Υμνος στην τζαζ, στο περιθώριο και στην χαμένη αθωότητα
Ο Τζακ Κέρουακ φτιάχνει έναν ήρωα που του μοιάζει Τζακ Κέρουακ
Πικ
μετ. Γιάννης Λειβαδάς
εκδ. Απόπειρα, σελ. 136
Λίγους μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1969, ο Τζακ Κέρουακ ολοκλήρωσε τη δακτυλογράφηση αυτού του μικρού βιβλίου, τελευταίου στη σειρά της μεγάλης βιβλιογραφίας του, βουτώντας μέσα σε ένα ωκεανό χειρογράφων που μπόρεσε να τιθασεύσει, με τη βοήθεια του αλκοόλ, και να πραγματώσει αυτό το απροσδόκητα γλαφυρό και απολαυστικό κείμενο. Ο μικρός έγχρωμος Αμερικανός Πικ –μια ακόμα εκδοχή του Χάκλμπερρι Φιν του Μαρκ Τουέν– που το σκάει από το σπίτι του με τη βοήθεια του μεγάλου αδελφού του για να συναντήσει τα λαμπερά φώτα της Νέας Υόρκης, της Καλιφόρνια και της ελευθερίας του δρόμου, είναι, φυσικά, κατάστικτος, από την κορφή ώς τα νύχια, με όλα όσα απασχολούν τον Κέρουακ. Η τρέλα με την τζαζ και τον δρόμο, η αντοχή του περιθωρίου και του ταξιδιού, η χαμένη εντιμότητα και η χαμένη αθωότητα των λούζερ της ζωής, είναι εδώ, λες και συνεχίζονται οι Υποχθόνιοι, ο Δρόμος και οι Ντεζολέισον Εϊντζελς.
Αδειο τζουκ μποξ
Ο Πικ μοιάζει φτυστά στον συγγραφέα του. Με μια διαφορά: αυτός θα τα καταφέρει, ο δημιουργός του όχι. Δείχνει από πολύ νωρίς να πιστεύει ότι αν κάτι ακόμα υπάρχει, βρίσκεται σε αυτό που δεν φανταζόμαστε ότι υπάρχει. Και σαν γνήσιος ήρωας του Κέρουακ δίνει τα πάντα για να το αναζητήσει, να το φτάσει, να το κερδίσει. Ο Κέρουακ ανασηκώνει λίγο τον μουσαμά, αποκαλύπτοντας το πτώμα, αλλά και τη γοητεία της Αμερικής. Μιας Αμερικής που κουράστηκε να είναι φτωχειά, κουράστηκε να μοιάζει με άδειο τζουκ μποξ που απλώς «τρώει» τα κέρματα αυτών που ποθούν να ακούσουν τη μουσική της. Τα όσα απευθύνει ο Σλιμ στη Σίλα στη σελίδα 69 του βιβλίου νομίζεις ότι είναι παρμένα από κάποιο παλιό τραγούδι του Σπρίνγκστιν: «Δουλειά, μάλιστα, πρέπει να πιάσω δουλειά, Σίλα. Αύριο, πρωί πρωί θα βγω έξω και θα ψάξω για δουλειά. Ξέρεις γιατί θα βρω σίγουρα; Γιατί τη χρειάζομαι. Ξέρεις γιατί τη χρειάζομαι τη δουλειά; Γιατί δεν έχω λεφτά.»
Η γλώσσα του κειμένου –μια τρυφερή σλανγκ των χόμπος και των αμόρφωτων ταξιδευτών της αμερικανικής υπαίθρου– φαίνεται να αναπολεί την πρόδηλη φυσικότητα της ζωής, αυτήν που μας κάνει να εμπιστευόμαστε το ένστικτο και τη φαντασία. Και να θρηνεί την απώλειά της. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι καταιγιστικός, ιδρώνει για να τα καταφέρει στο σόλο του, ανεβαίνει και κατεβαίνει τις κλίμακες σεληνιασμένος, όπως το παίξιμο του Σλιμ στο σαξόφωνο, θυμίζει ουρλιαχτό αδέσποτου σκύλου που αναζητάει απεγνωσμένα τροφή. Οπως πίεζε ο αδελφός του Πικ το σαξόφωνο, «βγάζοντάς του τα σωθικά», έτσι πιέζει και ο Κέρουακ την καρδιά της αφήγησης, κάνοντας την να βαστά την αναπνοή της. Ολη αυτή η γλώσσα, ελλειμματική λόγω του περιορισμένου λεξιλογίου που «υποχρεούται» να χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας για να αναπλάσει τον μύθο του, όλος αυτός ο χύμα ρομαντισμός για ό,τι είναι προσωρινά χαμένο, όλο αυτό το αυτοκαταστροφικό παιχνίδι που απειλείται από στιγμή σε στιγμή με κατάρρευση, επιτυγχάνει εν τέλει να καταστεί παντοδύναμο όπλο στα χέρια ενός αμετανόητου πολεμιστή και να επιβεβαιώσει το ταμπεραμέντο του.
«Ηττημένος»
Ο Κέρουακ είναι ένας «ηττημένος», που συχνάζοντας στις αντιξοότητες, έχει κερδίσει την πραγματικότητα στα σημεία, καταφέροντάς της απανωτά πλήγματα। Ετσι κερδίζει χρόνο, ανανεώνοντας γύρους। Ετσι βάζει τον θάνατο συνεχώς σε παρένθεση। Η μετάφραση του ποιητή Γιάννη Λειβαδά, μελετητή της μπιτ κουλτούρας, είναι υποδειγματική। Χαμηλόφωνη, αντηχεί σε σωστά ελληνικά που ρέουν αβίαστα, σαν πνευστό, που ενώ παίζει free jazz, καταφέρνει να διατηρηθεί μέσα στη μελωδική φράση και να την εξελίξει. Διαβάζοντας τις πρώτες, αυστηρά περιγραφικές, σελίδες του βιβλίου, θα ορκιζόμουν, αν δεν γνώριζα το όνομα του συγγραφέα του, ότι ήταν κάποιος νέος Αμερικανός ερωτευμένος με τον Χέμινγουει. Προχωρώντας, λίγο μετά, η βαριά, λασπωμένη μπότα του Κέρουακ πάτησε δυνατά στις σελίδες. Και τις έλιωσε.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Καθημερινή