Ο EΛΛΗΝ AΜΛΕΤ ΕΚΑΤΕΒΗ ΣΤΟ ΦΩΣ
Όταν κοιτάζω τους ανθρώπους είναι σαν αγάλματα κι ο κόσμος είναι μια αρχαία πολιτεία ερείπια στο δάσος χαμένη κι έρημη, όμορφη σαν όνειρο κι έχει πεθάνει χιλιάδες χρόνια κι οι άνθρωποι είναι αγάλματα, οι άνθρωποι πέθαναν πριν χιλιάδες χρόνια, διατηρούν την ομορφιά τους πως διατηρείται τόση ομορφιά;
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ΕΓΡΑΦΕ ΜΕ ΠΕΝΑΚΙ που είχε τόσο λεπτή μύτη, ώστε συχνά του έσπαγε. Το χειρόγραφό του θύμιζε περισσότερο σκαλιστή πλάκα –ιερογλυφικό αποτύπωμα κάποιου αρχαίου πολιτισμού, παρά σελίδα προορισμένη να τυπωθεί. Ερχόταν από αλλού. Η μορφή του δεν είχε τίποτε το μέτριο, τίποτε το συμβατικό. Ντυμένος σχεδόν πάντα στα μαύρα, με μακριά μαλλιά, έμοιαζε περισσότερο με ροκ σταρ, παρά με διανοούμενο. Τα βιβλία του ήταν τσαλακωμένα κολάζ από όνειρα και εικόνες, από ζεστές λέξεις που ξεστομίζουν οι μελλοθάνατοι – προικισμένοι με την αγωνία της αναχώρησης. Τα έκοβε απ’ το σώμα του, τα ξεκολλούσε, γι αυτό σιγά σιγά λιγόστευε η σάρκα του. Είχε μείνει λειψός. Μια κάτισχνη φιγούρα που της έλλειπαν κομμάτια, αφού είχε ανταλλάξει την αρτιμέλειά του με μια ποίηση που πεζολογούσε θανάσιμα. Αρκούσε μια φράση για να περάσεις μαζί της μήνες, ένα αλληγορικό δείπνο από λέξεις που όσο και αν έτρωγες, έφταναν και περίσσευαν για να τρέφεσαι μια ζωή. Ήταν ένας ολιγογράφος που η λογοδιάρροια του δεν σταματούσε ποτέ. Ένας πολυλογάς της σιωπής.
Έβλεπε τους ανθρώπους σαν μύγες να πετούν «γύρω απ’ την πληγή του κόσμου». Αυτός, ήταν η πληγή. Άλλοτε, «σαν αγγέλους μαζεμένους στην ανοιχτή να τον κοιτάζουν». Ή σαν αλλόκοτους θεατές που «απολαμβάνουν την δυστυχία μας». Αυτός, ήταν η δυστυχία. Περιβεβλημένος μονίμως από ένα μανδύα νυκτός, έβλεπε όσα δεν μπορούμε να δούμε εμείς, που έχουμε και διαστήματα ημέρας. Οι προτάσεις του σταματούσαν στη μέση, λες και εκείνη τη στιγμή κοβόταν το νήμα που τον ένωνε με τα γήινα, ενώνονταν με τις επόμενες, γεμάτες χρονικές ανακολουθίες, σε ένα λαμπρό βατερλό του συντακτικού. Μεταμφιεσμένος σε Άμλετ - ο Άμλετ της σελήνης, όπως τον αποκάλεσε με τους στίχους του ο Μάνος Ελευθερίου – τρεφόταν αμίλητος από τις σκέψεις του μυαλού. Τρεφόταν απ’ τη τροφή του ανθρώπου.
Κάποτε, όταν πια βαρέθηκε να καπνίζει λέξεις και να σημειώνει θανάτους μέσα του «για το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία» - την ποίηση, άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στον ύπνο του και πέρασε απέναντι: με φαντασμαγορία, με λάμψη, με βαρύτητα. Διελύθη, όμορφος, μέσα σε μια ανεξέλεγκτη εκδρομή. Ξεψύχησε πάνω στο φως, εκεί όπου πάντα ανήκε. Ήταν ο πιο νέος 62χρονος που υπήρξε ποτέ.
Οκτώ χρόνια από τον θάνατό του, το «σύμπτωμα» Χειμωνά εξακολουθεί σήμερα να απασχολεί την νεοελληνική γραμματολογία. Ο παράλληλος συνδυασμός της αγέρωχης –αλλά μελαγχολικής - μορφής του με το δυσπρόσιτο – αλλά ιδιοφυές - έργο του, τροφοδότησε τον μύθο του που γιγαντώθηκε και «συνέβη» ως βόμβα στα θεμέλια της λογοτεχνικής μας ενδοχώρας.
Ποιος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο μυστηριώδης γιατρός που έκανε την ειδικότητά του στις λέξεις; Ποιος ήταν αυτός ο μοναχικός man in black που ακύρωσε έτσι βίαια το συντακτικό μας, επιβάλλοντας στα κείμενα τον δικό του νόμο της περιπλανώμενης τελείας; Ένας αλχημιστής του 21ου αιώνα; Ένας αρχιερέας της εύγλωττης σιωπής; Ένας συμβολικός άγγελος που εξέπεσε του αξιώματός του για να το δημιουργήσει εκ νέου;
«Οι πεζογράφοι με θεωρούν ποιητή, οι ποιητές πεζογράφο, οι γιατροί λογοτέχνη, οι λογοτέχνες γιατρό, οι Καβαλιώτες Θεσσαλονικέα, οι Θεσσαλονικείς Αθηναίο, οι Αθηναίοι Θεσσαλονικέα και Καβαλιώτη…» ( από την τελευταία του συνέντευξη, Καθημερινή, 14/11/99).
Ένα αίνιγμα ακρότατου μοντερνισμού στη ζωή και την τέχνη, η προσωποποίηση ενός εκθαμβωτικού νεωτερισμού και μιας βασανισμένης συμμαχίας για την κατάργηση των ορίων του λόγου, ο ντοκτέρ ιβέρ ή γιατρός ινεότης, ή όπως αλλιώς ονομάζεται μια αβυσσαλέα διάνοια, ο νευρολόγος – ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς, πήρε τη λύση στα χέρια του, έριξε το μυστικό της στη τσέπη του, άνοιξε το βήμα του και απήλθε της πραγματικότητας που ποτέ του δεν αναγνώρισε. Σκεπασμένος από την εικόνα του:
«Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν κι εξείχαν σαν να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαριά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως…»
(από τους Χτίστες)
Νιώθω πώς όποιος προσπάθησε να εξηγήσει αυτό το ανοίκεια «μεικτό» ύφος του Γιώργου Χειμωνά στα Γράμματα, ήρθε αντιμέτωπος με την προσπάθεια του λόγου να αρθρώσει το άρρητο. Και πνίγηκε. Όπως θα πνιγεί μοιραία κι αυτό το κείμενο στη βιάση του να αναμεταδώσει μερικά μόνο σποραδικά σήματα εντοπισμού του.
Τότε γιατί γράφεται; Για να καταστεί εξηγητικό της αδυναμίας εξήγησής του; Για να βρεθεί σε κάποιο πεδίο που να του επιτρέπεται η δυνητική επικοινωνία με την εσώτατη βάση του; Μήπως για να αποκτήσει δικαίωμα συμμετοχής στην παραβατικότητα ενός αστραφτερού λόγου;
Ίσως για όλα αυτά μαζί. Ή και για κάποια άλλα που εμπλέκονται με τη συνήθη ματαιοδοξία όσων γράφουν. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω εδώ, είναι πως ο Χειμωνάς υπήρξε ένας «αυτιστικός» λογοτέχνης. Όχι με τον συνήθη τρόπο που οι λογοτέχνες υπάρχουν, περίκλειστοι και αποκλεισμένοι από τους άλλους, αλλά με την στενά «ιατρική» έννοια του όρου, βιώνοντας καρτερικά και ξεχωριστά την παθολογία του, ασκώντας το σώμα του στην απελπισμένη αποσπασματικότητα των φράσεων. Κάθε κριτική αναφορά θα ήταν, νομίζω, εξαρχής καταδικασμένη.
Στο έργο του, που θα παραμείνει επίκαιρο και εξωφρενικά μοντέρνο και μετά από 50 χρόνια, αλλά, κυρίως, «θανάσιμα ελληνικό» - κατά την πολύ ωραία φράση του Άρη Μαραγκόπουλου – ακεραιώνονται σχεδόν όλες οι τέχνες: Γλυπτική, ζωγραφική, μουσική, κινηματογράφος, ποίηση. Για να συμμαχήσουν εναντίον του εχθρού του ποιητή, που ως γιατρός ψυχών, δεν κατάφερε να περιθάλψει ποτέ τη δική του.
Αυτός ο απομακρυσμένος άγγελος, ο πρίγκιπας της απέραντης εικόνας που αγαπούσε τον Σέξπηρ και τον Κέιβ, απέλειπε λυπημένος. Επέταξε την άσπρη μπλούζα του γιατρού, έσπασε ένα μπουκάλι λύπη, άνοιξε όλες τις αποθήκες του μυαλού του και εκατέβη στο φως. Μια απ’ αυτές τις νύχτες που έκανε συνέχεια στα βιβλία του. Φεύγοντας, πήρε μαζί του όλο το αρχείο της ελληνικής λογοτεχνίας. Τώρα, στη θέση της υπάρχει ένας κενός δίσκος. Ένας νεκρός υπολογιστής που περιμένει απλά να ανακυκλωθεί.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 15/04/2008
Όταν κοιτάζω τους ανθρώπους είναι σαν αγάλματα κι ο κόσμος είναι μια αρχαία πολιτεία ερείπια στο δάσος χαμένη κι έρημη, όμορφη σαν όνειρο κι έχει πεθάνει χιλιάδες χρόνια κι οι άνθρωποι είναι αγάλματα, οι άνθρωποι πέθαναν πριν χιλιάδες χρόνια, διατηρούν την ομορφιά τους πως διατηρείται τόση ομορφιά;
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ΕΓΡΑΦΕ ΜΕ ΠΕΝΑΚΙ που είχε τόσο λεπτή μύτη, ώστε συχνά του έσπαγε. Το χειρόγραφό του θύμιζε περισσότερο σκαλιστή πλάκα –ιερογλυφικό αποτύπωμα κάποιου αρχαίου πολιτισμού, παρά σελίδα προορισμένη να τυπωθεί. Ερχόταν από αλλού. Η μορφή του δεν είχε τίποτε το μέτριο, τίποτε το συμβατικό. Ντυμένος σχεδόν πάντα στα μαύρα, με μακριά μαλλιά, έμοιαζε περισσότερο με ροκ σταρ, παρά με διανοούμενο. Τα βιβλία του ήταν τσαλακωμένα κολάζ από όνειρα και εικόνες, από ζεστές λέξεις που ξεστομίζουν οι μελλοθάνατοι – προικισμένοι με την αγωνία της αναχώρησης. Τα έκοβε απ’ το σώμα του, τα ξεκολλούσε, γι αυτό σιγά σιγά λιγόστευε η σάρκα του. Είχε μείνει λειψός. Μια κάτισχνη φιγούρα που της έλλειπαν κομμάτια, αφού είχε ανταλλάξει την αρτιμέλειά του με μια ποίηση που πεζολογούσε θανάσιμα. Αρκούσε μια φράση για να περάσεις μαζί της μήνες, ένα αλληγορικό δείπνο από λέξεις που όσο και αν έτρωγες, έφταναν και περίσσευαν για να τρέφεσαι μια ζωή. Ήταν ένας ολιγογράφος που η λογοδιάρροια του δεν σταματούσε ποτέ. Ένας πολυλογάς της σιωπής.
Έβλεπε τους ανθρώπους σαν μύγες να πετούν «γύρω απ’ την πληγή του κόσμου». Αυτός, ήταν η πληγή. Άλλοτε, «σαν αγγέλους μαζεμένους στην ανοιχτή να τον κοιτάζουν». Ή σαν αλλόκοτους θεατές που «απολαμβάνουν την δυστυχία μας». Αυτός, ήταν η δυστυχία. Περιβεβλημένος μονίμως από ένα μανδύα νυκτός, έβλεπε όσα δεν μπορούμε να δούμε εμείς, που έχουμε και διαστήματα ημέρας. Οι προτάσεις του σταματούσαν στη μέση, λες και εκείνη τη στιγμή κοβόταν το νήμα που τον ένωνε με τα γήινα, ενώνονταν με τις επόμενες, γεμάτες χρονικές ανακολουθίες, σε ένα λαμπρό βατερλό του συντακτικού. Μεταμφιεσμένος σε Άμλετ - ο Άμλετ της σελήνης, όπως τον αποκάλεσε με τους στίχους του ο Μάνος Ελευθερίου – τρεφόταν αμίλητος από τις σκέψεις του μυαλού. Τρεφόταν απ’ τη τροφή του ανθρώπου.
Κάποτε, όταν πια βαρέθηκε να καπνίζει λέξεις και να σημειώνει θανάτους μέσα του «για το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία» - την ποίηση, άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στον ύπνο του και πέρασε απέναντι: με φαντασμαγορία, με λάμψη, με βαρύτητα. Διελύθη, όμορφος, μέσα σε μια ανεξέλεγκτη εκδρομή. Ξεψύχησε πάνω στο φως, εκεί όπου πάντα ανήκε. Ήταν ο πιο νέος 62χρονος που υπήρξε ποτέ.
Οκτώ χρόνια από τον θάνατό του, το «σύμπτωμα» Χειμωνά εξακολουθεί σήμερα να απασχολεί την νεοελληνική γραμματολογία. Ο παράλληλος συνδυασμός της αγέρωχης –αλλά μελαγχολικής - μορφής του με το δυσπρόσιτο – αλλά ιδιοφυές - έργο του, τροφοδότησε τον μύθο του που γιγαντώθηκε και «συνέβη» ως βόμβα στα θεμέλια της λογοτεχνικής μας ενδοχώρας.
Ποιος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο μυστηριώδης γιατρός που έκανε την ειδικότητά του στις λέξεις; Ποιος ήταν αυτός ο μοναχικός man in black που ακύρωσε έτσι βίαια το συντακτικό μας, επιβάλλοντας στα κείμενα τον δικό του νόμο της περιπλανώμενης τελείας; Ένας αλχημιστής του 21ου αιώνα; Ένας αρχιερέας της εύγλωττης σιωπής; Ένας συμβολικός άγγελος που εξέπεσε του αξιώματός του για να το δημιουργήσει εκ νέου;
«Οι πεζογράφοι με θεωρούν ποιητή, οι ποιητές πεζογράφο, οι γιατροί λογοτέχνη, οι λογοτέχνες γιατρό, οι Καβαλιώτες Θεσσαλονικέα, οι Θεσσαλονικείς Αθηναίο, οι Αθηναίοι Θεσσαλονικέα και Καβαλιώτη…» ( από την τελευταία του συνέντευξη, Καθημερινή, 14/11/99).
Ένα αίνιγμα ακρότατου μοντερνισμού στη ζωή και την τέχνη, η προσωποποίηση ενός εκθαμβωτικού νεωτερισμού και μιας βασανισμένης συμμαχίας για την κατάργηση των ορίων του λόγου, ο ντοκτέρ ιβέρ ή γιατρός ινεότης, ή όπως αλλιώς ονομάζεται μια αβυσσαλέα διάνοια, ο νευρολόγος – ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς, πήρε τη λύση στα χέρια του, έριξε το μυστικό της στη τσέπη του, άνοιξε το βήμα του και απήλθε της πραγματικότητας που ποτέ του δεν αναγνώρισε. Σκεπασμένος από την εικόνα του:
«Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν κι εξείχαν σαν να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαριά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως…»
(από τους Χτίστες)
Νιώθω πώς όποιος προσπάθησε να εξηγήσει αυτό το ανοίκεια «μεικτό» ύφος του Γιώργου Χειμωνά στα Γράμματα, ήρθε αντιμέτωπος με την προσπάθεια του λόγου να αρθρώσει το άρρητο. Και πνίγηκε. Όπως θα πνιγεί μοιραία κι αυτό το κείμενο στη βιάση του να αναμεταδώσει μερικά μόνο σποραδικά σήματα εντοπισμού του.
Τότε γιατί γράφεται; Για να καταστεί εξηγητικό της αδυναμίας εξήγησής του; Για να βρεθεί σε κάποιο πεδίο που να του επιτρέπεται η δυνητική επικοινωνία με την εσώτατη βάση του; Μήπως για να αποκτήσει δικαίωμα συμμετοχής στην παραβατικότητα ενός αστραφτερού λόγου;
Ίσως για όλα αυτά μαζί. Ή και για κάποια άλλα που εμπλέκονται με τη συνήθη ματαιοδοξία όσων γράφουν. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω εδώ, είναι πως ο Χειμωνάς υπήρξε ένας «αυτιστικός» λογοτέχνης. Όχι με τον συνήθη τρόπο που οι λογοτέχνες υπάρχουν, περίκλειστοι και αποκλεισμένοι από τους άλλους, αλλά με την στενά «ιατρική» έννοια του όρου, βιώνοντας καρτερικά και ξεχωριστά την παθολογία του, ασκώντας το σώμα του στην απελπισμένη αποσπασματικότητα των φράσεων. Κάθε κριτική αναφορά θα ήταν, νομίζω, εξαρχής καταδικασμένη.
Στο έργο του, που θα παραμείνει επίκαιρο και εξωφρενικά μοντέρνο και μετά από 50 χρόνια, αλλά, κυρίως, «θανάσιμα ελληνικό» - κατά την πολύ ωραία φράση του Άρη Μαραγκόπουλου – ακεραιώνονται σχεδόν όλες οι τέχνες: Γλυπτική, ζωγραφική, μουσική, κινηματογράφος, ποίηση. Για να συμμαχήσουν εναντίον του εχθρού του ποιητή, που ως γιατρός ψυχών, δεν κατάφερε να περιθάλψει ποτέ τη δική του.
Αυτός ο απομακρυσμένος άγγελος, ο πρίγκιπας της απέραντης εικόνας που αγαπούσε τον Σέξπηρ και τον Κέιβ, απέλειπε λυπημένος. Επέταξε την άσπρη μπλούζα του γιατρού, έσπασε ένα μπουκάλι λύπη, άνοιξε όλες τις αποθήκες του μυαλού του και εκατέβη στο φως. Μια απ’ αυτές τις νύχτες που έκανε συνέχεια στα βιβλία του. Φεύγοντας, πήρε μαζί του όλο το αρχείο της ελληνικής λογοτεχνίας. Τώρα, στη θέση της υπάρχει ένας κενός δίσκος. Ένας νεκρός υπολογιστής που περιμένει απλά να ανακυκλωθεί.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 15/04/2008