Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΠΙΑ


Πέρασα από μέσα σου
Βιαστικά
Όταν οι άλλοι δεν έβλεπαν
-Ένας ανέκκλητος ιστορικός της νύχτας-

Όμως ξημέρωσε το βλέμμα μου
Στις προσόψεις σου
Όπως τότε που ήμασταν παιδιά
Και κάναμε τους μεγάλους στα σκαλοπάτια
Και καπνίζαμε sante άφιλτρα
Και αφήναμε τα έκπληκτα μάτια μας
Σαν ριπές

Να τρέξουν αχόρταγα

Σε όλα τα απαγορευμένα

(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009)

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Σ' ΑΓΑΠΩ. ΚΙ ΕΓΩ Σ' ΑΓΑΠΩ. Ε, ΚΑΙ;


ΕΞΩ βρέχει. Φέτος ο Χριστός πρέπει να έτρεμε απ' το κρύο. Σε λίγο θάρθουν τα χιόνια και θα μπούμε μέχρι τα γόνατα να φτυαρίζουμε μπροστά απ' τις αυλές μας. Όσες μείνανε , δηλαδή. Μπροστά απ' τις πυλωτές, τα γκαράζ, τα νεκροταφεία μας. Να φανεί ο σταυρός καθαρός, ανέγγιχτος. Ένας μικρός λόφος τυπωμένων σελίδων κάθεται απέναντί μου. Πώς να κουβεντιάσεις μ' ένα χαρτί; Το περιστέρι που φώναζε απ' το πρωί έχει κολλήσει τα πόδια του πάνω στα σύρματα της ΔΕΗ. Στέκει ακίνητο εδώ και μια ώρα, σα να περιμένει αυτό που θα συμβεί αύριο. Τι θα συμβεί αύριο;

Ο ιβίσκος μου είναι ο μόνος εξεγερμένος που έκανε Χριστούγεννα. Σε πείσμα του ημερολογίου άνθισε ένα μικρό, πορτοκαλί μπουμπούκι - η αποπληρωμή για τις προσπάθειές μου να εγκαταστήσω τον Μάιο στο μπαλκόνι μου.
Τα παιδιά έξω στους δρόμους ηρέμησαν. Όλο και λιγότερες ευχές παίρνω κάθε χρόνο. Λες και οι συνομήλικοί μου πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον. Πέθανε και ο Χάρολντ Πίντερ. Τελευταίος καρκίνος, ο ακτιβισμός. Στέκομαι χιονισμένος δίπλα στον Έκο, σε μια βιτρίνα της Σταδίου. Απορώ. Ούτε τους εαυτούς μας δε μπορούμε να ανταλλάξουμε πια.

Σ' αγαπώ. Κι εγώ σ' αγαπώ. Ε, και;
Το μόνο νόημα είναι ότι δεν υπάρχει νόημα.


Σταύρος Σταυρόπουλος

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

ΑΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



Ταατα
Γιαγιαλια
Ταλιταλι

Κοοοκαλια
Πααα
Παπούτττσιιια
Μπαλαμπαλαμπαλαμπαλαμπαλα

Δεν μπορείς να πάρεις
Την πανσέληνο σπίτι γλυκειά μου
Μην επιμένεις

Πρέπει πρώτα να τη μεταγλωττίσουμε

Άλλωστε
Είναι ακόμα βρώμικη
Για τέτοιες συναντήσεις κορυφής

Με αγγέλους

(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο)

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

ΑΛΕΞΙΣ-ΦΑΙΡΟΙ







































Εκεί έξω, στους δρόμους της Αθήνας, εκτυλίσσεται, δέκα μέρες τώρα, η αληθινή λογοτεχνία. Ανορθόγραφη και με τα μάτια γεμάτα πέτρες. Από θυμό. Οι κριτικοί δεν θα μιλήσουν γι αυτήν γιατί δεν εντάσσεται σε κανένα είδος, δεν εκπροσωπεί καμία τάση, δεν μετέχει σε καμία ομάδα ή στρατόπεδο. Είναι απλά αλεξις -σφαιρη.
Και οργισμένη. Πολύ.
Δεν χρειάζεται να ρίχνετε άλλα δακρυγόνα. Κλαίμε και από μόνοι μας.


διαβάστε εδώ για την ανακοίνωση του ΕΚΕΒΙ και τις αντιδράσεις που πυροδότησε

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

5+1 ΛΟΓΟΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ


Στο εξώφυλλο η Μαρία με κοιτάζει, όπως θα πρέπει να κοιτάζει κάθε γυναίκα. Σαν iron butterfly. Ένα βλέμμα γεμάτο λίμνες· από λέξεις, λάμψεις, λαγνότητες. Σκύβω κι εγώ – όπως ακριβώς σκύβει το λάμδα – όχι για να καθρεφτιστώ, αλλά για να αποφύγω τη σύγκρουση με την παιδική ηλικία. Η φωτογραφία είναι του Μήτσου Πουλικάκου. Άλλη παιδική ηλικία εκεί. Το βιβλίο είναι θραυσματικό – σφαίρες σκάνε από παντού στις σελίδες, αν σε πάρει καμία, γίνεσαι ξανά δεκαέξι χρονών και ξαναβγαίνεις στους δρόμους. Θυμάσαι τους Roxy Music, in every dreamhome a heartache. Τότε που το σπίτι κινδύνευε να γκρεμιστεί από μια βιόλα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗ METRO
http://www.patakis.gr/Images/Files/3840580.pdf

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ


Αλίμονο σ’ εμάς με τη σκανδάλη στα μάτια
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Έχω πρηστεί απ’ τα ποιήματα
Φύονται εκεί που δεν τα σπέρνει κανείς
Με τη διαδικασία του επείγοντος
One burbon one scotch one beer
Σελιδοδείκτης
Στη ραγδαία επιδείνωση
Της απουσίας σου

Θα χρειαστώ αντιφλεγμονώδη
Εκτός και αν

Οι εξετάσεις αίματος

Δείξουν πάλι εσένα

(από το βιβλίο μου ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ.Μεταίχμιο, 2009 )

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΠΛΑΚΟΣΤΡΩΤΟ, Η ΠΑΡΑΛΙΑ



Τα σημερινά παιδιά θα έπρεπε ήδη να είχαν εξεγερθεί εναντίον μας. Εναντίον της γενιάς των γονιών τους, μιας γενιάς που σπατάλησε φυσικούς και οικονομικούς πόρους για να ζήσει καλύτερα από κάθε άλλη στην ιστορία. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες που αποδέχθηκαν τόσες θυσίες για να έχουν ένα καλύτερο μέλλον τα παιδιά της, η δική μας γενιά δανείστηκε και από το μέλλον των παιδιών της για να χρηματοδοτήσει την δική της, δίχως προηγούμενο, ευημερία. Εξαγόρασε τις σπατάλες της, χρεώνοντας τες στην δική τους πιστωτική κάρτα.
ΤΟΜΑΣ ΦΡΙΝΤΜΑΝ, New York Times, 7.12.2008

Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα κόλασης στο κέντρο της Αθήνας, για να υποψιαστούν κάποιοι Έλληνες που θεωρούνται προοδευτικοί ότι αυτό που συμβαίνει εδώ ίσως και να ονομάζεται "κοινωνική εξέγερση". Σήμερα που βλέπουν εκδηλώσεις συμπαράστασης στην Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, αλλά και στην Ρωσία, στην Αργεντινή, στην Βραζιλία και στην Κίνα, με τη φωτογραφία του 15χρονου Αλέξη δίπλα σε αναμμένα κεριά, αρχίζουν πια και το συζητούν σοβαρότερα. Στα κρυφά - είναι η αλήθεια, εκεί που δεν τους βλέπει κανείς. Ούτε καν ο εαυτός τους. Και να αισθάνονται απειλή απ' αυτό.
Όπως απειλεί αυτός που έρχεται αυτόν που φεύγει.

Όταν ο Καραμανλής δεν παραιτείται γιατί δεν υπάρχει, και φυσικά, αυτός που παραιτείται είναι κάποιος που υπάρχει, όταν ο Αλαβάνος ως ηγέτης του δημοκρατικότερου και εκλεκτικότερου κομματιού της ελληνικής Αριστεράς, κάνει χοντρές μπίζνες δίπλα στο ζεστό αίμα ενός παιδιού για να αυξήσει τα εκλογικά ποσοστά του και το ίδιο κάνει και ο Παπανδρέου, με πιο σεμνό και χαμηλόφωνο τόνο, είναι αλήθεια, όταν ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος (ας μην πω αντιεξουσιαστές γιατί ξαφνικά όλοι αντιεξουσιαστές γίναμε, όπως στη δεκαετία του 80 ήμασταν όλοι το 73 στο Πολυτεχνείο και την δεκαετία του 90 όλοι προσωπικοί φίλοι του Παύλου Σιδηρόπουλου) υπάρχει για να μεταμφιέζει τα κόμπλεξ του και να διαχειρίζεται τα προσωπικά του προβλήματα με ένα λαθραία πολιτικό τρόπο, όταν διακεκριμένοι αριστεροί άλλων δεκαετιών, έχουν το κουράγιο, βγάζοντας την γερασμένη ουρά τους απ' έξω, να πείθουν τους εαυτούς τους ότι πρόκειται για μια αναμπουμπούλα των καλομαθημένων, όταν κανείς δεν δείχνει να έχει καταλάβει ποιό ακριβώς είναι το ζήτημα, πως και γιατί εμφανίστηκε και κυρίως τι μας επιφυλλάσσει στο μέλλον, και ο καταπληκτικός δήμαρχος Αθηναίων πληροφορεί τους εμβρόντητους υπηκόους του ότι μην ανησυχείτε, σε δυο μέρες θα έχουμε καινούργιο δέντρο στο Σύνταγμα, οι εργασίες αντικατάστασης προχωρούν κανονικά, έ, τότε, λυπάμαι, αλλά η μοναδική ελπίδα αυτής της χώρας φουκαράδων και ωχκαυμενατζήδων είναι τα 15χρονα παιδιά της, κουκουλοφόροι ή μη, που σπάζουν βιτρίνες ή όχι, που αναποδογυρίζουν περιπολικά ή δίνουν λουλούδια στους ματατζήδες, που ασκούν βία ή την αθωότητά τους στους δρόμους, που γονατίζουν γυμνά στο πεζούλι της Βουλής ή ερημώνουν το εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας, που εμφανίζουν αιτήματα ή δεν εμφανίζουν τίποτα, που λένε πυροβολήστε μας ή να καεί η βουλή, που εκπροσωπούν τον εαυτό τους ή τον κόσμο. Φοβηθείτε τους.

Χθες ήταν 1.500, αύριο 3.000, την επόμενη εβδομάδα 10.000, 20.000. Πενταψήφια μηδενικά, δίπλα στα δικά μας, που θα ζουζουνίζουν συνέχεια. Αυτό όμως λέγεται ελπίδα και όχι καταστροφή. Για να ξαναθυμηθούμε και τις έννοιες των λέξεων που ξεχάσαμε κάτω από τα αμπιγιέ μαξιλάρια του σαλονιού μας. Και να αρχίσουμε - όλοι μαζί - τον πετροπόλεμο προς τα εκεί που πρέπει.

ΥΓ. Κάποιος να πληροφορήσει τον κύριο Κακλαμάνη ότι ο Χριστός γεννήθηκε φέτος πρόωρα και όπως όλα τα πρόωρα βρέφη δεν χρειάζεται δέντρο, αλλά θερμοκοιτίδα. Επίσης, οτι τα μάτια του γυάλιζαν από απελπισία γιατί δεν του είχε ακόμα χορηγηθεί -λόγω ηλικίας - δελτίο αστυνομικής ταυτότητας.

Σταύρος Σταυρόπουλος
βράδυ Σαββάτου 13 Δεκεμβρίου

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Η ΕΛΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ








Τι μπορώ να ελπίζω;
ΚΑΝΤ, Κριτική του καθαρού λόγου

Πέμπτη μέρα των γεγονότων στο κέντρο της πόλης, σήμερα Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου, έχω κι εγώ, μετά τόσους τηλεοπτικούς καθοδηγητές, τόσους θλιμμένους πολιτικούς καριέρας, τόσους γιαλαντζί κοινωνιολόγους, τόσους βραχύβιους αναλυτές, τόσους διορισμένους παραθυράκηδες, τόσους αβαθείς δημοσιογράφους, τόσους τρομαγμένους νοικοκυραίους, τόσους κατεστραμμένους εμπόρους, τόσους αργόσχολους πηγαδάκηδες των περί την Ομόνοια γενεών, τόση και τέτοια απουσία του πνευματικού κόσμου και της πανεπιστημιακής κοινότητας (με την εξαίρεση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών που παραιτήθηκε), να κάνω μια δήλωση, μια και το προ τριημέρου κείμενο μου, μέσα από τα πολλά ερωτηματικά του, προκάλεσε ερωτηματικά σε όσους το διάβασαν.

Θέλω, λοιπόν, εν συντομία και σχεδόν παρανόμως, να πω ότι είμαι κατά της βίας. Είμαι, όμως, και υπέρ των παιδιών. Πάντα ήμουν. Όποτε αυτά τα δύο συναιρούνται εις σάρκαν μια, περιέρχομαι σε δύσκολη θέση. Ακόμη και τότε, όμως, λες από ένα πνεύμα απελευθερωτικής ουτοπίας, από μια θυμωμένη συνείδηση, έχω την απαράδεκτη πολιτικά, αλλά συναισθηματικά επαναστατική θέση, να ελπίζω σε αυτό που έρχεται. Και αυτό που έρχεται είναι αυτά τα 15χρονα παιδιά με τις πέτρες στα χέρια (αλλά και στα μάτια), που αρνούνται να αποδεχτούν ότι το παρόν σύστημα - που όλοι μας κατακρίνουμε, αλλά στο σαλόνι μας - είναι αμετάβλητο.

Θα είμαι πάντα με αυτά τα ανώριμα παιδιά, όσο χαμένα και άν δείχνουν, με αυτά τα παιδιά, που ψάχνοντας να βρουν τα πατήματά τους στο πάρκο του κόσμου, δεν αποδέχονται την παραίτηση, την συνθηκολόγηση, την παθητικότητα. Θα είμαι πάντα μαζί με αυτά τα παιδιά, γιατί η ελπίδα είναι πάντα επαναστατική. Και γιατί εγώ δεν είμαι πλέον παιδί, έτσι έχω οριστικά απωλέσει το τεκμήριο της ιδιωτικής μου αθωότητας.

Όλο αυτό το ξέσπασμα οργής που καταστρέφει, μακάρι να είναι η τελευταία μας ευκαιρία να αφυπνιστούμε. Και να μπορέσουμε, επιτέλους, να βάλουμε σε λόγια την αγράμματη δυσλεξία των πιτσιρικάδων μας που καίγονται να μιλήσουν, αλλά δεν έχουν να πουν τίποτα. Παρόλα αυτά καίγονται, όταν όλοι οι άλλοι σαπίζουν.
Όλη αυτή η αρρώστια κρύβει μέσα της τεράστια αποθέματα υγείας. Να τα διακρίνουμε κάποια στιγμή, γιατί πριν φορέσει κουκούλα η νεολαία, φορέσαμε εμείς κουκούλα στο μέλλον της.

Σταύρος Σταυρόπουλος
βράδυ Πέμπτης, γύρω στις 12

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

ΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ;


ΟΤΑΝ η κοινωνία μοιάζει απωθητική ποιος φταίει; Σε ποιο βιβλίο συμβάντων και αναφορών είναι καταχωρημένη η λέξη απελπισία; Ποιόν ακριβώς κόσμο ετοιμάζουμε για τα παιδιά μας και θέλουμε να τον σεβαστούνε; Πώς είναι δυνατόν να γίνεται κοινωνική εξέγερση χωρίς κυρίαρχη ιδεολογία; Που πιστεύουμε; Τι μπορεί να πιστεύει κανείς όταν καίει μαζί ένα Audi 100 και ένα Zastava; Είναι το ίδιο πράγμα; Η αστυνομία μιας χώρας πότε είναι σε άμυνα; Ή θα πυροβολεί εν ψυχρώ ή θα βλέπει;

Πώς οπλίζει το κράτος τους αστυνομικούς του εναντίον 15χρονων και τους αφοπλίζει ενώπιον γενικευμένων καταστροφών; Πόσους κουκουλοφόρους έχουμε; Ποιος τους μέτρησε και πόσους τους βρήκε; Υπάρχουν κουκουλοφόροι στα Γιάννινα; Πώς είναι δυνατόν να επιχειρούν δίπλα-δίπλα, ένας αντιεξουσιαστής, ένας αριστερός, ένας σπάστης, ένας χρυσαυγίτης, ένας οικονομικός μετανάστης, ένας φίλαθλος της θύρας 13, ένας αποτυχημένος δικηγόρος και ένας διαψευσμένος πολίτης; Πώς συννενοούνται όλοι αυτοί; Σε ποια γλώσσα; Που είναι ο Καραμανλής; Σε τι μοιάζει το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ του κυρ Γιώργου με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας; Τι φταίει η Δημόσια Βιβλιοθήκη;

Αφού παραιτήθηκε ο Παυλόπουλος πώς κάνει δηλώσεις; Γιατί ο Συνασπισμός και το ΚΚΕ πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας χθες στην Αθήνα; Bρήκαν τη μέρα; Γιατί τόσα χρόνια δεν έχει συλληφθεί κανείς; Πως εκπαιδεύονται οι αστυνομικοί; Ποιά μόρφωση έχουν; Τι κριτήριο υπάρχει για να επιλεγούν; Γιατί ο φοιτητής είναι αλήτης και ο μπάτσος κύριος; Τι πλάνο είναι αυτό με τους μαθητές να ρίχνουν τριαντάφυλλα πάνω στις ασπίδες των ΜΑΤ; Που είναι η Παναγιώτα;

Γιατί έγινε ο Πολύδωρας Υπουργός Δημόσιας Τάξης; Που είναι ο Ρουσόπουλος; Που είναι ο Ευφραίμ; Γιατί δεν καίνε το Άγιο Όρος; Είναι άβατον; Ποιός θα μας σώσει; Από ποιούς θα μας σώσει; Να φέρουμε τον Λούκι Λουκ; Μήπως οι Παυλόπουλοι είναι ανάποδα; Μήπως ο Υπουργός Εσωτερικών είναι δημοσιογράφος και ο δημοσιογράφος, Υπουργός Εσωτερικών; Γιατί όποτε καιγόμαστε είναι ασύμμετρη απειλή; Πώς προστατεύεται η μνήμη ενός 15χρονου; Σε ποιόν ανήκει ένας νεκρός;

Πώς συντονίζονται 10 ομάδες γκρουπούσκουλα σε 10 διαφορετικές πόλεις και δεν μπορεί να συντονιστεί μια κυβέρνηση στην Αθήνα; Ποιος θυμήθηκε τον Κουμή και την Κανελλοπούλου; Έχει οργή ο κόσμος; Ποιος τον υπολογίζει; Ποιοί είναι όλοι αυτοί οι αναλυτές στην τηλεόραση; Από πότε είναι τσαμπουκάς το περίστροφο; Τι θα πει είμαι συγκλονισμένος; Γιατί ο Γιώργος Παπανδρέου νομίζει πως είναι ο Γκάντι;

Ποιοί έχουν κλειστεί στο Πολυτεχνείο; Γιατί δεν τους πάει φαί ο κόσμος; Γιατί δεν κάνουν ραδιοφωνικό σταθμό; Έχουν αιτήματα; Γιατί δεν μας τα λένε; Φτάνει η απελπισία τους; Μήπως έχουμε κάτι παρεξηγήσει σε αυτά τα παιδιά; Κάτι δεν καταλάβαμε; Σε ποιά δεκαετία είμαστε τώρα; Το πλιάτσικο στο κέντρο μήπως, εκτός των άλλων, λέει και ότι δεν έχουμε να φάμε; Γιατί φέτος, αντί για τον Χριστό, γεννήθηκαν τέρατα; Ποιος έχει την ευθύνη; Ποιος θα την αναλάβει, ο Λεμονής;

Γιατί κάποιοι έλεγαν χθες ότι πρέπει να κατέβει ο στρατός; Για ποιό λόγο γίνεται ό,τι γίνεται; Είναι η κυρία Πάνια αρμόδια να κρίνει την αστυνομική βία; Τι παρατράγουδο είναι αυτό; Τι σημαίνει δημοσιογραφία; Δημοκρατία; Ποιός την στηρίζει; Γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω απ’ τους καπνούς; Γιατί ζαλίζομαι; Σε ποια πόλη ζω; Πως θα πάω αύριο στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου; Υπάρχει αύριο γι αυτή την πόλη; Θα υπάρχει αύριο αυτή η πόλη;
Εμείς, θα υπάρχουμε αύριο;


Σταύρος Σταυρόπουλος
ξημερώματα Τρίτης 9 Δεκεμβρίου 2008

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

ΧΩΡΙΣΜΟΣ


ΧΩΡΙΣΜΟΣ


Καλά είμαι σου λέω
Αλήθεια
Καλά τα πάω
Παρακολουθώ τους σφυγμούς μου καθημερινά
Μέσω Ίντερνετ
Μετακινούμαι μόνο κάτω από υπόστεγα
Για να μη στάζουν οι παραλίες στα μάτια μου
Προβιβάζομαι σε ανύπαρκτο
Μελετάω στο κτίριο των τυφλών
Τα τελευταία ερείσματα φθινοπώρου
Δεν ονειρεύομαι πουθενά
Μιλάω με τις φωτογραφίες σου
Που μεγαλώνουν στη γλάστρα
Με φθαρμένα ψηφία μονότονους ήχους αξύριστες ματιές
Φτιάχνω τα φρένα του αυτοκινήτου μου
Για να ξαναχαλάσουν
Ασχολούμαι με τις ταινίες διπλής όψεως
Τα ξυραφάκια διπλής κοπής
Τις διπλές βότκες πορτοκάλι

Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά
Επισκέπτομαι το μπάνιο
Σιδερώνω το σώμα μου μ’ ένα σύρμα
Να φύγει ο έρωτας που σάπισε
Φροντίζω να αλλάζω τους εκδότες μου
Πριν μου γίνουν συνήθεια και πονέσω
Σπάω εταιρείες στη μέση
Και τις πουλάω για αθώα χαμόγελα
Ανταλλάσσω τη δυστυχία μου
Με παιδικά σχέδια
Σε μαγαζιά με αντίκες
Προσέχω να τρέφομαι σωστά
Με λέξεις βιολογικής καλλιέργειας

Και το βραδάκι πριν ξαπλώσω

Βγάζω τα μάτια μου

Και τα αφήνω αθόρυβα δίπλα στο πορτατίφ
Σ’ ένα πλαστικό ταπεράκι
Όπως κάνουν οι γέροι με τη μασέλα τους
Γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο

Να γεμίζεις το κρεββάτι μου

Σπασμένα ποδήλατα
------------------------------------------
ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ


Δεν τηλεφωνείς πια
Δεν κρυφακούς στον ύπνο μου
Δεν τσακώνεσαι με τα φώτα
Δεν στρώνεις το κρεβάτι
Με τις γραμμές του κορμιού σου
Δεν κάθεσαι πίσω στη μηχανή
Να γέρνει η νοσταλγία σου
Δεν πιάνεις τα μαλλιά σου με συνδετήρες
Δεν εξαντλείς τα χιλιόμετρα
Στην εθνική Αθηνών-Λαμίας
Δεν πανηγυρίζεις τα γκολ
Στα ντέρμπι
Δεν ακούς Tom Waits
Δεν μετράς το μήκος και το πλάτος του έρωτα
Με τις παλάμες των ματιών σου
Δεν γελάς τριγύρω
Δεν μαζεύεις αχιβάδες απ’ τα σεντόνια
Δεν ψάχνεις τα γυαλιά σου στο πάτωμα
Δεν ξυπνάς το πρωί δίπλα μου

Δεν έρχεσαι πια απ’ τη θάλασσα
Με το πανύψηλο βήμα σου

Δεν έρχεσαι πια

Από καμία πόλη
Κανένα ανθισμένο πρόσωπο
Κανένα ίλιγγο
Καμία εκδοχή του νερού
Κανένα γαλάζιο καθρέφτη

Πουθενά
------------------------------------------
(ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009)

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ


ΚΟΙΤΑΖΩ τη θάλασσα. Από ένα καφέ. Ποτέ δεν ήταν τόσο μπλε. Τόσο μεταχειρισμένη. Χιλιάδες σώματα πέρασαν από πάνω της και δεν ερωτεύτηκε κανέναν. Να τον πάρει να φύγουνε. Να μην έχουμε πια θάλασσα. Να κάνουν παιδιά, μικρές θαλασσίτσες στην άκρη της γης. Σα τις πουτάνες τους υποδέχεται όλους. Αχόρταγη, με ορθάνοιχτα σκέλια. Και κοινή. Είναι λυπημένη, πολύ μπλε. Όλες οι πουτάνες είναι μπλε. Πολύ. Σαν τα τραγούδια του Ρόμπερτ Τζόνσον.
Αγνώριστη Σαντορίνη. Χωρίς πούλιες. Το «Υα Υα» έγινε «Taj Mahal», το «Salty», «Pleasure». Έμεινε η καμινάδα του εργοστάσιου ντομάτας και η πισίνα της Κατερίνας. Η νύχτα που υπήρχε ανέκαθεν πάνω απ’ το νησί, τώρα κάνει βόλτα στην παραλία. Κάνει θαλάσσιο σκι, ηλιοθεραπεία στις ξαπλώστρες, 10 ευρώ. Δεν κρύβεται πια για να φοβίσει τον κόσμο. Σήμερα είναι όλοι φοβισμένοι. Δε θα χε γούστο. Πέντε μέρες μου φαίνονται λίγες. Αλλά και πολλές. Όταν φοβάσαι η κλεψύδρα αδειάζει απότομα. Το αίμα κόβεται, τρέχει, γίνεται κόκκινο καλαμάκι στο φραπέ και μετά, άντε πιες τον.
Έτσι, τη βγάλαμε και φέτος. Με προσθετικές επεμβάσεις παντού, με μια μεγάλη πορτοκαλί σταγόνα κάτω απ’ τα μάτια που έλιωνε το ηλιοβασίλεμα, με 2-3 συντριβές αεροπλάνων, με ένα πόλεμο στη Γεωργία, με μια διεθνή οικονομική κρίση στα πρόθυρα του κραχ, με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, το σκάνδαλο του δημοσίου, το σκάνδαλο της ζωής μας, που αργότερα μπορεί και να κάνουμε διατηρητέο ερείπιο, Μουσείο Πολιτισμού ή Φυσικής Ιστορίας, δημοπρασία για τους φιλόδοξους – πάντως τη βγάλαμε. Καθαρή, βρώμικη, τη βγάλαμε.

Πάνω στη μαύρη αμμουδιά του Περίβολου ένα ζευγάρι ανταλλάσσει επώδυνους όρκους που σε λίγο θα παραβεί. Φθείρουν κι άλλο την λέξη «σ’ αγαπώ», κάνουν μπεστ σέλλερ την αιωνιότητα. Η λέξη «αγάπη μου» προηγείται σε συχνότητα του «μαλάκας». Ο Μπαμπινιώτης θα πρέπει να γράψει καινούργιο λήμμα. Για να εκφραστούν χρησιμοποιούν λέξεις άλλων, χειρονομίες άλλων, θέσεις άλλων. Για να κερδίσουν κάτι, χάνουν τον εαυτό τους. Αυτόν τον λίγο που έχουν.
Ένα ιστιοφόρο κόβει βόλτες στα ανοιχτά. Τα πανιά του μοιάζουν με νυφικό, φαίνεται η θάλασσα το αποφάσισε. Η Χιονάτη περπατάει πάνω της υπό το άγρυπνο βλέμμα των επτά νάνων που παραμένουν ψυχροί, ασυγκίνητοι μπροστά στη λευκότητά της. Μια μαμά παίζει με το πιτσιρίκι της στο κύμα. Το στριφογυρίζει, βζουούπ. Το κρατάει απ’ τη μέση για να του μάθει να κολυμπά. Είναι δεν είναι δύο ετών. Η ίδια μαμά θα του δείξει αργότερα, καθώς μεγαλώνει, τον τρόπο να πνίγεται. Για να γίνει κι αυτό ίδιο, για να της μοιάζει φτυστά, να είναι κι αυτό ένα καθ’ομοίωσιν ανθρωπάκι. Έπειτα λέμε, τα πράγματα χειροτερεύουν.

Παλιά η οικογένεια ήταν η βάρκα που σε έσωζε απ’ το πνίξιμο. Τώρα είναι το καράβι που σε πνίγει. Βουλιάζει σιγά σιγά, τα νερά στο αμπάρι είναι στην αρχή ως τα γόνατα. Οι δυο στρατοί που βρίσκονται στο κατάστρωμα το παλεύουν. Αδειάζει ο ένας το νερό στα μούτρα του άλλου, το νερό παραμένει μέσα, το καράβι βυθίζεται. Αυτός που θα πνιγεί πρώτος είναι αυτός που θεωρεί την τακτική ανάξιά του. Στη ζωή – όπως και στο ποδόσφαιρο – δεν κερδίζει πάντα η καλύτερη ομάδα. Κερδίζει όποιος έχει την πιο έξυπνη τακτική. Και στα θέματα τακτικής η γυναίκα είναι Μουρίνιο- ξέρει να ελίσσεται. Ο άντρας είναι λιγάκι Λεμονής. Συναισθηματικός, ενθουσιώδης, εκτός στόχων. Η διαφορά ανάμεσα σε ένα τακτικό ελιγμό και στην έκφραση αυτού που πραγματικά νιώθεις, είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια μουτζούρα κι ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ήμουν πάντοτε η μουτζούρα, έλεγα πάντοτε αυτό που πραγματικά ένιωθα. Δεν θα έμπαινα ποτέ στην Καλών Τεχνών. Άσε που συμπαθώ περισσότερο τον Λεμονή απ’ τον Μουρίνιο.

Και η Σαντορίνη βυθίστηκε κάποτε, αυτή η νέα Σαντορίνη είναι καινούργιο μοντέλο, λέω στον Στηβ. Φοράω κι εγώ το καπέλο μου ανάποδα για να συννενοηθούμε. Με χτυπάει στη πλάτη πενήντα φορές, το συνθηματικό που λειτουργεί πάντα για το καλοσώρισμα. Δεν έχω το κουράγιο να ανταποδώσω.
Πήγα στη Σαντορίνη χωρίς θεατές, χωρίς κάποιους που το βλέμμα τους να κατοχυρώνει αυτό που είμαι, με ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Μόνος. Ο Σταντάλ λέει ότι μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα με τη μοναξιά, εκτός από χαρακτήρα. Έχει δίκιο. Δεν υπάρχει κανείς να κρατήσει στοιχεία – έστω υποκειμενικά – για το οδοιπορικό σου. Ανυπομονώ να γυρίσω, να βάλω λίγο ανώδυνο ψέμα στη ζωή μου, λίγο Καραμανλή, λίγο απεργία για το συνταξιοδοτικό, λίγο δημοσκοπήσεις. Μου λείπει ο καθρέφτης, έστω σπασμένος.
Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από αλμυρά κομμάτια σελήνης. Σαν κι αυτά του διάσημου άλμπουμ των Φλόιντ. Πρέπει να τα καταψύξω για να διατηρηθούν. Πέθανε και ο Ρικ Ράιτ που τα επέβλεπε. Αφού μεγάλωσα, τα χρειάζομαι περισσότερο. Πριν κοιτούσα τεκνά, τώρα τέκνα. Για έναν λάθος τόνο πέρασαν τόσα χρόνια. Τόσες χρεοκοπημένες σκηνές. Τόση ξοδεμένη όραση. Δεν μ’ αγαπάω που σ’ αγαπάω. Καθόλου.

Το καλοκαίρι κάνει μια τελευταία στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του, ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Υποκλίνεται, the game is over. Οι βαθμοί είναι εικοσιοχτώ, η παραγωγή ακριβή, οι κριτές αμήχανοι. Το κοριτσάκι είπε θέλω να πάρω το φεγγάρι σπίτι μου και το έκρυψε με μια κίνηση κάτω απ’ το φουστάνι της. Μπαλαμπαλαμπαλαμπαλα. Έξω άρχισε πάλι να βρέχει. Μα, γιατί δεν χειροκροτάει κανείς; Τόσο κακή ήταν η φετινή παράσταση;

Περίβολος Σαντορίνης, 27 Αυγούστου 2008
(περιέχεται στο βιβλίο Unplugged (εκτός εμπορίου), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2009)

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

RIEN NE VA PLUS (για την Μαργαρίτα)

Ο ΘΕΟΣ ήτανε κουρασμένος και βαρέθηκε να ασχολείται συνέχεια με τα μανιοκαταθλιπτικά παιχνίδια της Μαργαρίτας Καραπάνου. Είχε, μάλλον, σοβαρότερες δουλειές να κάνει. Άναψε ένα πουράκι που μύριζε λιβάνι, άνοιξε τις κουρτίνες του υπνοδωματίου του, την έγδυσε, και εκεί, προς τέρψιν των διερχομένων, την πήρε. Η τελευταία σεξουαλική επαφή της Μαργαρίτας ήταν ο θάνατος. Μια επαφή ριγέ, ονειρώδης, όπως ήταν όλες οι επαφές της ζωής της.
Έφυγε, λοιπόν, η Κασσάνδρα. Έμειναν οι λύκοι, να φυλάνε το άδειο μαντρί με τα αόρατα πρόβατα. Η Μαργαρίτα ήταν όλα τα πρόβατα. Λίγο πριν την εντατική του Γενικού Κρατικού – σα να το ξερε – έδωσε στην δημοσιότητα τα ημερολόγιά της, την περίοδο 59-79 (εκδ. Ωκεανίδα, 2008), αλλά και τις επιστολές της μητέρας της, Μαργαρίτας Λυμπεράκη, προς αυτήν (εκδ. Καστανιώτης, 2008), με την ακούραστη συνδρομή δυο επιστήθιων φίλων, του Βασίλη Κιμούλη και της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Ήθελε να ξορκίσει αυτή την «αγρίως απίθανη» σχέση – αφού ούτε ο θάνατος της «μαμάς», πριν επτά χρόνια, μπόρεσε να το κάνει, συμπληρώνοντας το κομματάκι που έλειπε.

Η Μαργαρίτα μαδούσε την μαργαρίτα της για να βρεί το ζει – δεν ζει, όχι το μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά. Τελικά το βρήκε. Το τελευταίο φυλλαράκι είπε δεν ζει. «Πεθαμένη» δεκαετίες πριν, απλώς άφησε τη μοίρα να τελειώσει ό,τι απέμεινε. Δεν είχαν μείνει πολλά: Ένα άρρωστο σώμα, ένα «άρρωστο» μυαλό που άναψε κάποτε όλα του τα πυροτεχνήματά για να φωτίσει τη νύχτα, μια άρρωστη, κουρασμένη ψυχή, που δεν έμαθε άλλο απ’ το να πονά και να γράφει. Ο Μπακουνάκης έγραψε στο «Βήμα» της 3ης Δεκεμβρίου ότι τα τελευταία της βιβλία «διακατέχονται από αγχωτική αποσπασματικότητα ή ακόμη από παραληρηματική αφηγηματικότητα». Λες και το πρόβλημά μας ήταν το είδος της λογοτεχνίας της και όχι η ίδια η λογοτεχνία. Λες και ήταν ανάγκη εκτός από το «κουτί» που θα φιλοξενεί το σώμα της, να βρούμε ένα κουτί και για τις λέξεις της.
Ένα μυαλό τόσο κοντινό με του Σάρτρ ή του Καμύ, που μπαινόβγαιναν σπίτι της για να επισκεφτούν την μητέρα της – επίσης συγγραφέα – Μαργαρίτα Λυμπεράκη, αντιμετωπίστηκε από την κριτική, με κριτική διάθεση. Νομίζω ότι όταν γράφεις για συγγραφείς σαν την Μαργαρίτα Καραπάνου, το ελάχιστο που μπορείς να ζητήσεις από τον εαυτό σου να κάνει, είναι να ξεχάσεις την κριτική σου δεξιότητα και να εμπιστευθείς– επιτέλους – την δεξιότητα της ψυχής σου.

Κάποια ισοβίτισσα στη Νέα Υόρκη, που βρήκε την «Κασσάνδρα…» στη βιβλιοθήκη της φυλακής και την διάβασε, έγραψε στην Καραπάνου: «Πέρασα κι εγώ τα ίδια με σας. Εγώ κατέληξα στη φυλακή, εσείς γίνατε συγγραφέας». Ήταν η ίδια φυλακή. Αυτή της καταδίκου, με αυτήν του συγγραφέα. Απ’ αυτήν που πέρασαν η Σύλβια Πλαθ, η Βιρτζίνια Γούλφ, η Αν Σέξτον και τόσοι άλλοι. Που λείπουν. Που έλειπαν πάντα. Απ’ τη ζωή τους. Απ’ τις ζωές των άλλων.

«Μαμά, έχασα την ουρά μου», είπε η Μαργαρίτα, και πήγε κλαίγοντας να την βρει.
-«Γιατί κλαις, Μαργαρίτα», είπε ο Θεός.
-«Είναι οι συλλαβές», είπε η Μαργαρίτα. «Πονάω, όταν κόβω τις λέξεις στη μέση».
-«Θα συνηθίσεις», είπε ο Θεός. «Με τον καιρό, θα συνηθίσεις».

Σταύρος Σταυρόπουλος
εφημ.metro 8-12-2008

http://www.readmetro.com/show/en/Athens/20081208/1/13/

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ








ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΤΕ ΤΙ ΘΕΜΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ








-Μου αρέσει πολύ ο τίτλος σου. Μεγαλώνουν οι λέξεις;

-Όλα μεγαλώνουν. Διαγράφουν τον κύκλο για τον οποίον προορίζονται, ενηλικιώνονται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν. Η ζωή των λέξεων - όσο κι αν φαίνεται πώς αυτές, τουλάχιστον, έχουν ανακαλύψει το μυστικό της αθανασίας- ακολουθεί τη ζωή των ανθρώπων. Όταν τις πρωτογράφεις είναι ακόμα νεαρές, ενθουσιώδεις, ασπρόμαυρες. Αργότερα τυπώνονται και αποκτούν δικαιώματα. Στη προσπάθειά τους να παραμείνουν, γίνονται προιόν μέσα σε ένα έγχρωμο εξώφυλλο. Είναι η συσκευασία τους. Έχουν χάσει πια το τεκμήριο της αθωότητας. Αλλάζοντας χέρια, γερνούν. Τις παίρνει ο εκδότης, ο κριτικός, ο αναγνώστης. Για τον συγγραφέα τους είναι πλέον νεκρές.

-Αυτός όμως δεν είναι ο στόχος τους; Να τυπωθούν;

-Όχι. Όταν γράφονται είναι σκέψεις που σου κρατούν συντροφιά μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο. Μετά τους περνάνε φωτάκια στο λαιμό και τις βάζουν στις πλατείες για να τις δουν όλοι. Οι λέξεις δεν αντέχουν την πολυκοσμία. Το μόνο που θέλουν είναι να φύγουν απ’ τις σελίδες και να γίνουν ζωή.

-Θα μου πεις τι θέμα έχει το καινούργιο βιβλίο σου;

-Δεν ξέρω ποτέ τι θέμα έχουν τα βιβλία μου. Ξεκινάω να γράφω και κάποτε σταματώ γιατί κουράζομαι. Η ιστορία γράφεται μόνη της, χωρίς συμμέτοχους, παρεμβάσεις, υπαινιγμούς. Μετά την παίρνεις και την κοιτάς. Λες, έγω τα έγραψα όλα αυτά;

-Είναι συλλογή κειμένων που έχουν δημοσιευθεί στο παρελθόν και χωρίζονται σε χρώματα. Το βρίσκω πολύ ευφάνταστο αυτό. Πώς επικοινωνούν μεταξύ τους;

-Όπως επικοινωνούν τα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος που του έχεις αφαιρέσει την πλοκή. Εδώ οι ήρωες είναι πραγματικοί, υπάρχουν όλοι, είναι διακριτά πρόσωπα, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι για να τους επινοήσεις. Αυτοί παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ό, τι με απασχόλησε την τελευταία επταετία βρίσκεται μέσα στις σελίδες. Μια μικρή χούντα, εμού του ιδίου. Εγώ είμαι, μ’ ένα φανερό τρόπο, ο κεντρικός χαρακτήρας. Γύρω μου δορυφορούν καταστάσεις, γεγονότα, κρυφές σκέψεις, πλάγιες ματιές, μικρές εξομολογήσεις. Ξανακοιτάζοντας το βιβλίο, έχω ξανά νέα μου.



-Τι δηλώνουν οι χρωματικές ενότητες που είναι χωρισμένο το βιβλίο; Χρησιμοποιείς όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου εκτός του γαλάζιου.

-Την απουσία χρωμάτων από τη ζωή μας. Και απ’ τα κείμενα. Το γαλάζιο λείπει γιατί μας λείπει ο ουρανός.

-Σημαίνει κάτι το ότι αλλάζεις συνέχεια εκδότες;

- Όταν χωρίζουν οι δρόμοι νωρίς, δεν προλαβαίνεις να συνηθίσεις. Οι χωρισμοί πονάνε πολύ. Είναι σαν να έχεις παιδιά από διαφορετικές γυναίκες. Με το νόμο των πιθανοτήτων, κάποιο θα μεγαλώσει σωστά.

-Πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός;

-Πιστεύω ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι. Εκεί έξω, κάνει πολύ κρύο. Και αναγκαζόμαστε μερικές φορές να τους ζωγραφίζουμε για να μας ζεσταίνουν. Ξυλιάσαμε μόνοι μας. Επιπλέον, ο ρόλος μας είναι να ακούμε προσεκτικά και να κάνουμε ερωτήσεις. Όχι να έχουμε απαντήσεις για όλα.

-Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;

-Μια ποιητική συλλογή που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε λίγους μήνες. Λέγεται «Δύο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις». Είναι ένα βιβλίο πικρό, που πνέει τα λοίσθια. Κάποιος έχει καθαρίσει όλο το φρούτο και έχει μείνει το κουκούτσι. Το γραψα με όλα τα μέλη του σώματός μου. Ένα κομμάτι του εαυτού μου ξεκόλησε οριστικά. Έμεινε εκεί, μέσα στο βιβλίο. Δεν ξέρω αν μπορώ να διεκδικήσω κάποιο ποσοστό αναπηρίας γι αυτό. Πάντως, δεν θέλω άλλο να περπατάω με ένα Π.

-Κάνεις ένα πεζογραφικό, μετά ένα ποιητικό βιβλίο. Γιατί δεν πατάς σ’ ένα συγκεκριμένο είδος; Γιατί δεν μένεις κάπου;

-Γιατί θα βαλτώσω.

-Τι μπορεί να κρατήσει τον σύγχρονο άνθρωπο, να λειτουργήσει σαν ασπίδα προστασίας του;

-Νομίζω, η οικογένεια. Είναι ένας παραμελημένος θεσμός, ένα παλιό κειμήλιο που φυλάμε στο πατάρι μας κι έχει γεμίσει σκόνη. Να το βγάλουμε έξω, να το ξεσκονίσουμε και να του δώσουμε μια νέα θέση, μια νέα ώθηση. Ανήκει στη ζωντανή ιστορία του τόπου μας, στις παραδόσεις μας ως λαού. Είναι πραγματικά περίεργο να λέω κάτι τέτοιο εγώ, αλλά έτσι αισθάνομαι. Πρέπει με κάποιο τρόπο να επαναεφεύρουμε την οικογένεια. Ίσως έτσι μπορέσουμε να επαναεφεύρουμε και την αγάπη.

-All you need is love, δηλαδή.

-Η δεκαετία των Μπήτλς ήταν μια αγνή δεκαετία, παρότι είχε ένα τρομερό πόλεμο. Η αγάπη ήταν ακόμα ψηλά στο Χρηματιστήριο αξιών. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο κόσμος άλλαξε δραματικά, το σύνθημα αυτό κουρελιάστηκε, ξέπεσε, πτώχευσε. Οι άνθρωποι δεν είναι πια ίδιοι, η έννοια της αγάπης ταυτίστηκε με την ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Χρεωκόπησε.

-Η λογοτεχνία τι λέει για όλα αυτά;

-Τον πόνο της - με τον τρόπο που μπορεί. Όπως ένας άνθρωπος που έχει τρακάρει χωρίς να φταίει και δεν αποζημιώνεται. Η σοβαρή λογοτεχνία ήταν πάντα αυτιστική. Η παρεμβατικότητά της έχει εκμηδενιστεί. Κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τους συγγραφείς. Φταίει και ο πληθωρισμός των προσώπων. Γράφει όποιος θέλει, ότι θέλει, για όποιον θέλει. Εκδίδονται όλοι. Όπως τα συνθήματα στους τοίχους, όπως οι πουτάνες στην οδό Αθηνάς. Τουλάχιστον αυτές πληρώνονται, δεν πληρώνουν…

-Ας κλείσουμε κάπως αισιόδοξα αυτή τη συζήτηση…Τι θα ήθελες να ζητήσεις σήμερα;

-Να εμφανιστεί ξαφνικά το σχολικό κάτω απ’ το σπίτι μου, να κορνάρει για να κατέβω και να πάμε πάλι μια εκδρομή. Έστω, μονοήμερη. Με τα κοντά παντελονάκια μας. Χωρίς καθηγητές και δασκάλες.

(στην Μαρία Καλοπούλου, εφημ.metro – 24/11/2008)



Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

UNPLUGGED - 4 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1.ΕΙΜΑΙ ΕΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ




-Τι ρόλο παίζει η μουσική στη ζωή σου;

-Το ροκ εν ρολ μου έσωσε τη ζωή. Ήταν το σάουντρακ της εφηβείας μου, ένα τρελό πάρτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σαν μια σφραγίδα που φέρει κανείς δια βίου, μια αόρατη γεννήτρια που σε ηλεκτροδοτεί συνεχώς. Η μουσική - όπως λέει και ο Keith Richards - είναι μια γλώσσα που δε μιλάει με λέξεις, αλλά με συναισθήματα. Ή την έχεις ή δεν την έχεις. Εγώ την έχω και γι αυτό αισθάνομαι ευτυχής. Είμαι εθισμένος στο ροκ εν ρολ. Και ευγνώμων.

- «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» μοιάζει να είναι ένα ασυνήθιστο ερωτικό κείμενο, παραλήπτης του οποίου είναι μια γυναίκα. Είναι πραγματικό πρόσωπο αυτή η γυναίκα;

-Φυσικά. Αυτή η γυναίκα πρόλαβε και με δίδαξε ό,τι δεν κατάφεραν οι υπόλοιπες: Την διαφορά του Ενεστώτα απ’ τον Αόριστο και τον Τετελεσμένο Μέλλοντα. Άσχετα αν αυτό που μένει τελικά στην ζωή είναι ένας μεγάλος Υπεσυντέλικος. Την ευχαριστώ για τα μαθήματα γραμματικής. Θα είναι πάντα το σκονάκι μου.

- Απευθύνεσαι σε μια «μουσική» γυναίκα, έτσι δεν είναι;

-Στις γυναίκες πρέπει να μιλάς συνθηματικά. Να τους αραδιάζεις στίχους τραγουδιών και αυτές να τα καταλαβαίνουν όλα. Χαρισματικά πλάσματα, αλλά ιδιαζόντως σκληρά. Η φύση στάθηκε γενναιόδωρη μαζί τους. Βρίσκεται συνεχώς δίπλα τους, συνεχίζεται μέσα τους δια της αναπαραγωγής, χρησιμοποιεί το σώμα τους για να διαιωνίσει την αρμονία της. Πώς αλλιώς να μιλήσεις σε τέτοια πλάσματα; Άλλωστε, η γυναίκα είναι αυτή που θριαμβεύει στην σχέση της με τον άντρα. Πάντα. Ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει την κυριαρχία ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σε αυτήν.

-Να υποθέσω πως ο τίτλος της περσινής ποιητικής σου δουλειάς «Φως Γυναίκας» (εκδ. Αστάρτη) εμπεριέχει αυτή ακριβώς την φιλοσοφία του γυναικείου θριάμβου;

- Περιγράφει τον τρόπο και το μέγεθος της ακτινοβολίας που υφίσταται ο άντρας, ζώντας στην σκιά της γυναίκας. Αυτό ήταν, πάντως, ένα βιβλίο κατά παραγγελία.

-Αναφέρεις στο «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» (εκδ. Απόπειρα) ότι «αν αυτό το βιβλίο ήταν τραγούδι, θα λεγόταν No more songs». Αυτό από μόνο του δεν αναιρεί κάπως τον τίτλο;

-Το «No more songs» είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι, από το τελευταίο άλμπουμ που ηχογράφησε ο Phil Ochs λίγο πριν κρεμαστεί. Δείχνει την σταθερή του απόφαση για τερματισμό μιας πορείας. Το «Για όσο ροκ…» προϊδεάζει για ένα τέλος χρόνου, κάποτε. Είναι μια προετοιμασία τέλους. Δεν βρίσκω τίποτα το αντιφατικό εδώ, αλλά ακόμα και αν είναι, τι θα γινόμαστε χωρίς τις αντιφάσεις μας; Θα υπάρξει και τρίτο ροκ, δεν ξέρω πότε. Ξέρω μόνο πως θα λέγεται: «Το τρίτο βιβλίο του ροκ». Θα είναι κάτι οριστικό. Σαν τελετή λήξης.

-Το προηγούμενο βιβλίο σου πήγε πολύ καλά. «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» θεωρείται ήδη από ένα μέρος της νεολαίας, «καλτ». Ποιο είναι το μυστικό της σχέσης σου με τους αναγνώστες;

-Ο αναγνώστης σε κάθε βιβλίο αναζητά μια προέκτασή του, ένα κοινό παρανομαστή, μια φράση που να «δικαιολογεί» ή να «απολογείται» για τις απόψεις του. Είναι μάλλον αρμοδιότερος για να απαντήσει αυτή την ερώτηση. Συγγραφέας και αναγνώστης, πάντως, την ίδια προσπάθεια καταβάλλουν: Ο ένας ελπίζει ότι θα «υιοθετήσει» τον άλλον. Μόνο που στις περισσότερες περιπτώσεις ο συγγραφέας κρατάει για λογαριασμό του τον ρόλο του «γονέα». Είναι πολύ εγωιστικό αυτό.

- Τι είναι τελικά τα βιβλία που γράφεις;

-Επιστολές που στέλνω στον εαυτό μου και δεν περιμένω να μου απαντήσει ποτέ.

-Τι αισθάνεσαι όταν κυκλοφορούν;

- Ανακούφιση. Είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσω να τα διορθώνω. Άλλωστε, είναι και ο μόνος λόγος για να εκδίδονται, αφού πλέον ελάχιστοι διαβάζουν. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μετά από κάθε καινούργιο βιβλίο σου, οι άνθρωποι σου λένε «συγχαρητήρια». Συλλυπητήρια θα ήταν η σωστότερη λέξη.

- Ο έρωτας είναι αντίσταση;

- Ο έρωτας σε κρατάει ζωντανό. Και η μουσική, ως πράξη αντίστασης. Συχνά όμως η ζωή είναι ένα θλιμμένο τραγούδι. Ένας χωρίς ανταπόκριση έρωτας. Τον πληρώνεις πάντα ακριβότερα από όσο αξίζει. Είναι μια κακή αγορά. Παρόλα αυτά, την κάνεις.

- Πες μου τρεις δίσκους που θα έπαιρνες μαζί σου σε περίπτωση καταστροφής;

-Leonard Cohen, οπωσδήποτε. Το «Songs of love and hate», ίσως. Το «Harvest» του Neil Young. Και το «Argus» των Wishbone Ash. Είδες, ξέχασα τους Stones. Είμαι ασυγχώρητος. Σα να μιλάς για την οικογένειά σου και να ξεχνάς την μάνα σου. Να διαλέξω άλλους τρεις χιλιάδες δίσκους που μου χρειάζονται;

(στην Άννα Νάζου - 31/ 10/ 2005 )

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

2.ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΕ ΤΙΠΟΤΕ ΠΙΑ ΝΑ ΠΡΟΔΟΘΕΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ




-Το γράψιμό σου είναι ιδιαίτερο. Έχει κανείς την εντύπωση ότι πειραματίζεσαι διαρκώς με τις λέξεις, με τις δυνατότητες της γραφής. Είναι αυτοσχεδιασμός αυτό ή άποψη;

-Μ’ αρέσει η γραφή που αγγίζει το σώμα, που ανιχνεύεται πρώτα σωματικά πριν περάσει στο μυαλό. Οι δονήσεις της, ο ρυθμός της, πρέπει με κάποιο τρόπο να μπορούν να διεισδύουν μέσα στους πόρους του δέρματος και να παράγουν συναίσθημα. Όπως γίνεται στα τραγούδια. Πρώτα τα σωματοποιείς και μετά τα νιώθεις. Ο πρώτος εντοπισμός συμβαίνει πάντα στο σώμα. Όλη η έκσταση του γραπτού λόγου βασίζεται εκεί: Στο πώς θα προλειάνει το έδαφος για τον νου. Πώς θα τον προετοιμάσει για να ενδυθεί την εσώτερη σκέψη. Μόνο σωματικά μπορεί να γίνει αυτό.

-Ποια ακριβώς είναι η δουλειά του συγγραφέα;

-Νομίζω ότι είναι ο διακοσμητής της ζωής. Προσθέτει στολίδια στην καθημερινότητα – τις λέξεις του – και την αλλάζει. Αν μετακινήσεις ένα έπιπλο στο σπίτι σου δεν θα ελευθερωθεί χώρος; Αυτό κάνει ο συγγραφέας: Μετακινεί λέξεις, ελευθερώνοντας χώρο. Κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει ο διακοσμητής, προσθέτοντας ή αφαιρώντας αντικείμενα. Μια βασική του δουλειά είναι να παρατηρεί και να καταγράφει. Μια άλλη δουλειά του είναι να ελπίζει ότι κάποτε θα μάθει να γράφει.

-Διαφαίνεται στα βιβλία σου μια ανάγκη επικοινωνίας κυρίως με όσους πιστεύεις ότι σου μοιάζουν. Μέσα από κώδικες και προσωποκεντρικές αναφορές που για άλλους μπορεί να μην σημαίνουν τίποτα. Δεν είναι περιορισμός αυτό;

-Δεν με νοιάζει καθόλου. Αν εννοείς ότι αυτοί στους οποίους απευθύνομαι είναι συγκεκριμένοι, εντάξει. Κάθε συγγραφέας όμως έχει το κοινό που ο ίδιος ορίζει. Εγώ γράφω για τους άγνωστους φίλους μου που είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο, για τους πνευματικούς μου σωσίες, γι αυτούς που μου μοιάζουν φτυστά. Διηγούμαι αυτά που μου συμβαίνουν, όσα με αρπάζουν απ’ το λαιμό. Τα βιβλία μου είμαι εγώ. Με τις αδυναμίες μου, τις εμμονές μου, τις αντιφάσεις μου.

-Έχεις πει ότι το ροκ εν ρολ είναι η πρόφαση, η αφορμή για να διηγείσαι ιστορίες που σου συμβαίνουν. Ο πραγματικός λόγος ποιος είναι; Η ίδια η ιστορία; Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να την κοινοποιήσεις;

- Όλα όσα κάνουμε αποτελούν μικρά ίχνη σε μια διαδρομή χωρίς τέλος. Διαδοχικές ιστορίες, η μια πίσω απ’ την άλλη, που το σύνολό τους είμαστε εμείς. Τα ίχνη μας. Εντοπίζουμε ευκρινέστερα τον εαυτό μας όταν έχουμε το θάρρος να τον εκθέτουμε δημόσια. Η ζωή είναι γεμάτη από ιστορίες που σε προκαλούν να τις διηγηθείς.

-Ο τίτλος του καινούργιου σου βιβλίου « Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα » προσδιορίζει σχηματικά την αντοχή μιας γενιάς - αυτής του ’70 - που αρχίζει να εκλείπει, την ανθεκτικότητά της στον χώρο και τον χρόνο. Πόσο εφικτό είναι αυτό;

-Είναι δύσκολο να κλείσεις σε λέξεις μια εποχή. Το ροκ οδεύει αισίως προς την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, για την ακρίβεια έχει την ηλικία των ονείρων μας.
Οι καθημερινές του επαναστάσεις είναι πλέον ελάχιστες, η μουσική βιομηχανία φρόντισε καλά γι αυτό. Άλλωστε και η σημερινή γενιά δεν προσφέρεται. Έφτασε στο χορό όταν οι μουσικοί είχαν πια φύγει. Ο τίτλος μου δηλώνει μια ευχή, για άλλους μια ρομαντική ουτοπία. Το ρήμα αντέχω σημαίνει επιλέγω να είμαι με τους επιζήσαντες. Επιλέγω να είμαι παρών. Ο πρώτος τίτλος ήταν «Λίγο ροκ ακόμα». Άλλαξε με την επιμονή του εκδότη μου, την τελευταία στιγμή. Πίστευε ότι το ροκ δε θα μπορούσε ποτέ να είναι λίγο.

-Η εμμονή με το παρελθόν που διατρέχει τα βιβλία σου έχει να κάνει περισσότερο με μια έμμεση φυγή από ένα παρόν που δεν σου αρέσει ή είναι ένας τρόπος να φαντάζεσαι το μέλλον;

-Ό, τι ζεις, σε ακολουθεί. Είναι μια σύνθεση όλων εκείνων που καθορίζουν την προσωπική σου ιστορία. Η σημερινή γενιά τρέφεται από τα συναισθηματικά λείψανα της δικής μας. Τρώει απ’ τα σκουπίδια μας. Όλα όσα προδώσαμε, όσα δεν καταφέραμε να αλλάξουμε, τους ανήκουν. Είναι μια κληρονομιά δυσοίωνη, το κατάστημα απ’ όπου «ψωνίζουν» ευκαιριακά, αλλά και ο καθρέφτης που μπορούμε εμείς να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Σε αυτό μοιάζει με την Αριστερά σήμερα. Σε μια αυτοέκδοση κάποιου Θεσσαλονικιού με το ψευδώνυμο Αιμόφιλος Ινφλουέντζας, που επιγράφεται «για την πολιτική διαχείριση της ερωτικής απελπισίας», διάβασα κάποτε τους εξής στίχους: Μερικές φορές / μου φαίνεται / ότι ακόμη κι αν λείπαμε όλοι / η συνέλευση θα γινόταν / από μόνη της. Δεν είναι καταπληκτικό; Νομίζω ότι δεν έμεινε τίποτα πια για να προδοθεί εκτός απ’ την νοσταλγία.

- Γιατί οι έλληνες συγγραφείς δεν μεταφράζονται στο εξωτερικό; Τι παραπάνω έχουν οι ξένοι που δεν διαθέτουμε εμείς;

-Τρία πράγματα: Γνώση, συνέπεια, μέθοδο. Επιπλέον, δουλεύουν σκληρά. Η προσπάθεια για δουλειά τους τρέφει, ενώ εμάς μας τρέφει η προσπάθεια για αναγνώριση.

-Πόσο «δημόσιες σχέσεις» χωράει η εικόνα ενός συγγραφέα και πόσο αυτή η εικόνα μπορεί να επηρεάσει την αναγνωσιμότητά του;

-Ο Μπομπ Ντίλαν, νομίζω, είχε πει ότι η φήμη είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό επάγγελμα. Εξαρτάται από το τι είναι ο καθένας μας διατεθειμένος να κάνει προκειμένου να «σώσει» μια καριέρα. Εν προκειμένω, η φήμη είναι κάτι που δημιουργείται πολύ δύσκολα και ξεχνιέται πολύ εύκολα. Αν είσαι αποφασισμένος να επενδύσεις σε κάτι τόσο πρόσκαιρο, πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις και τις συνέπειες του. Τότε όμως η δουλειά σου είναι στην διαφήμιση και δεν το ξέρεις. Έχεις κάνει λάθος επάγγελμα.

-Η γυναίκα, σαν παρουσία, είναι τόσο σημαντική για σένα;

-Για σένα οι άντρες, δηλαδή, δεν είναι;

(στην Ζωή Κοσκινίδου - 29/09/2005 )

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


3.ΚΑΘΕ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. ΣΤΟΙΧΙΖΕΙ ΠΟΛΥ




-Αυτό που κυριαρχεί στα βιβλία σου, είναι μια σχεδόν «αθέατη» διείσδυση σε έναν κόσμο που- γενετικά τουλάχιστον - δεν γνωρίζεις. Είναι πρόκληση για σένα η γυναικεία ιδιοσυγκρασία;

-Η γυναίκα είναι, ούτως ή άλλως, ένας κόσμος μυστηρίου που μας προκαλεί να τον αποκωδικοποιήσουμε. Έχω την αίσθηση ότι αυτός ο αχανής κόσμος μας περιέχει και εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε τον τρόπο να τον χαρτογραφήσουμε εκ νέου για να μπορέσουμε έτσι να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας εκτός του. Ο Κιουρέισι το είπε καταπληκτικά: «Όλος ο κόσμος είναι μια φούστα που νιώθουμε την επιθυμία να σηκώσουμε». Το θέμα είναι τι θα ανακαλύψεις από κάτω. Μπορεί το Θεό, μπορεί το διάολο, μπορεί και τους δύο μαζί σε μια αναπάντεχη ένωση. Αυτό είναι, πάντως, από μόνο του μια σημαντική γνώση. Και συγχρόνως, μια άκρως επικίνδυνη υπόθεση.

-Η γυναίκα με την οποία συνομιλείς στο «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» είναι ίδια μ’ αυτήν του « Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου » ; Ή μήπως μια διαφορετική εκδοχή της, μια εν δυνάμει προβολή της σ’ ένα κοντινό μέλλον;

-Πρόκειται για μια παρενέργεια που δημιουργεί η απουσία της προηγουμένης. Η γυναικεία προσωπικότητα του « Για όσο ροκ ...» έχει δανειστεί πολλά από τα χαρακτηριστικά της πρώτης. Είναι λιγότερο ειλικρινής απ’ αυτήν, επιθετική και μυστηριώδης, άρα ενδιαφέρουσα. Σε καλεί να συζητήσεις μαζί της και αυτό κάνω σε όλο το βιβλίο: Όποτε δεν μιλάω στον εαυτό μου, απευθύνομαι σ’ αυτήν.

- Πως βλέπεις τη λογοτεχνία;

-Με κάνει να νιώθω ότι αποτυγχάνω διαρκώς - αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της.

-Την φιλοσοφία;

-Η φιλοσοφία επιδιώκει να εννοήσει ο άνθρωπος τον κόσμο. Η λογοτεχνία, να εννοηθεί ο άνθρωπος απ’ τον κόσμο. Ο ορισμός είναι του Χειμωνά. Η τέχνη ήταν πάντα πιο εγωιστική απ’ τη φιλοσοφία. Ήταν πάντα παθητική φωνή. Πάντως και οι δυο, το ίδιο αποτέλεσμα έχουν. Απλώς η λογοτεχνία σε σκοτώνει σιγά σιγά, ενώ η φιλοσοφία μια κι έξω.

- Ποια είναι η κρυφή σου φιλοδοξία στο γράψιμο;

-Να μη γράφω. Ίσως δεν το πετύχω ποτέ.

-Τι είναι αυτό που καθιστά ένα βιβλίο σημαντικό;

-Το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μιας ερωτικής σχέσης που προϋποθέτει την αποκλειστικότητα. Η ποιότητα και το είδος αυτής της σχέσης είναι οι παράγοντες που τελικά καθορίζουν την σημαντικότητά του. Όταν το βιβλίο εκδοθεί, η σχέση τελειώνει. Αρχίζουν οι απολογισμοί. Οι γκρίνιες, οι υποθέσεις, τα σχόλια των «συγγενών». Μη ρωτήσεις ποιοι είναι οι «συγγενείς», τώρα. Η φιλολογία γύρω απ’ το βιβλίο μου θυμίζει το θάνατο ενός ανθρώπου: όταν όλοι ρωτάνε: «από τι πέθανε;» ή αποφαίνονται «ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος». Κανείς δεν στέκεται στο θάνατο σαν αμετάκλητο γεγονός. Όλοι θέλουν να πουν κάτι γύρω από αυτόν. Κάθε βιβλίο, όμως, είναι ένας μικρός θάνατος. Στοιχίζει πολύ. Τα υπόλοιπα αφορούν τους κριτικούς και το εκδοτικό μάρκετινγκ.

-Φοβάσαι την «ωριμότητα»;

-Φοβάμαι ό,τι μπορεί να σκοτώσει το παιδί που υπάρχει ακόμα μέσα μου. Ό,τι μπορεί να μετατρέψει τις επιθυμίες μου σε κανόνες. Οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουμε το λάθος να προσαρμόζουμε τις επιθυμίες μας με βάση τις αρχές που ισχύουν, λειτουργώντας κάτω απ’ το βάρος της ευθύνης. Η πρακτική αυτή είναι μια πρακτική μετάλλαξης. Μεταμορφώνοντας τις επιθυμίες μας σε ευθύνες πιστεύουμε πως τις αξιοποιούμε καλύτερα, πως έτσι τις αναβαπτίζουμε. Η αλήθεια είναι ότι τις σκοτώνουμε. Γιατί τα περισσότερα παιδιά διεκδικούν τα πάντα με ένα απόλυτα ασυμβίβαστο τρόπο; Μα, γιατί οι επιθυμίες τους παραμένουν ανεπίτρεπτα ζωντανές. Το βλέπεις στα μάτια τους που είναι υπέροχα. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μια επαναλαμβανόμενη επιστροφή στην παιδική ηλικία, λέει ο Έκο.

-Μεγαλώνοντας, όμως, γινόμαστε σοφότεροι.

-Σαχλαμάρες. Ο άνθρωπος περνάει όλη του τη ζωή προσπαθώντας να εξηγήσει κάτι που δεν θα καταφέρει να εξηγήσει ποτέ. Είμαι όσο χρονών ήμουν όταν έγραφα το «Διαμελίζομαι», συν τις ρυτίδες και κάτι άσπρες τρίχες. Δεν άλλαξα με τα χρόνια, παραμένω πάντα ο ίδιος άνθρωπος στην μεγαλύτερη εκδοχή του. Δεν έγινα σοφότερος, έγινα απλώς μεγαλύτερος. Κάνω τα ίδια λάθη που έκανα παλιά και θα συνεχίσω υποθέτω να τα κάνω - χωρίς αυτά είναι δύσκολο να με αναγνωρίσω. Έχω αδυναμία στα λάθη μου. Δεν ξέρω, είναι σοφία αυτό;

- Τι αισθάνεσαι για το χρόνο;

-Ότι πρέπει να πολλαπλασιαστώ για να τον αντιμετωπίσω. Ξέρεις πόσα χρόνια πέρασαν από το 73 που αγόρασα τον πρώτο μου δίσκο; Τριάντα τέσσερα.

- Στα βιβλία σου λόγος και μουσική συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία, σε μια σταθερή σχέση αλληλεξάρτησης, τόσο που να μην ξέρεις ποιο προϋποθέτει τι. Μπορούμε να μιλήσουμε για «ροκ λογοτεχνία»;

-Νομίζω πως ο όρος «ροκ λογοτεχνία» είναι αδόκιμος. Αφορά μια συζήτηση που ανήκει σε άλλη δεκαετία. Ας πούμε ότι η μουσική είναι απλώς η πρώτη ύλη μιας δυνατής σχέσης. Όπως σε όλες τις σχέσεις, έτσι κι εδώ, η γοητεία κρύβεται στο παράνομο. Εγώ παρανομώ με τις αρμονίες. Κλέβω εικόνες απ’ την μουσική και τις κάνω λέξεις. Έχω αυτήν την οικειότητα μαζί της και είναι η οικειότητα που αισθάνεται ένα παιδί προς τους γονείς του που το μεγάλωσαν. Με ενδιαφέρει πολύ η εσωτερικότητα που βγάζει το κείμενο, η «ατμόσφαιρα» της γραφής. Η μουσική με διευκολύνει Είναι σωσίβιο, αλλά και πάθος. Όλα τα πάθη είναι σωσίβια. Όταν ξεκινάς με τη λογοτεχνία να λιμάρεις τις λέξεις, είναι δεδομένο ότι κάποτε θα σπάσεις τα νύχια σου. Θα πονέσεις. Και αυτό πάνω απ’ όλα είναι η μουσική. Και η λογοτεχνία. Πόνος. Κάτι σχεδόν προπατορικό.

-Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της νεολαίας στην προοπτική των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών; Τι έχει αλλάξει με τα χρόνια;

-Οι έφηβοι της δεκαετίας του 70, αυτοί που μεγάλωσαν μέσα στο κύμα της αμφισβήτησης και κάποια στιγμή έκαναν σημαία τους την ανατροπή, βίωσαν τις αντιφάσεις τους στα άκρα, διαμορφώνοντας σιγά σιγά ένα πλαίσιο ζωής που βασίστηκε σε αλληλοαναιρούμενες θέσεις. Κάποια υγιή τμήματα της νεολαίας αυτής γκετοποιήθηκαν, κουράστηκαν απ’ τις συνεχείς αναμετρήσεις, μισούν τους πολιτικούς και δείχνουν επιφυλακτικοί με τα μαζικά κινήματα. Έχουν κάνει στροφή προς τα «μέσα», προς έναν ελιτίστικο διανοουμενισμό που είναι και η προσωπική ασπίδα προστασίας τους. Αρκετοί απ’ τους υπόλοιπους είναι δήθεν. Βγαίνουν στους δρόμους με τίμπερλαντ για να διαφημίσουν την διαφορετικότητά τους. Δεν γίνεται να ζήσουμε άλλο έτσι – τρώγοντας ο ένας τον άλλον. Ό,τι άντεξε από την εποχή μου είναι η απόφασή μας να μη «μεγαλώσουμε», η άρνηση μας να αποδεχτούμε τους κανόνες του παιχνιδιού. Πριν μας καταχωρήσουν και μας σαν διδακτέα ύλη στα βιβλία του επίσημου συστήματος, μπορούμε ακόμα να δοκιμάσουμε να προσθέσουμε λίγα εγωιστικά κεφάλαια. Δικά μας. Έτσι, για το μάθημα της ιστορίας.

-To εξομολογητικό ύφος που διατρέχει τα βιβλία σου κρύβει ίσως μια μυθοπλαστική αδυναμία εκ μέρους σου ή είναι μια ντε φάκτο προσπάθεια απομυθοποίησης του είδους;

-Τα βιβλία προβάλλουν, ούτως ή άλλως, διαδοχικές σκηνές απ’ την ζωή του συγγραφέα τους. Αυτό, είτε γίνεται μέσω μιας συγκεκριμένης μυθοπλασίας με αρχή, μέση και τέλος, είτε μέσω μιας γενικότερης αναθεωρητικής πρακτικής, δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Είναι θέμα οπτικής. Απλώς ο συγγραφέας επιλέγει τον τρόπο που τον ιντριγκάρει περισσότερο για να προχωρήσει.

-Τα περισσότερα βιβλία σου είναι δύσκολο να καταταγούν σε ένα συγκεκριμένο είδος. Στο μέλλον μπορεί να σε ενδιαφέρει, ας πούμε, η προοπτική ενός «κανονικού» μυθιστορήματος;

-Δεν ξέρω τι είναι «κανονικό» σε ένα κείμενο. Δεν ξέρω ποιος το ορίζει αυτό. Η κριτική; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Θεωρώ πάντως κουραστικό το να μάχομαι στο πλευρό ηρώων που πρέπει να επινοήσω και μετά να ελέγξω. Μου φτάνουν οι εαυτοί μου. Θέλω να είμαι ένας, αλλά δε γίνεται. Είμαι πολλοί άνθρωποι μαζί που ζουν μέσα μου.

-Ποιος από όλους αυτούς γράφει;

-Ο πιο αδύναμος. Αυτός που νομίζει ότι έτσι ξεγελάει τους φόβους του.


(στην Γιώτα Παναγιώτου - 28/03/2007 )

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

4. ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ: ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ




-Ας ξεκινήσουμε με τις λέξεις. Φαίνεται να το απολαμβάνεις καθώς τις γράφεις. Σα να τις προορίζεις μόνο για τον εαυτό σου. Αυτές σου το ανταποδίδουν;

-Στα βιβλία μου προσπαθώ ακόμα να μάθω τις λέξεις. Θα ήθελα να γνωριστούμε καλύτερα. Ξέρεις, οι λέξεις κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί, αλλά εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι που δεν μπορούμε ούτε καν να τις βοηθήσουμε. Τις γράφουμε λάθος, τις απομνημονεύουμε λάθος, τις εννοούμε λάθος. Το βρίσκω αποκαρδιωτικό αυτό. Το μόνο που επιδιώκω είναι να τους συμπεριφέρομαι σωστά. Οι λέξεις κατασκευάζουν την πραγματικότητά μας.

-Πώς αισθάνεσαι όταν γράφεις;

-Σα να αυτοτιμωρούμαι. Ξεκολάνε κομμάτια απ’ τη σάρκα μου, λιγοστεύω. Τα μέρη που μου λείπουν γεμίζουν σελίδες. Μετά από κάθε βιβλίο χρειάζομαι μετάγγιση αίματος. Όταν γράφω μοιάζω με τον ήρωα του Καμύ στον «Ξένο»: Έχω μια εξοργιστική απάθεια για όλα τα γήινα, τα αυτονόητα και τα πρακτικά. Με ενδιαφέρει μόνο ο ήλιος. Είχε δίκιο ο Μερσώ: Εξαιτίας του ήλιου συμβαίνουν όλα.

-Προτιμάς να είσαι αναγνώστης ή συγγραφέας;

-Αναγνώστης, βέβαια. Για να έχεις την πολυτέλεια να είσαι μόνο αυτό. Για να μπορείς να απολαμβάνεις αυτή σου την μοναδική ιδιότητα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί. Πρέπει να είναι συγχρόνως και αναγνώστης.

-Τα δυο ροκ βιβλία σου δημιούργησαν κάτι που παραμένει. Υπάρχει μια μερίδα αναγνωστών που σε παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον. Πώς το εισπράττεις εσύ;

-Χαίρομαι πάρα πολύ, που για μια ακόμα φορά, η μουσική επικράτησε των λέξεων. Αλλά συγχρόνως λυπάμαι. Γιατί αγαπάω πολύ και τις λέξεις. Νομίζω ότι δεν αντιμετωπίστηκαν όπως θα έπρεπε σ’ αυτά τα δυο βιβλία.

-Το τελευταίο σου βιβλίο τι είναι;

-Μου είπαν ότι είναι ποιητική συλλογή. Δεν τους πίστευα, αλλά μετά ήρθαν κι άλλοι και είπαν το ίδιο. Αναγκάστηκα να το δεχτώ. Είναι ποιητική συλλογή, λοιπόν.

-Μπορείς να μας πεις κάτι περισσότερο;

-Τα βιβλία είναι δύσκολο πράγμα, ξέρεις. Δε φτάνει που τα γράφεις, πρέπει να τα υποστηρίζεις κιόλας. Με κουράζει πολύ αυτό. Τι να σου λέω τώρα, μπλα μπλα; Αυτά είναι για να γεμίζουν οι σελίδες. Υπάρχει μια κάστα ανθρώπων στο χώρο μας που μιλάει με τσιτάτα. Θαυμάζει ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τον εαυτό τους. Συνήθως κρατούν ένα μάτσο λέξεις στα χέρια τους και τις κραδαίνουν σα λάφυρο. Η Τέχνη όμως δεν είναι λάφυρο, είναι αδυναμία. Χρειάζεται χαμηλότερους τόνους απ’ ότι ο πόλεμος.

-Τι δε σε κουράζει;

-Να κοιτάζω τη θάλασσα. Μου λείπει αυτή την εποχή. Η θάλασσα περιέχει ό,τι ονειρεύομαι.

-Σε ποια θάλασσα θα ήθελες να βρισκόσουν τώρα;

-Στην Νάξο.Είναι η προσωπική μου έξοδος κινδύνου. Η σκάλα υπηρεσίας, για όταν πιάνει φωτιά.

-Πώς αντιλαμβάνεσαι το αληθινό;

-Ως κάτι που δεν υπάρχει, γιατί το έχουμε ονειρευτεί μέχρις εξαντλήσεως.

-Υπάρχει ιδανική γυναίκα;

-Ακόμα κι αν δεν υπάρχει, χρειάζεται να την επινοήσουμε.

-Εσύ αυτό κάνεις;

-Εγώ δεν κάνω ούτε αυτό. Μ’ αρέσουν απλώς τα μεγάλα λόγια.

-Πώς αντιλαμβάνεσαι τον έρωτα;

-Αντέχω ακόμα να τον βλέπω στα μάτια, σαν αναγκαίο κακό. Μεγάλο ρίσκο. Είναι σαν μια επικίνδυνη κατάδυση. Σα να κρατάς την αναπνοή σου για πέντε λεπτά κάτω απ’ το νερό.

-Αυτό είναι ασφυξία…

-Κι ο έρωτας αυτό είναι: Ασφυξία.

-Και οι μεγάλοι έρωτες;

-Δεν υπάρχουν μεγάλοι έρωτες. Μόνο μικροί που υποδύονται τους μεγάλους.

-Η μοναξιά σε φοβίζει;

-Με φοβίζουν οι άνθρωποι και αυτά που κάνουν για να απαλλαγούν απ’ τη μοναξιά τους.

-Είσαι απογοητευμένος;

-Φυσικά. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να γράφει;

-Τι σε κρατάει ζωντανό;

-Η επίγνωση ότι κάποια μέρα θα πεθάνω.

-Θεωρείς τον εαυτό σου πεζογράφο ή ποιητή;

-Τίποτε απ’ τα δυο. Είμαι κάπου ανάμεσα. Ας πούμε ότι οι ποιητές είναι οι συγκρατούμενοί μου και οι πεζογράφοι οι δεσμοφύλακες που μου φέρνουν φαί. Όλοι στην ίδια φυλακή μένουμε. Μάλλον είμαι ένας πεζογράφος που του αρέσει να σώζει λέξεις γράφοντας ποιήματα.

-Το επόμενο βιβλίο σου θα είναι μυθιστόρημα;

-Θεός φυλάξοι! Τόσοι μυθιστοριογράφοι δεν φτάνουν;

-Τον περασμένο μήνα γιορτάστηκε και στη χώρα μας, νομίζω για ένατη συνεχόμενη χρονιά, η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Πώς είδες αυτές τις εκδηλώσεις;

-Πώς να τις δω; Μαζεύτηκε κόσμος πολύς γύρω από το πτώμα της ποίησης και όλοι έκλαιγαν και είχαν από ένα καλό λόγο να πουν για αυτήν. Όλοι ήταν πολύ συγκινημένοι. Αυτή η χώρα έχει 10 εκατομμύρια λάτρεις της ποίησης, αλλά την διαβάζουν 10 άνθρωποι. Και δεν την αγοράζουν ούτε αυτοί.

-Έχεις ένα ορισμό για την επιθυμία;

-Κάποτε είχα δώσει ένα σοκολατάκι στην Άννα. Ήταν στο κρεβάτι και την πήρε ο ύπνος με το σοκολατάκι σφιγμένο στο χέρι της. Όταν ξύπνησε, το σοκολατάκι είχε λιώσει. Αυτό είναι η επιθυμία: κάτι που στην προσπάθειά μας να το διατηρήσουμε, το στραγγαλίζουμε. Το πατάμε στο κεφάλι.

-Πώς βλέπεις την πολιτική;

-Από την τηλεόραση, όπως όλοι. Κλείνω όμως τη φωνή. Θέλω να βλέπω τα πρόσωπα των πολιτικών που έχουν υποστεί λογοκρισία, τα παράθυρα που σιωπούν, τους δημοσιογράφους που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους χωρίς να λένε τίποτα. Δεν ξέρω, βλέπεται διαφορετικά η πολιτική;

-Κάπου θα ανήκεις όμως πολιτικά. Δεν μπορεί…

-Κι αν μπορεί; Εμείς τότε δεν είχαμε αριστερά και δεξιά. Είχαμε Μπήτλς και Στόουνς. Εγώ ήμουν πάντα με τους κακούς. Δηλαδή με τους Στόουνς.

-Αγοράζεις εφημερίδες;

-Κάποτε αγόραζα. Όταν είχα περισσότερο χρόνο. Τις Κυριακάτικες. Τώρα δεν παίρνω ούτε αυτές. Δεν μπορώ να τις σηκώσω απ’ το βάρος.

-Πώς αισθάνεσαι ως Έλληνας πολίτης;

-Χειρότερα απ’ ότι θα αισθανόμουν ως οικονομικός μετανάστης. Νιώθω σαν να έχω χάσει το δρόμο μου και δεν υπάρχει κανείς να με γυρίσει σπίτι.

-Η σκέψη σου για όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό; Δεν είναι και λίγα: Ζαχόπουλος, απεργίες, ασφαλιστικό, ο κόσμος στους δρόμους. Πες μου δύο πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό.

-Νομίζω ότι το να κατεβάζεις τους διακόπτες της ΔΕΗ ή να κλείνεις την Τράπεζα της Ελλάδος για ένα μήνα και να χάνεται ο μπούσουλας, δεν διαφημίζει με τον καλύτερο τρόπο την επαναστατικότητά σου. Και ότι ο τέταρτος όροφος δεν είναι ένας καλός όροφος για να ξεμπερδεύεις με τον εαυτό σου, επειδή ήσουν σπάταλος και λιγάκι μπερμπάντης. Όταν ένα κράτος καταρρέει δεν φταίει μόνο το κράτος, ξέρεις. Φταίει και η ποιότητα των πολιτών του. Κυρίως αυτή. Το σύστημα δεν πολεμιέται με «τακτοποιημένες παρελάσεις» εντός των τειχών. Χρειάζεται κάτι πιο δραστικό. Εδώ τσακώνονται ακόμα για πιστοποιητικά «αριστεροσύνης», όταν Αριστερά στην Ελλάδα είναι η Λιάνα και ο Αλέξης…

-Τι σε κάνει να απελπίζεσαι;

-Το ότι μπερδέψαμε τον Χωμενίδη με τον Σιοράν. Και τον Θεοδωράκη με τον Lou Reed.

-Τι σε κάνει να κλαις;

-Τα τραγούδια. Και μια γυναίκα που φεύγει.

-Σε τι μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε;

-Στο χαμόγελο ενός αθώου παιδιού. Είναι ο κόσμος που έρχεται. Πρέπει να οπισθοχωρήσουμε για να περάσει.

-Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη γενιά σου και στη σημερινή γενιά;

-Ότι τότε ο χρόνος ήταν νεαρός, ενώ τώρα δε μπορεί να πάρει τα πόδια του.

-Η πιο αθώα πρόταση που έχεις διαβάσει ποτέ σε βιβλίο;

-«Μαμά, έχασα την ουρά μου». Από το βιβλίο «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Πρέπει να το μάθουν απ’ έξω όλοι οι έλληνες συγγραφείς.

-Τι λείπει από τους έλληνες συγγραφείς;

-Ο αυτοσαρκασμός. Τον έχουν θέσει εκτός νόμου. Το χιούμορ πρέπει να μπορείς να το στρέφεις κατά του εαυτού σου. Να μπορείς να διακωμωδείς το έργο σου. Αυτό που κάνει ο Αλεξάκης.

-Ένας αγαπημένος σου στίχος;

-«If I don’t get some shelter I’ m gonna fade away» Από το Gimme Shelter των Rolling Stones. Πραγματικό καταφύγιο.

-Πες μου κάτι που εμποδίζει το μέλλον να έρθει;

-Το ότι οι άνθρωποι γύρω μας συνεχίζουν τον θάνατό τους. Κι αυτό το ονομάζουν ζωή.

-Απ’ τους πολιτικούς ποιόν συμπαθείς;

-Το Γιώργο Παπανδρέου. Αλλά αυτός δεν είναι πολιτικός.

-Νομίζεις πως έφτασες κάπου;

-Έφτασα μάλλον στο σημείο που πρέπει να ξαναξεκινήσω. Πολλές φορές, όταν γράφω, νιώθω σα να ανοιγοκλείνω μηχανικά το στόμα μου χωρίς να λέω τίποτα. Ότι δυσχεραίνω συνέχεια τη θέση μου. Έχω την χειρότερη γνώμη για τον εαυτό μου. Αυτός είναι, μάλλον, ο τρόπος μου για να πανικοβάλλομαι και να πηγαίνω παρακάτω.

-Υπάρχει πάντα παρακάτω;

-Αν δεν υπήρχε θα ήμασταν νεκροί. Δεν θα μιλάγαμε τώρα. Να σου κάνω κι εγώ μια ερώτηση;

-Υποτίθεται ότι εσύ απαντάς.

-Είμαι όμως οπαδός των ερωτήσεων. Τόση ώρα καταχρηστικά απαντώ.

-Άντε, κάνε.

- Πότε θα τελειώσει αυτή η ωραία συνέντευξη;

(στην Χριστίνα Διαμαντοπούλου - 05/05/2008 )

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008


Διαβάστε εδώ για το τελευταίο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_08/12/2008_259393

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ - ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ





Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1962. Σπούδασε στο Παρίσι κοινωνιολογία και στην Αθήνα δημοσιογραφία, εγκαταλείποντας και τα δυο στη μέση χωρίς να πάρει πτυχίο. Κυκλοφορούν 21 βιβλία του, ποίησης και πεζογραφίας.

Από τους πεζογράφους θεωρείται ποιητής και από τους ποιητές πεζογράφος.













ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ























































































































1983    ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ, Εκδόσεις Βασδέκης
2002    ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Μια ιστορία στη διαπασών, Εκδόσεις Απόπειρα
2004    ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, Εκδόσεις Αστάρτη
2005    ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους, Εκδόσεις Απόπειρα
2007    ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, Εκδόσεις Μεταίχμιο
2008    ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ, Ιστορίες από το παρελθόν και το μέλλον, Ελλ. Γράμματα
2009    UNPLUGGED, 5 Συνεντεύξεις + 1 + 1, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (εκτός εμπορίου)
2009    ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Εκδόσεις Μεταίχμιο
2010    Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, 112 σχέδια για ένα μυθιστόρημα, Εκδόσεις Απόπειρα
2011    ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, Σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου, Εκδόσεις Οξύ
2012   ΜΕΤΑ, Εκδόσεις Απόπειρα
2013   ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, Ένα μυθ – ιστόρημα σημείων, Εκδόσεις Σμίλη
2014   ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ,  Γράμματα σε έναν αφανέρωτο κόσμο, Εκδόσεις Σμίλη
2014   ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΜΑΥΡΟ, Εκδόσεις Σμίλη (μονόφυλλο, εκτός εμπορίου)
2015   Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΣΠΑΣΕ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
2015   ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ, Εκδόσεις Σμίλη

2015   ΕΠΙΛΟΓΟΣ, Εκδόσεις Σμίλη (μονόφυλλο, εκτός εμπορίου)
2016   ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΜΙΚΡΕ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, Εκδόσεις Σμίλη (πλακέτα, εκτός εμπορίου)
2016   ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗΣ, Εκδόσεις Σμίλη
2017   Μ, Εκδόσεις Απόπειρα (δίπτυχο σε 150 αριθμημένα αντίτυπα)
2017   SO LONG, MARIANNE, Ποιήματα στη Μαρία, Εκδόσεις Σμίλη



















ΔΕΙΤΕ ΚΙ ΕΔΩ

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=40883
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=462&t=4089
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=108409.0
http://www.metaixmio.gr/author/2901-.aspx


http://www.osdelnet.gr/index.php?p=results&result=1&Author_bio=1&Author=1092225
http://www.greekbooks.gr/stairopulos-stairos.person
http://www.paper-bookland.gr/books.asp?action=author&authorID=40883
 http://www.booksandthecity.gr/frontend/writer.php?wbid=153157
 http://www.politeianet.gr/index.php?option=com_virtuemart&category_id=&page=shop.browse&keyword=43058&entity=writer&Itemid=89&limitstart=0&limit=10