Κατερίνα Γώγου
ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΗ από τους λογοτεχνικούς κανόνες, τις ανθολογήσεις ποιητών της γενιάς της, τις επίσημες παρουσίες σε εκδηλώσεις τέχνης, τις σικέ συνεντεύξεις σε Κυριακάτικα φύλλα, τις ερμαφρόδιτες λέξεις, τις ερμαφρόδιτες λύσεις, τις ερμαφρόδιτες στάσεις, η Κατερίνα (68 χρόνια από την γέννησή της, 26 απ’ όταν τη γνώρισα, 15 από το θάνατό της, και ποτέ μου δε μπόρεσα να την πω Γώγου), έζησε τα 53 χρόνια που της έμελλε να ζήσει, σαν πουλάκι. Πληγωμένο, με μπανταρισμένα φτερά, αλλά τιτιβίζοντας. Με απίστευτο τσαμπουκά, με απίστευτο θράσος, με απίστευτα όνειρα. Κι όταν δεν άντεχε άλλο να βλέπει να ξεπουλάν τη φάρα της, άναψε ένα τσιγάρο από κείνα τα δικά μας των αστραπών, έριξε μια φτυσιά και την «έκανε». Με 300 και βάλε. Σαν επίσημη αιτία θανάτου της αναφέρεται η υπερβολική δόση αλκοόλ και χαπιών. Ήταν όμως, μια ακόμα, από κείνες τις συνηθισμένες «δολοφονίες» που το κράτος, η εξουσία, η οποιασδήποτε μορφής εξουσία (ακόμα και αυτή των Εξαρχείων) «επιλέγει» ως λύση για τα «άτακτα» παιδιά. Για όσους της χαλάνε τη μόστρα, το πρόσωπο στον καθρέφτη. Κι η Κατερίνα τα χαλούσε όλα. Τα γκρέμιζε γιατί ήθελε να τα φτιάξει απ’ την αρχή. Δε μασούσε με τίποτα. Δε χαμπάριαζε. Ούτε από εφόδους στο σπίτι της, ούτε από επαγγελματικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς , ούτε από το νοίκι που δεν έφτανε ποτέ. Ήτανε έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα. Μπέσα, ντόμπρα, φόρα παρτίδα. Ένα πρόσωπο, σκέτο νεράκι. Την έλεγαν «σαλεμένη». Γιατί δεν έκανε «χάρες». Εκπτώσεις. Νοθείες. Να σερβίρει Κουρτάκη για κρασί εικοσιπενταετίας. Γιατί δεν ήταν προσκυνημένη. Να παρακαλάει τον Φίνο, τον τάδε, τον πιασ’ το αυγό και κούρευτο. Τάχωνε εδώ κι εκεί, αριστερά και δεξιά κι έγραφε βάλιουμ, μαντράξ, στεντόν, τριπτιζόλ – ξέρετε εσείς γιατρέ μου – σε ταράτσες ετοιμόρροπων κτιρίων, σε πλατείες περικυκλωμένες από μπατσικά, σε συγκεντρώσεις με πουλημένους συντρόφους, σε σπίτια χωρίς θέρμανση με χαλασμένα πατώματα, σε δρόμους χωρίς ανθρώπους, σε αγώνες χωρίς νόημα.
Από πέντε χρονών στο σανίδι – πουτάνα θεατρίνα – όλο ανακάτευε τη τράπουλα κι όλο δεν έβγαινε το χαρτί. Κι όλο ο θάνατος έκοβε. Σημαδεμένη τράπουλα, με χέρια και πόδια. Σα να μη τόξερε. Κόλαγε το μουστάκι κι έβγαινε με τη βεντάλια στη βροχή. ΄Ηθελε πρώτα να τελειώνει με τα γουρούνια και μετά να ψάξει ακρογιαλιές. Δε γινόταν να αλλάξει ο κόσμος με εξοχές. Με βουλευτιλίκια, ακροκέραμα και γαριασμένες μπουγάδες. Ανεβασμένη σε μια καρέκλα. Με τον ίδιο ηλίθιο φιόγκο. Με τον ίδιο ολόιδιο φόβο. 5 χρονώ, 19 χρονώ, 20, 30, 53.
Μόλις φύγει τούτο το άδικο θάρθω να σας βρώ / Μπορεί να μην τα καταφέρω στις σκάλες / Θαρθώ όμως οπωσδήποτε / Μπορεί να μου λείπει η φωνή ή το φως από τα μάτια μου / Σε μας δε χρειάζονται και πολλά / Σύντροφοι.
(ΙΔΙΩΝΥΜΟ, εκδ. Καστανιώτη, 1980)
Το βιβλίο της Σπυράκου, «Κατερίνα Γώγου: Έρωτας θανάτου» (εκδ. Βιβλιοπέλαγος) είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για το έργο της και καλύπτει - αν και αρκούντως φεμινιστικό και πρόδηλα έξω απ’ τα νερά του- ένα τεράστιο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας. Μια μαύρη τρύπα ντροπής. Αποτελεί διασκευή μέρους της διδακτορικής της διατριβής με θέμα τον θάνατο και την θηλυκότητα στο έργο τεσσάρων ποιητριών - ανάμεσά τους και η Κατερίνα. Είναι η πρώτη σοβαρή απόπειρα να αποτιμηθεί ένα τεράστιο – και σε άντερα και σε αισθητική - έργο που έχει σκοπίμως αποσιωπηθεί από την «σοβαρή» κριτική γιατί δήθεν ήταν εποχικό και ο θόρυβος που προκάλεσε με τις απανωτές επανεκδόσεις του ήταν ανακλαστικός των χρόνων που ακολούθησαν τη δικτατορία. Γιατί δήθεν ήταν «προφορικό», «εναλλακτικό», «ανάρμοστο». Μπα; Μέχρι κι ο Γκόρπας τη πάτησε. Ο Θωμάς που ήτανε μεγάλη καρδιά, μεγάλος δάσκαλος. Σα δε ντρεπόμαστε, λέω γω. Γι αυτό η Δημουλά είναι σήμερα ακαδημαϊκός και η Κατερίνα πεθαμένη. Δηλαδή τι, υπάρχουν εκδοχές του «κανονικού», του «πολιτικά ορθού», του «σοφά ισορροπημένου» στη ποίηση; Τι σόι κανόνες είναι αυτοί; Ποιοι τους έγραψαν; Στη λογοτεχνική μας παράδοση, που έσπευσε να χαρακτηρίσει το έργο της Κατερίνας προϊόν της διαταραγμένης ψυχικής της κατάστασης, και να το στείλει σ’ ένα συρτάρι, δεν χωράνε οι χρήστες, οι τρόφιμοι της πλατείας, οι έξω απ’ τις πατενταρισμένες λογικές και πρακτικές του συναφιού – ό, τι κι αν έχουν καταθέσει ως λέξεις; Μα, αυτοί δεν είναι οι μόνοι από τους οποίους μπορείς να αναμένεις μια πρωτοπορία; Οι μόνοι που είναι ικανοί να πεθάνουν για ένα ιδανικό;
Η άποψη μου –έχω πολλές, ακόμα– είναι ότι η Κατερίνα ήταν μια απ’ τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη ποιητική ανάφλεξη που συνέβη στην σύγχρονη λογοτεχνική μας ενδοχώρα. Ενάντια σε κάθε λογής βόλεμα, σε κάθε λογής εφησυχασμό, σε κάθε λογής λογική. Μια γραμματολογική βόμβα. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από δω κι εξής. Να μεταμορφωθεί, επιτέλους, από βασίλισσα της σκόνης και της αυτοκαταστροφής, σε βασίλισσα του λόγου. Από Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων, σε Ελληνίδα Σάρα Κέιν. Από Ούλρικε Μάινχοφ, σε Σύλβια Πλαθ. Καιρός είναι.
Η Κατερίνα δεν ήταν ασχημόπαπο. Πάντα κύκνος ήτανε.
Άντε, γιατί ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 26/06/2008
Από πέντε χρονών στο σανίδι – πουτάνα θεατρίνα – όλο ανακάτευε τη τράπουλα κι όλο δεν έβγαινε το χαρτί. Κι όλο ο θάνατος έκοβε. Σημαδεμένη τράπουλα, με χέρια και πόδια. Σα να μη τόξερε. Κόλαγε το μουστάκι κι έβγαινε με τη βεντάλια στη βροχή. ΄Ηθελε πρώτα να τελειώνει με τα γουρούνια και μετά να ψάξει ακρογιαλιές. Δε γινόταν να αλλάξει ο κόσμος με εξοχές. Με βουλευτιλίκια, ακροκέραμα και γαριασμένες μπουγάδες. Ανεβασμένη σε μια καρέκλα. Με τον ίδιο ηλίθιο φιόγκο. Με τον ίδιο ολόιδιο φόβο. 5 χρονώ, 19 χρονώ, 20, 30, 53.
Μόλις φύγει τούτο το άδικο θάρθω να σας βρώ / Μπορεί να μην τα καταφέρω στις σκάλες / Θαρθώ όμως οπωσδήποτε / Μπορεί να μου λείπει η φωνή ή το φως από τα μάτια μου / Σε μας δε χρειάζονται και πολλά / Σύντροφοι.
(ΙΔΙΩΝΥΜΟ, εκδ. Καστανιώτη, 1980)
Το βιβλίο της Σπυράκου, «Κατερίνα Γώγου: Έρωτας θανάτου» (εκδ. Βιβλιοπέλαγος) είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για το έργο της και καλύπτει - αν και αρκούντως φεμινιστικό και πρόδηλα έξω απ’ τα νερά του- ένα τεράστιο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας. Μια μαύρη τρύπα ντροπής. Αποτελεί διασκευή μέρους της διδακτορικής της διατριβής με θέμα τον θάνατο και την θηλυκότητα στο έργο τεσσάρων ποιητριών - ανάμεσά τους και η Κατερίνα. Είναι η πρώτη σοβαρή απόπειρα να αποτιμηθεί ένα τεράστιο – και σε άντερα και σε αισθητική - έργο που έχει σκοπίμως αποσιωπηθεί από την «σοβαρή» κριτική γιατί δήθεν ήταν εποχικό και ο θόρυβος που προκάλεσε με τις απανωτές επανεκδόσεις του ήταν ανακλαστικός των χρόνων που ακολούθησαν τη δικτατορία. Γιατί δήθεν ήταν «προφορικό», «εναλλακτικό», «ανάρμοστο». Μπα; Μέχρι κι ο Γκόρπας τη πάτησε. Ο Θωμάς που ήτανε μεγάλη καρδιά, μεγάλος δάσκαλος. Σα δε ντρεπόμαστε, λέω γω. Γι αυτό η Δημουλά είναι σήμερα ακαδημαϊκός και η Κατερίνα πεθαμένη. Δηλαδή τι, υπάρχουν εκδοχές του «κανονικού», του «πολιτικά ορθού», του «σοφά ισορροπημένου» στη ποίηση; Τι σόι κανόνες είναι αυτοί; Ποιοι τους έγραψαν; Στη λογοτεχνική μας παράδοση, που έσπευσε να χαρακτηρίσει το έργο της Κατερίνας προϊόν της διαταραγμένης ψυχικής της κατάστασης, και να το στείλει σ’ ένα συρτάρι, δεν χωράνε οι χρήστες, οι τρόφιμοι της πλατείας, οι έξω απ’ τις πατενταρισμένες λογικές και πρακτικές του συναφιού – ό, τι κι αν έχουν καταθέσει ως λέξεις; Μα, αυτοί δεν είναι οι μόνοι από τους οποίους μπορείς να αναμένεις μια πρωτοπορία; Οι μόνοι που είναι ικανοί να πεθάνουν για ένα ιδανικό;
Η άποψη μου –έχω πολλές, ακόμα– είναι ότι η Κατερίνα ήταν μια απ’ τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη ποιητική ανάφλεξη που συνέβη στην σύγχρονη λογοτεχνική μας ενδοχώρα. Ενάντια σε κάθε λογής βόλεμα, σε κάθε λογής εφησυχασμό, σε κάθε λογής λογική. Μια γραμματολογική βόμβα. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από δω κι εξής. Να μεταμορφωθεί, επιτέλους, από βασίλισσα της σκόνης και της αυτοκαταστροφής, σε βασίλισσα του λόγου. Από Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων, σε Ελληνίδα Σάρα Κέιν. Από Ούλρικε Μάινχοφ, σε Σύλβια Πλαθ. Καιρός είναι.
Η Κατερίνα δεν ήταν ασχημόπαπο. Πάντα κύκνος ήτανε.
Άντε, γιατί ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 26/06/2008