Οι άλλοι που είμαι, "ΙΑΝΟΣ", Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ, στον «Ιανό», έκλεισαν ραντεβού οι ζωές μου. Κρυφά. Χωρίς να το περιμένω, είδα ξαφνικά τις ηλικίες μου γερασμένες, να γέρνουν στο μπαρ, στις καρέκλες, στον καναπέ του βιβλιοπωλείου και να συζητούν μεταξύ τους. Sold out. Σπρώχνονταν ανάμεσα στην κατάμεστη αίθουσα για να χωρέσουν, να γνωριστούν, να ανταλλάξουν τηλέφωνα. Δεν θα μάθω ποτέ τι έλεγαν. Οι εποχές του εαυτού μου είχαν κατά παράξενο τρόπο διαρρεύσει απ’ τις σελίδες του βιβλίου και είχαν καταλάβει στρατηγικές θέσεις στο χώρο. Είχαν επανέλθει όλες μαζί. Συγχρόνως. Και για μια ακόμα φορά εκστράτευαν εναντίον μου.
Απόρησα που δίπλα μου η Ιωάννα Παππά - αυτός ο ορισμός της γλυκύτητας- κατάφερνε και διάβαζε, σε πείσμα των κενών σελίδων που είχαν αφήσει οι λέξεις που έλλειπαν και ήταν διασκορπισμένες στον χώρο. Κάποια στιγμή, μου φάνηκε πως είδα τον Βασίλη Αλεξάκη να τις κυνηγάει γύρω απ’ τα τραπέζια, έχοντας βγάλει το δερμάτινο γιλέκο του. Κάθε μια που έπιανε, την έσφιγγε γερά στο χέρι του με ένα χαμόγελο θριάμβου και την πέταγε προς το μέρος μου. Η λέξη αυτόματα μεταφραζόταν στα γαλλικά. Η Βίβιαν ήταν η μόνη που καταλάβαινε. Στα 14 μου, στις Λιβανάτες, τη ρώτησα γιατί δεν μπαίνει στη θάλασσα και μου απάντησε je suis malade. Εγώ διάβαζα «Φως» και εκείνη Μαλλαρμέ στο πρωτότυπο. Στην «Ακτή», το παραλιακό ξενοδοχείο με τα γιασεμιά του Χασιώτη, ζωγράφιζα στα σεντόνια το όνομά της. Τα σεντόνια πλένονταν, αλλά ο μαρκαδόρος δεν έφευγε. Οι πελάτες θα νόμιζαν ότι Βίβιαν λεγόταν η μάρκα του υφάσματος. Μόνο εγώ ήξερα ότι ήταν ο πρώτος μου έρωτας που τώρα στεκόταν μπροστά μου, μετά από 32 χρόνια, εκεί στον Ιανό, και μου χαμογελούσε. Ένιωσα ευτυχής γι αυτή την αποκλειστικότητα.
Στην επόμενη καρέκλα περίμενε το πρώτο μου ποίημα από το «Διαμελίζομαι»: Είχα 25 χρόνια να δω την Σταυρούλα. Εγώ, ο Γιάννης, κι εκείνη, θελήσαμε να παίξουμε την ταινία του Τρυφώ, «Ζιλ και Ζιμ», στο Μοσχάτο των αρχών του 80. Δεν μπορέσαμε γιατί ο Γιάννης εγκατέλειψε στα γυρίσματα. Μετά η Σταυρούλα παντρεύτηκε. Τώρα είναι ξανθιά, αλλά τα μάτια της παραμένουν η πιο σκοτεινή εκδοχή του μαύρου. Η Νικολέτα είχε παχύνει, εξακολουθούσε όμως να έχει λεπτά συναισθήματα. Ήταν φυσικό μετά από πέντε βιβλία. Την βάραιναν κοντά 700 σελίδες. Στεκόταν στην πρώτη θέση, στο τραπέζι των επισήμων, και μιλούσε με τον Χάρη και τη Σοφία. Θα πρέπει να ζύγιζε γύρω στα 20.000 κιλά, γιατί ενώ καθόταν σε μια πολυθρόνα, γέμιζε όλο τον «Ιανό». Όταν την αγκάλιασα, έπεσαν τρία ματάκια από την τσέπη μου. Και επτά κόκκινα τριαντάφυλλα απ’ την καρδιά της.
Η ώρα περνούσε με δεκαετίες, ο Χάρης ζήλευε τον Keith Jarrett. Η Αννούλα είχε την καθαρή ομορφιά ενός παιδιού, η σύγχρονη ιστορία δικαιωνόταν με τον καλύτερο τρόπο. Όταν πια φάνηκε και η Μαρία Μήτσορα, η δύναμη σκόρπισε. Με χαιρέτησε με φωνητικά Jonathan Richman του «Hospital » και άφησε τα ασημένια της φτερά στο πάτωμα. Έπεσα πάνω στον Ηρακλή, ανταλλάξαμε για ένα λεπτό τις διασημότητες μας. Μετακινήθηκα, άνοιξα μια πόρτα και μπήκα στο Tropical. Η Σαντορίνη έμοιαζε με ξυπόλητη θεά που παραπατούσε μεθυσμένη στα σύννεφα. Η Κατερίνα κάπνιζε ένα πούρο με άρωμα σοκολάτας, η Νικολέτα την αγριοκοίταζε, η πισίνα του Salty είχε μεταφερθεί εκεί. Έδειξα μια χορευτική φιγούρα στον Σάκη τον μηχανικό και έφυγα. Στο πλοίο της επιστροφής έπαιξα σκάκι και έχασα σε τρεις κινήσεις. Η αντίπαλος μου στην παρτίδα, ήταν η τελευταία Ινδιάνα που ταξίδεψε με το πλοίο της γραμμής. Και η πρώτη που μου έκανε τόσο εύκολα ματ, βοηθούμενη απ’ τις δεσποινίδες της Αβινιόν.
Ξαφνικά, δεν υπήρχαν πια άλλα κορίτσια. Όλα τα κορίτσια είχαν γίνει εσύ. Βυθισμένα εντός σου, επιφορτισμένα με τις χιλιάδες χειρονομίες σου: Σαν μοντέρνες εκδοχές μιας παντομίμας που πέθαινε. Οι ομιλητές ανέβηκαν στο πάνελ αργά. Ο Βασίλης μου έκανε νόημα, ήρθα και κάθισα δίπλα στην Ιωάννα. Η εκφραστικότητά της φώτισε όλη την αίθουσα. Μετά, ασχολήθηκαν όλοι με τις ζωές μου: Ο Γιάννης Ευσταθιάδης τους έδωσε από ένα μουσικό όργανο για να παίζουν τη νύχτα και την αφορμή για να συνεχίσουν αθώες, ο Γιώργος Μπλάνας τις χώρισε σε κατηγορίες, ο Βασίλης Πολύζος τις έβαλε να μελετήσουν τα τετράδια των αγγέλων και ο Βασίλης Χατζηιακώβου τις ακούμπησε προσεκτικά σε νησιά των Κυκλάδων, μαζί με κάποιο συγγραφέα ή μουσικό, για να τις φυλάει. Τώρα, αν θέλω να τις ξαναδώ, θα πρέπει να περάσω θάλασσα.
Στις καθυστερήσεις φάνηκε και η Patti Smith. Χαιρέτησε, έπαιξε κλαρινέτο και αποχώρησε. Το βιβλίο είχε, επιτέλους, ξαναβρεί τις λέξεις του.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 21/01/2008
Απόρησα που δίπλα μου η Ιωάννα Παππά - αυτός ο ορισμός της γλυκύτητας- κατάφερνε και διάβαζε, σε πείσμα των κενών σελίδων που είχαν αφήσει οι λέξεις που έλλειπαν και ήταν διασκορπισμένες στον χώρο. Κάποια στιγμή, μου φάνηκε πως είδα τον Βασίλη Αλεξάκη να τις κυνηγάει γύρω απ’ τα τραπέζια, έχοντας βγάλει το δερμάτινο γιλέκο του. Κάθε μια που έπιανε, την έσφιγγε γερά στο χέρι του με ένα χαμόγελο θριάμβου και την πέταγε προς το μέρος μου. Η λέξη αυτόματα μεταφραζόταν στα γαλλικά. Η Βίβιαν ήταν η μόνη που καταλάβαινε. Στα 14 μου, στις Λιβανάτες, τη ρώτησα γιατί δεν μπαίνει στη θάλασσα και μου απάντησε je suis malade. Εγώ διάβαζα «Φως» και εκείνη Μαλλαρμέ στο πρωτότυπο. Στην «Ακτή», το παραλιακό ξενοδοχείο με τα γιασεμιά του Χασιώτη, ζωγράφιζα στα σεντόνια το όνομά της. Τα σεντόνια πλένονταν, αλλά ο μαρκαδόρος δεν έφευγε. Οι πελάτες θα νόμιζαν ότι Βίβιαν λεγόταν η μάρκα του υφάσματος. Μόνο εγώ ήξερα ότι ήταν ο πρώτος μου έρωτας που τώρα στεκόταν μπροστά μου, μετά από 32 χρόνια, εκεί στον Ιανό, και μου χαμογελούσε. Ένιωσα ευτυχής γι αυτή την αποκλειστικότητα.
Στην επόμενη καρέκλα περίμενε το πρώτο μου ποίημα από το «Διαμελίζομαι»: Είχα 25 χρόνια να δω την Σταυρούλα. Εγώ, ο Γιάννης, κι εκείνη, θελήσαμε να παίξουμε την ταινία του Τρυφώ, «Ζιλ και Ζιμ», στο Μοσχάτο των αρχών του 80. Δεν μπορέσαμε γιατί ο Γιάννης εγκατέλειψε στα γυρίσματα. Μετά η Σταυρούλα παντρεύτηκε. Τώρα είναι ξανθιά, αλλά τα μάτια της παραμένουν η πιο σκοτεινή εκδοχή του μαύρου. Η Νικολέτα είχε παχύνει, εξακολουθούσε όμως να έχει λεπτά συναισθήματα. Ήταν φυσικό μετά από πέντε βιβλία. Την βάραιναν κοντά 700 σελίδες. Στεκόταν στην πρώτη θέση, στο τραπέζι των επισήμων, και μιλούσε με τον Χάρη και τη Σοφία. Θα πρέπει να ζύγιζε γύρω στα 20.000 κιλά, γιατί ενώ καθόταν σε μια πολυθρόνα, γέμιζε όλο τον «Ιανό». Όταν την αγκάλιασα, έπεσαν τρία ματάκια από την τσέπη μου. Και επτά κόκκινα τριαντάφυλλα απ’ την καρδιά της.
Η ώρα περνούσε με δεκαετίες, ο Χάρης ζήλευε τον Keith Jarrett. Η Αννούλα είχε την καθαρή ομορφιά ενός παιδιού, η σύγχρονη ιστορία δικαιωνόταν με τον καλύτερο τρόπο. Όταν πια φάνηκε και η Μαρία Μήτσορα, η δύναμη σκόρπισε. Με χαιρέτησε με φωνητικά Jonathan Richman του «Hospital » και άφησε τα ασημένια της φτερά στο πάτωμα. Έπεσα πάνω στον Ηρακλή, ανταλλάξαμε για ένα λεπτό τις διασημότητες μας. Μετακινήθηκα, άνοιξα μια πόρτα και μπήκα στο Tropical. Η Σαντορίνη έμοιαζε με ξυπόλητη θεά που παραπατούσε μεθυσμένη στα σύννεφα. Η Κατερίνα κάπνιζε ένα πούρο με άρωμα σοκολάτας, η Νικολέτα την αγριοκοίταζε, η πισίνα του Salty είχε μεταφερθεί εκεί. Έδειξα μια χορευτική φιγούρα στον Σάκη τον μηχανικό και έφυγα. Στο πλοίο της επιστροφής έπαιξα σκάκι και έχασα σε τρεις κινήσεις. Η αντίπαλος μου στην παρτίδα, ήταν η τελευταία Ινδιάνα που ταξίδεψε με το πλοίο της γραμμής. Και η πρώτη που μου έκανε τόσο εύκολα ματ, βοηθούμενη απ’ τις δεσποινίδες της Αβινιόν.
Ξαφνικά, δεν υπήρχαν πια άλλα κορίτσια. Όλα τα κορίτσια είχαν γίνει εσύ. Βυθισμένα εντός σου, επιφορτισμένα με τις χιλιάδες χειρονομίες σου: Σαν μοντέρνες εκδοχές μιας παντομίμας που πέθαινε. Οι ομιλητές ανέβηκαν στο πάνελ αργά. Ο Βασίλης μου έκανε νόημα, ήρθα και κάθισα δίπλα στην Ιωάννα. Η εκφραστικότητά της φώτισε όλη την αίθουσα. Μετά, ασχολήθηκαν όλοι με τις ζωές μου: Ο Γιάννης Ευσταθιάδης τους έδωσε από ένα μουσικό όργανο για να παίζουν τη νύχτα και την αφορμή για να συνεχίσουν αθώες, ο Γιώργος Μπλάνας τις χώρισε σε κατηγορίες, ο Βασίλης Πολύζος τις έβαλε να μελετήσουν τα τετράδια των αγγέλων και ο Βασίλης Χατζηιακώβου τις ακούμπησε προσεκτικά σε νησιά των Κυκλάδων, μαζί με κάποιο συγγραφέα ή μουσικό, για να τις φυλάει. Τώρα, αν θέλω να τις ξαναδώ, θα πρέπει να περάσω θάλασσα.
Στις καθυστερήσεις φάνηκε και η Patti Smith. Χαιρέτησε, έπαιξε κλαρινέτο και αποχώρησε. Το βιβλίο είχε, επιτέλους, ξαναβρεί τις λέξεις του.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 21/01/2008