουλεύουν σκληρά. Η προσπάθεια για δουλειά τους τρέφει, ενώ εμάς μας τρέφει η προσπάθεια για αναγνώριση.
-Πόσο «δημόσιες σχέσεις» χωράει η εικόνα ενός συγγραφέα και πόσο αυτή η εικόνα μπορεί να επηρεάσει την αναγνωσιμότητά του;
-Ο Μπομπ Ντίλαν, νομίζω, είχε πει ότι η φήμη είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό επάγγελμα. Εξαρτάται από το τι είναι ο καθένας μας διατεθειμένος να κάνει προκειμένου να «σώσει» μια καριέρα. Εν προκειμένω, η φήμη είναι κάτι που δημιουργείται πολύ δύσκολα και ξεχνιέται πολύ εύκολα. Αν είσαι αποφασισμένος να επενδύσεις σε κάτι τόσο πρόσκαιρο, πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις και τις συνέπειες του. Τότε όμως η δουλειά σου είναι στην διαφήμιση και δεν το ξέρεις. Έχεις κάνει λάθος επάγγελμα.
-Η γυναίκα, σαν παρουσία, είναι τόσο σημαντική για σένα;
-Για σένα οι άντρες, δηλαδή, δεν είναι;
(στην Ζωή Κοσκινίδου - 29/09/2005 )
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
3.ΚΑΘΕ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. ΣΤΟΙΧΙΖΕΙ ΠΟΛΥ-Αυτό που κυριαρχεί στα βιβλία σου, είναι μια σχεδόν «αθέατη» διείσδυση σε έναν κόσμο που- γενετικά τουλάχιστον - δεν γνωρίζεις. Είναι πρόκληση για σένα η γυναικεία ιδιοσυγκρασία;
-Η γυναίκα είναι, ούτως ή άλλως, ένας κόσμος μυστηρίου που μας προκαλεί να τον αποκωδικοποιήσουμε. Έχω την αίσθηση ότι αυτός ο αχανής κόσμος μας περιέχει και εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε τον τρόπο να τον χαρτογραφήσουμε εκ νέου για να μπορέσουμε έτσι να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας εκτός του. Ο Κιουρέισι το είπε καταπληκτικά: «Όλος ο κόσμος είναι μια φούστα που νιώθουμε την επιθυμία να σηκώσουμε». Το θέμα είναι τι θα ανακαλύψεις από κάτω. Μπορεί το Θεό, μπορεί το διάολο, μπορεί και τους δύο μαζί σε μια αναπάντεχη ένωση. Αυτό είναι, πάντως, από μόνο του μια σημαντική γνώση. Και συγχρόνως, μια άκρως επικίνδυνη υπόθεση.
-Η γυναίκα με την οποία συνομιλείς στο «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» είναι ίδια μ’ αυτήν του « Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου » ; Ή μήπως μια διαφορετική εκδοχή της, μια εν δυνάμει προβολή της σ’ ένα κοντινό μέλλον;
-Πρόκειται για μια παρενέργεια που δημιουργεί η απουσία της προηγουμένης. Η γυναικεία προσωπικότητα του « Για όσο ροκ ...» έχει δανειστεί πολλά από τα χαρακτηριστικά της πρώτης. Είναι λιγότερο ειλικρινής απ’ αυτήν, επιθετική και μυστηριώδης, άρα ενδιαφέρουσα. Σε καλεί να συζητήσεις μαζί της και αυτό κάνω σε όλο το βιβλίο: Όποτε δεν μιλάω στον εαυτό μου, απευθύνομαι σ’ αυτήν.
-
Πως βλέπεις τη λογοτεχνία;
-Με κάνει να νιώθω ότι αποτυγχάνω διαρκώς - αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της.
-Την φιλοσοφία;
-Η φιλοσοφία επιδιώκει να εννοήσει ο άνθρωπος τον κόσμο. Η λογοτεχνία, να εννοηθεί ο άνθρωπος απ’ τον κόσμο. Ο ορισμός είναι του Χειμωνά. Η τέχνη ήταν πάντα πιο εγωιστική απ’ τη φιλοσοφία. Ήταν πάντα παθητική φωνή. Πάντως και οι δυο, το ίδιο αποτέλεσμα έχουν. Απλώς η λογοτεχνία σε σκοτώνει σιγά σιγά, ενώ η φιλοσοφία μια κι έξω.
-
Ποια είναι η κρυφή σου φιλοδοξία στο γράψιμο;
-Να μη γράφω. Ίσως δεν το πετύχω ποτέ.
-Τι είναι αυτό που καθιστά ένα βιβλίο σημαντικό;
-Το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μιας ερωτικής σχέσης που προϋποθέτει την αποκλειστικότητα. Η ποιότητα και το είδος αυτής της σχέσης είναι οι παράγοντες που τελικά καθορίζουν την σημαντικότητά του. Όταν το βιβλίο εκδοθεί, η σχέση τελειώνει. Αρχίζουν οι απολογισμοί. Οι γκρίνιες, οι υποθέσεις, τα σχόλια των «συγγενών». Μη ρωτήσεις ποιοι είναι οι «συγγενείς», τώρα. Η φιλολογία γύρω απ’ το βιβλίο μου θυμίζει το θάνατο ενός ανθρώπου: όταν όλοι ρωτάνε: «από τι πέθανε;» ή αποφαίνονται «ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος». Κανείς δεν στέκεται στο θάνατο σαν αμετάκλητο γεγονός. Όλοι θέλουν να πουν κάτι γύρω από αυτόν. Κάθε βιβλίο, όμως, είναι ένας μικρός θάνατος. Στοιχίζει πολύ. Τα υπόλοιπα αφορούν τους κριτικούς και το εκδοτικό μάρκετινγκ.
-Φοβάσαι την «ωριμότητα»;
-Φοβάμαι ό,τι μπορεί να σκοτώσει το παιδί που υπάρχει ακόμα μέσα μου. Ό,τι μπορεί να μετατρέψει τις επιθυμίες μου σε κανόνες. Οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουμε το λάθος να προσαρμόζουμε τις επιθυμίες μας με βάση τις αρχές που ισχύουν, λειτουργώντας κάτω απ’ το βάρος της ευθύνης. Η πρακτική αυτή είναι μια πρακτική μετάλλαξης. Μεταμορφώνοντας τις επιθυμίες μας σε ευθύνες πιστεύουμε πως τις αξιοποιούμε καλύτερα, πως έτσι τις αναβαπτίζουμε. Η αλήθεια είναι ότι τις σκοτώνουμε. Γιατί τα περισσότερα παιδιά διεκδικούν τα πάντα με ένα απόλυτα ασυμβίβαστο τρόπο; Μα, γιατί οι επιθυμίες τους παραμένουν ανεπίτρεπτα ζωντανές. Το βλέπεις στα μάτια τους που είναι υπέροχα. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μια επαναλαμβανόμενη επιστροφή στην παιδική ηλικία, λέει ο Έκο.
-Μεγαλώνοντας, όμως, γινόμαστε σοφότεροι.
-Σαχλαμάρες. Ο άνθρωπος περνάει όλη του τη ζωή προσπαθώντας να εξηγήσει κάτι που δεν θα καταφέρει να εξηγήσει ποτέ. Είμαι όσο χρονών ήμουν όταν έγραφα το «Διαμελίζομαι», συν τις ρυτίδες και κάτι άσπρες τρίχες. Δεν άλλαξα με τα χρόνια, παραμένω πάντα ο ίδιος άνθρωπος στην μεγαλύτερη εκδοχή του. Δεν έγινα σοφότερος, έγινα απλώς μεγαλύτερος. Κάνω τα ίδια λάθη που έκανα παλιά και θα συνεχίσω υποθέτω να τα κάνω - χωρίς αυτά είναι δύσκολο να με αναγνωρίσω. Έχω αδυναμία στα λάθη μου. Δεν ξέρω, είναι σοφία αυτό;
- Τι αισθάνεσαι για το χρόνο;
-Ότι πρέπει να πολλαπλασιαστώ για να τον αντιμετωπίσω. Ξέρεις πόσα χρόνια πέρασαν από το 73 που αγόρασα τον πρώτο μου δίσκο; Τριάντα τέσσερα.
- Στα βιβλία σου λόγος και μουσική συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία, σε μια σταθερή σχέση αλληλεξάρτησης, τόσο που να μην ξέρεις ποιο προϋποθέτει τι. Μπορούμε να μιλήσουμε για «ροκ λογοτεχνία»;-Νομίζω πως ο όρος «ροκ λογοτεχνία» είναι αδόκιμος. Αφορά μια συζήτηση που ανήκει σε άλλη δεκαετία. Ας πούμε ότι η μουσική είναι απλώς η πρώτη ύλη μιας δυνατής σχέσης. Όπως σε όλες τις σχέσεις, έτσι κι εδώ, η γοητεία κρύβεται στο παράνομο. Εγώ παρανομώ με τις αρμονίες. Κλέβω εικόνες απ’ την μουσική και τις κάνω λέξεις. Έχω αυτήν την οικειότητα μαζί της και είναι η οικειότητα που αισθάνεται ένα παιδί προς τους γονείς του που το μεγάλωσαν. Με ενδιαφέρει πολύ η εσωτερικότητα που βγάζει το κείμενο, η «ατμόσφαιρα» της γραφής. Η μουσική με διευκολύνει Είναι σωσίβιο, αλλά και πάθος. Όλα τα πάθη είναι σωσίβια. Όταν ξεκινάς με τη λογοτεχνία να λιμάρεις τις λέξεις, είναι δεδομένο ότι κάποτε θα σπάσεις τα νύχια σου. Θα πονέσεις. Και αυτό πάνω απ’ όλα είναι η μουσική. Και η λογοτεχνία. Πόνος. Κάτι σχεδόν προπατορικό.
-Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της νεολαίας στην προοπτική των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών; Τι έχει αλλάξει με τα χρόνια;
-Οι έφηβοι της δεκαετίας του 70, αυτοί που μεγάλωσαν μέσα στο κύμα της αμφισβήτησης και κάποια στιγμή έκαναν σημαία τους την ανατροπή, βίωσαν τις αντιφάσεις τους στα άκρα, διαμορφώνοντας σιγά σιγά ένα πλαίσιο ζωής που βασίστηκε σε αλληλοαναιρούμενες θέσεις. Κάποια υγιή τμήματα της νεολαίας αυτής γκετοποιήθηκαν, κουράστηκαν απ’ τις συνεχείς αναμετρήσεις, μισούν τους πολιτικούς και δείχνουν επιφυλακτικοί με τα μαζικά κινήματα. Έχουν κάνει στροφή προς τα «μέσα», προς έναν ελιτίστικο διανοουμενισμό που είναι και η προσωπική ασπίδα προστασίας τους. Αρκετοί απ’ τους υπόλοιπους είναι δήθεν. Βγαίνουν στους δρόμους με τίμπερλαντ για να διαφημίσουν την διαφορετικότητά τους. Δεν γίνεται να ζήσουμε άλλο έτσι – τρώγοντας ο ένας τον άλλον. Ό,τι άντεξε από την εποχή μου είναι η απόφασή μας να μη «μεγαλώσουμε», η άρνηση μας να αποδεχτούμε τους κανόνες του παιχνιδιού. Πριν μας καταχωρήσουν και μας σαν διδακτέα ύλη στα βιβλία του επίσημου συστήματος, μπορούμε ακόμα να δοκιμάσουμε να προσθέσουμε λίγα εγωιστικά κεφάλαια. Δικά μας. Έτσι, για το μάθημα της ιστορίας.
-To εξομολογητικό ύφος που διατρέχει τα βιβλία σου κρύβει ίσως μια μυθοπλαστική αδυναμία εκ μέρους σου ή είναι μια ντε φάκτο προσπάθεια απομυθοποίησης του είδους;
-Τα βιβλία προβάλλουν, ούτως ή άλλως, διαδοχικές σκηνές απ’ την ζωή του συγγραφέα τους. Αυτό, είτε γίνεται μέσω μιας συγκεκριμένης μυθοπλασίας με αρχή, μέση και τέλος, είτε μέσω μιας γενικότερης αναθεωρητικής πρακτικής, δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Είναι θέμα οπτικής. Απλώς ο συγγραφέας επιλέγει τον τρόπο που τον ιντριγκάρει περισσότερο για να προχωρήσει.
-Τα περισσότερα βιβλία σου είναι δύσκολο να καταταγούν σε ένα συγκεκριμένο είδος. Στο μέλλον μπορεί να σε ενδιαφέρει, ας πούμε, η προοπτική ενός «κανονικού» μυθιστορήματος;
-Δεν ξέρω τι είναι «κανονικό» σε ένα κείμενο. Δεν ξέρω ποιος το ορίζει αυτό. Η κριτική; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Θεωρώ πάντως κουραστικό το να μάχομαι στο πλευρό ηρώων που πρέπει να επινοήσω και μετά να ελέγξω. Μου φτάνουν οι εαυτοί μου. Θέλω να είμαι ένας, αλλά δε γίνεται. Είμαι πολλοί άνθρωποι μαζί που ζουν μέσα μου.
-Ποιος από όλους αυτούς γράφει;
-Ο πιο αδύναμος. Αυτός που νομίζει ότι έτσι ξεγελάει τους φόβους του.
(στην Γιώτα Παναγιώτου - 28/03/2007 )
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
4. ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ: ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
-Ας ξεκινήσουμε με τις λέξεις. Φαίνεται να το απολαμβάνεις καθώς τις γράφεις. Σα να τις προορίζεις μόνο για τον εαυτό σου. Αυτές σου το ανταποδίδουν;
-Στα βιβλία μου προσπαθώ ακόμα να μάθω τις λέξεις. Θα ήθελα να γνωριστούμε καλύτερα. Ξέρεις, οι λέξεις κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί, αλλά εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι που δεν μπορούμε ούτε καν να τις βοηθήσουμε. Τις γράφουμε λάθος, τις απομνημονεύουμε λάθος, τις εννοούμε λάθος. Το βρίσκω αποκαρδιωτικό αυτό. Το μόνο που επιδιώκω είναι να τους συμπεριφέρομαι σωστά. Οι λέξεις κατασκευάζουν την πραγματικότητά μας.
-Πώς αισθάνεσαι όταν γράφεις;
-Σα να αυτοτιμωρούμαι. Ξεκολάνε κομμάτια απ’ τη σάρκα μου, λιγοστεύω. Τα μέρη που μου λείπουν γεμίζουν σελίδες. Μετά από κάθε βιβλίο χρειάζομαι μετάγγιση αίματος. Όταν γράφω μοιάζω με τον ήρωα του Καμύ στον «Ξένο»: Έχω μια εξοργιστική απάθεια για όλα τα γήινα, τα αυτονόητα και τα πρακτικά. Με ενδιαφέρει μόνο ο ήλιος. Είχε δίκιο ο Μερσώ: Εξαιτίας του ήλιου συμβαίνουν όλα.
-Προτιμάς να είσαι αναγνώστης ή συγγραφέας;
-Αναγνώστης, βέβαια. Για να έχεις την πολυτέλεια να είσαι μόνο αυτό. Για να μπορείς να απολαμβάνεις αυτή σου την μοναδική ιδιότητα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί. Πρέπει να είναι συγχρόνως και αναγνώστης.
-Τα δυο ροκ βιβλία σου δημιούργησαν κάτι που παραμένει. Υπάρχει μια μερίδα αναγνωστών που σε παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον. Πώς το εισπράττεις εσύ;
-Χαίρομαι πάρα πολύ, που για μια ακόμα φορά, η μουσική επικράτησε των λέξεων. Αλλά συγχρόνως λυπάμαι. Γιατί αγαπάω πολύ και τις λέξεις. Νομίζω ότι δεν αντιμετωπίστηκαν όπως θα έπρεπε σ’ αυτά τα δυο βιβλία.
-Το τελευταίο σου βιβλίο τι είναι;
-Μου είπαν ότι είναι ποιητική συλλογή. Δεν τους πίστευα, αλλά μετά ήρθαν κι άλλοι και είπαν το ίδιο. Αναγκάστηκα να το δεχτώ. Είναι ποιητική συλλογή, λοιπόν.
-Μπορείς να μας πεις κάτι περισσότερο;
-Τα βιβλία είναι δύσκολο πράγμα, ξέρεις. Δε φτάνει που τα γράφεις, πρέπει να τα υποστηρίζεις κιόλας. Με κουράζει πολύ αυτό. Τι να σου λέω τώρα, μπλα μπλα; Αυτά είναι για να γεμίζουν οι σελίδες. Υπάρχει μια κάστα ανθρώπων στο χώρο μας που μιλάει με τσιτάτα. Θαυμάζει ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τον εαυτό τους. Συνήθως κρατούν ένα μάτσο λέξεις στα χέρια τους και τις κραδαίνουν σα λάφυρο. Η Τέχνη όμως δεν είναι λάφυρο, είναι αδυναμία. Χρειάζεται χαμηλότερους τόνους απ’ ότι ο πόλεμος.
-Τι δε σε κουράζει;
-Να κοιτάζω τη θάλασσα. Μου λείπει αυτή την εποχή. Η θάλασσα περιέχει ό,τι ονειρεύομαι.
-Σε ποια θάλασσα θα ήθελες να βρισκόσουν τώρα;
-Στην Νάξο.Είναι η προσωπική μου έξοδος κινδύνου. Η σκάλα υπηρεσίας, για όταν πιάνει φωτιά.
-Πώς αντιλαμβάνεσαι το αληθινό;
-Ως κάτι που δεν υπάρχει, γιατί το έχουμε ονειρευτεί μέχρις εξαντλήσεως.
-Υπάρχει ιδανική γυναίκα;
-Ακόμα κι αν δεν υπάρχει, χρειάζεται να την επινοήσουμε.
-Εσύ αυτό κάνεις;
-Εγώ δεν κάνω ούτε αυτό. Μ’ αρέσουν απλώς τα μεγάλα λόγια.
-Πώς αντιλαμβάνεσαι τον έρωτα;
-Αντέχω ακόμα να τον βλέπω στα μάτια, σαν αναγκαίο κακό. Μεγάλο ρίσκο. Είναι σαν μια επικίνδυνη κατάδυση. Σα να κρατάς την αναπνοή σου για πέντε λεπτά κάτω απ’ το νερό.
-Αυτό είναι ασφυξία…
-Κι ο έρωτας αυτό είναι: Ασφυξία.
-Και οι μεγάλοι έρωτες;
-Δεν υπάρχουν μεγάλοι έρωτες. Μόνο μικροί που υποδύονται τους μεγάλους.
-Η μοναξιά σε φοβίζει;
-Με φοβίζουν οι άνθρωποι και αυτά που κάνουν για να απαλλαγούν απ’ τη μοναξιά τους.
-Είσαι απογοητευμένος;
-Φυσικά. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να γράφει;
-Τι σε κρατάει ζωντανό;
-Η επίγνωση ότι κάποια μέρα θα πεθάνω.
-Θεωρείς τον εαυτό σου πεζογράφο ή ποιητή;
-Τίποτε απ’ τα δυο. Είμαι κάπου ανάμεσα. Ας πούμε ότι οι ποιητές είναι οι συγκρατούμενοί μου και οι πεζογράφοι οι δεσμοφύλακες που μου φέρνουν φαί. Όλοι στην ίδια φυλακή μένουμε. Μάλλον είμαι ένας πεζογράφος που του αρέσει να σώζει λέξεις γράφοντας ποιήματα.
-Το επόμενο βιβλίο σου θα είναι μυθιστόρημα;
-Θεός φυλάξοι! Τόσοι μυθιστοριογράφοι δεν φτάνουν;
-Τον περασμένο μήνα γιορτάστηκε και στη χώρα μας, νομίζω για ένατη συνεχόμενη χρονιά, η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Πώς είδες αυτές τις εκδηλώσεις;
-Πώς να τις δω; Μαζεύτηκε κόσμος πολύς γύρω από το πτώμα της ποίησης και όλοι έκλαιγαν και είχαν από ένα καλό λόγο να πουν για αυτήν. Όλοι ήταν πολύ συγκινημένοι. Αυτή η χώρα έχει 10 εκατομμύρια λάτρεις της ποίησης, αλλά την διαβάζουν 10 άνθρωποι. Και δεν την αγοράζουν ούτε αυτοί.
-Έχεις ένα ορισμό για την επιθυμία;
-Κάποτε είχα δώσει ένα σοκολατάκι στην Άννα. Ήταν στο κρεβάτι και την πήρε ο ύπνος με το σοκολατάκι σφιγμένο στο χέρι της. Όταν ξύπνησε, το σοκολατάκι είχε λιώσει. Αυτό είναι η επιθυμία: κάτι που στην προσπάθειά μας να το διατηρήσουμε, το στραγγαλίζουμε. Το πατάμε στο κεφάλι.
-Πώς βλέπεις την πολιτική;
-Από την τηλεόραση, όπως όλοι. Κλείνω όμως τη φωνή. Θέλω να βλέπω τα πρόσωπα των πολιτικών που έχουν υποστεί λογοκρισία, τα παράθυρα που σιωπούν, τους δημοσιογράφους που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους χωρίς να λένε τίποτα. Δεν ξέρω, βλέπεται διαφορετικά η πολιτική;
-Κάπου θα ανήκεις όμως πολιτικά. Δεν μπορεί…
-Κι αν μπορεί; Εμείς τότε δεν είχαμε αριστερά και δεξιά. Είχαμε Μπήτλς και Στόουνς. Εγώ ήμουν πάντα με τους κακούς. Δηλαδή με τους Στόουνς.
-Αγοράζεις εφημερίδες;
-Κάποτε αγόραζα. Όταν είχα περισσότερο χρόνο. Τις Κυριακάτικες. Τώρα δεν παίρνω ούτε αυτές. Δεν μπορώ να τις σηκώσω απ’ το βάρος.
-Πώς αισθάνεσαι ως Έλληνας πολίτης;
-Χειρότερα απ’ ότι θα αισθανόμουν ως οικονομικός μετανάστης. Νιώθω σαν να έχω χάσει το δρόμο μου και δεν υπάρχει κανείς να με γυρίσει σπίτι.
-Η σκέψη σου για όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό; Δεν είναι και λίγα: Ζαχόπουλος, απεργίες, ασφαλιστικό, ο κόσμος στους δρόμους. Πες μου δύο πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό.
-Νομίζω ότι το να κατεβάζεις τους διακόπτες της ΔΕΗ ή να κλείνεις την Τράπεζα της Ελλάδος για ένα μήνα και να χάνεται ο μπούσουλας, δεν διαφημίζει με τον καλύτερο τρόπο την επαναστατικότητά σου. Και ότι ο τέταρτος όροφος δεν είναι ένας καλός όροφος για να ξεμπερδεύεις με τον εαυτό σου, επειδή ήσουν σπάταλος και λιγάκι μπερμπάντης. Όταν ένα κράτος καταρρέει δεν φταίει μόνο το κράτος, ξέρεις. Φταίει και η ποιότητα των πολιτών του. Κυρίως αυτή. Το σύστημα δεν πολεμιέται με «τακτοποιημένες παρελάσεις» εντός των τειχών. Χρειάζεται κάτι πιο δραστικό. Εδώ τσακώνονται ακόμα για πιστοποιητικά «αριστεροσύνης», όταν Αριστερά στην Ελλάδα είναι η Λιάνα και ο Αλέξης…
-Τι σε κάνει να απελπίζεσαι;
-Το ότι μπερδέψαμε τον Χωμενίδη με τον Σιοράν. Και τον Θεοδωράκη με τον Lou Reed.
-Τι σε κάνει να κλαις;
-Τα τραγούδια. Και μια γυναίκα που φεύγει.
-Σε τι μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε;
-Στο χαμόγελο ενός αθώου παιδιού. Είναι ο κόσμος που έρχεται. Πρέπει να οπισθοχωρήσουμε για να περάσει.
-Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη γενιά σου και στη σημερινή γενιά;
-Ότι τότε ο χρόνος ήταν νεαρός, ενώ τώρα δε μπορεί να πάρει τα πόδια του.
-Η πιο αθώα πρόταση που έχεις διαβάσει ποτέ σε βιβλίο;
-«Μαμά, έχασα την ουρά μου». Από το βιβλίο «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Πρέπει να το μάθουν απ’ έξω όλοι οι έλληνες συγγραφείς.
-Τι λείπει από τους έλληνες συγγραφείς;
-Ο αυτοσαρκασμός. Τον έχουν θέσει εκτός νόμου. Το χιούμορ πρέπει να μπορείς να το στρέφεις κατά του εαυτού σου. Να μπορείς να διακωμωδείς το έργο σου. Αυτό που κάνει ο Αλεξάκης.
-Ένας αγαπημένος σου στίχος;
-«If I don’t get some shelter I’ m gonna fade away» Από το Gimme Shelter των Rolling Stones. Πραγματικό καταφύγιο.
-Πες μου κάτι που εμποδίζει το μέλλον να έρθει;
-Το ότι οι άνθρωποι γύρω μας συνεχίζουν τον θάνατό τους. Κι αυτό το ονομάζουν ζωή.
-Απ’ τους πολιτικούς ποιόν συμπαθείς;
-Το Γιώργο Παπανδρέου. Αλλά αυτός δεν είναι πολιτικός.
-Νομίζεις πως έφτασες κάπου;
-Έφτασα μάλλον στο σημείο που πρέπει να ξαναξεκινήσω. Πολλές φορές, όταν γράφω, νιώθω σα να ανοιγοκλείνω μηχανικά το στόμα μου χωρίς να λέω τίποτα. Ότι δυσχεραίνω συνέχεια τη θέση μου. Έχω την χειρότερη γνώμη για τον εαυτό μου. Αυτός είναι, μάλλον, ο τρόπος μου για να πανικοβάλλομαι και να πηγαίνω παρακάτω.
-Υπάρχει πάντα παρακάτω;
-Αν δεν υπήρχε θα ήμασταν νεκροί. Δεν θα μιλάγαμε τώρα. Να σου κάνω κι εγώ μια ερώτηση;
-Υποτίθεται ότι εσύ απαντάς.
-Είμαι όμως οπαδός των ερωτήσεων. Τόση ώρα καταχρηστικά απαντώ.
-Άντε, κάνε.
- Πότε θα τελειώσει αυτή η ωραία συνέντευξη;
(στην Χριστίνα Διαμαντοπούλου - 05/05/2008 )