Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Η ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ


Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω
ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ παρά κλειστά παράθυρα, κλειστά παράθυρα, κλειστά παράθυρα. Ο κόσμος που πέρασε άφησε τα σημάδια του ανορθόγραφα στο περβάζι. Κουτσουλιές, σαν των πουλιών. Ξέρεις τι θα μου λείψει περισσότερο από σένα; Οι κατολισθήσεις μας. Το φως που έμπαινε ανάμεσα στα κορμιά μας καθώς γκρεμιζόμαστε - μια μυστική δύναμη. Ήταν ένα φως με ίχνη, με αποτυπώματα. Τα φέρω ακόμα. Κοσμήματα από φως. Καμιά φορά, όταν ξυπνάω το πρωί, το ξεχνάω. Νομίζω ότι έχω γεμίσει διαφανείς κρυστάλλους. Μετά θυμάμαι. Κοιτάζω το σώμα μου και η οξύτητά του με τρομάζει. Αν σε ξύσω άραγε από πάνω μου θα χαθείς; Θα χαθούν όλα όσα κατόρθωσαν να είναι; Και το φως; Πώς να το πάρεις απόφαση το φως;
Έχω περισσότερα ερωτήματα από καταφάσεις. Δεν μπορούν εύκολα να σταθούν σ’ ένα κείμενο. Μήπως αν αναρωτιέσαι συνέχεια απαντάς σε όλα; Είδες, πάλι ρωτάω.
Τέλος πάντων, αυτό το χειμώνα έμαθα να κλίνω τα ανώμαλα ρήματα. Ξέρω απ’ έξω όλες τις πτώσεις, κάποια μέρα θα σου μιλήσω γι αυτές. Έγινα γενναιόδωρος με όσα χάνω· φαίνεται, δεν τα είχα ποτέ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η απώλεια είναι τόσο αναίμακτη. Ούτε ότι συνηθίζει κανείς με τον καιρό τις συντέλειες του κόσμου.

Τελικά στα φεγγάρια με τους Ινδιάνους συμφωνούμε· έχουμε από 13. Συνεχίζουμε να ανάβουμε τα τσιγάρα μας απ’ αυτά – ως γνήσιοι αναγνώστες του Γκόρπα. Εκεί που τα χαλάμε λίγο είναι στην μέτρηση του χρόνου. Εμείς έχουμε μέρες, μήνες, χρόνια κι εκείνοι αιωνιότητα. Ποιος μετράει πιο σωστά, δεν ξέρω. Μπορεί κανένας.
Μου αρέσουν ακόμα οι Ινδιάνες, αλλά δεν έχω το κουράγιο να ζωγραφίζω άλλο το πρόσωπό μου. Αρκετές ζωγραφιές έχει πάνω του. Τις μισές μου τις έχεις κάνει εσύ. Άλλωστε, δεν υπάρχουν πια αληθινές Ινδιάνες. Περισσότερο φαντάζεσαι ότι υπάρχουν. Είναι τόσο μακρινή η εποχή τους, που μπερδεύεται με τα παραμύθια. Απ’ όσες έχουν ξεμείνει στις πόλεις καμία δεν λέγεται Σύννεφο με παντελόνια. Καμία δεν κρεμάει στα κοτσιδάκια της σούρουπα από τις παραλίες των νησιών. Έχουν φθαρμένα όνειρα, πλαστικά λόγια, αδύναμα σύμβολα. Έπειτα, είναι και οι δεσμοί αίματος που τις ενώνουν. Δεν τους πιστεύω. Δεσμά αίματος θα ήταν η ακριβέστερη έκφραση.

Το στερεοφωνικό συνεχίζει να απεργεί από την προηγούμενη άποψη. Δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα από τότε. Συνεχίζουν να συζητούν για το Ασφαλιστικό. Ο Αλογοσκούφης και η Τρέμη μου φαίνονται σαφώς συμπαθέστεροι με κλειστή τη φωνή της τηλεόρασης. Ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και συμπληρώνω εγώ τις λέξεις που θέλω. Συνεχίζω να χάνω. Είναι η τρίτη σερί εντός έδρας ήττα μου τον τελευταίο μήνα. Μου έκλεψαν πάλι λίγα από τα έμψυχα και τα άψυχα που μου έχουν απομείνει. Οι λαγοί τελειώνουν. Και τα καπέλα. Έχω κουραστεί με τα θαύματα που έχω επωμιστεί μέσα στο γήπεδο. Παίζω με κατεβασμένες κάλτσες. Βαρύ τερέν, όλο βρέχει. Ο κόσμος θα έπρεπε να αναβληθεί λόγω ακαταλληλότητας του αγωνιστικού χώρου.

Δεν φτάνει να ονειρεύεσαι. Ζωή είναι ό, τι γνωρίζουμε και αυτό που γνωρίζω δεν μου αρέσει. Ή δεν μου αρκεί. Είμαι διαυγής. Σχεδόν τρύπιος. Το κομμάτι που λείπει και επιτρέπει να δεις καθαρά μέσα μου, μου αφαιρέθηκε κάποτε, με κάποιο τρόπο. Απ’ το κενό αυτό εισβάλλουν οι άλλοι. Αν το βρω θα το χαρίσω σε μένα. Να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα του φωτός. Αυτός ο φαύλος κύκλος της καθαρότητας. Ο Ρενέ Σαρ γράφει σε ένα στίχο του ότι «η διαύγεια είναι η πληγή η πιο κοντινή στον ήλιο».
Γράφω πληγές, ανάσες που δεν φτάνουν. Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω; Πρόσφατη έκθεση της WWF αποκαλύπτει ότι μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, το 60% των δασών του Αμαζονίου, ενός από τους βασικότερους σταθεροποιητικούς πνεύμονες του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος, θα έχει εκλείψει. Στην οδό Πλάτωνος έχω εγκαταστήσει τον δικό μου Αμαζόνιο· είναι μια μπλε πολυθρόνα. Με μια απλή κίνηση των ματιών μου αλλάζω τα δέντρα, όποτε δεν με ικανοποιεί η καρποφορία τους.
Έχω όλων των ειδών τα παραδείσια πουλιά. Εκτός από ένα.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ.metro, 27/12/2007

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΕΣ



Όποιος γράφει δεν είναι ποτέ αρκετά μόνος, γι αυτό και δεν είναι ποτέ αρκετή
η ησυχία που τον περιβάλλει· ακόμα και η νύχτα, δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα.
- ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ στη ΦΕΛΙΤΣΕ ΜΠΑΟΥΕΡ


ΟΡΚΙΣΤΗΚΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΡΑΨΩ ονόματα και θα το κάνω. Όχι για να προστατεύσω τον εαυτό μου – ούτως ή άλλως δεν ανήκω στα χαϊδεμένα παιδιά της «εξέδρας» - αλλά για να τηρήσω τη δεοντολογία. Αισθάνομαι όμως ότι πρέπει να πω κάποια πράγματα. Σ’ αυτό το χώρο υπάρχουν πολλά που ενοχλούν πολλούς και αποσιωπούνται· λες και υπάρχει μια αόρατη συμφωνία – συμφωνία τιμής, θα την έλεγαν οι μαφιόζοι – να μη θιγούν πρόσωπα και πράγματα «ιερά». Γνωρίζουμε όσους δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε αυτούς που αξίζει να γνωρίζουμε. Ο χώρος του βιβλίου έγινε λάιφ στάιλ εκπομπή.
Καταντήσαμε να ονομάζουμε συγγραφέα κάποιον που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό του και γράφει αποκλειστικά μυθιστορήματα – άντε, και κάνα διήγημα, με την γνωστή συνταγή και μια χιλιοειπωμένη ιστοριούλα. Όλα τα υπόλοιπα είδη αφηγηματικού λόγου τα εξορίσαμε. Τα στείλαμε για εξακρίβωση. Γιατί; Επειδή δεν πουλάνε. Ποιος ρυθμίζει τις τύχες ενός προϊόντος στην αγορά; Οι παραγωγοί του, δηλ. οι εκδότες. Μπορούν αυτό να το κάνουν μόνοι τους; Όχι, χρειάζονται και τους κριτικούς. Και εδώ ξεκινάει το γαϊτανάκι της μεγάλης παρεξήγησης.

Στον ειδικό τύπο υπάρχει περίσσευμα στόμφου, περίσσευμα αυταρέσκειας, περίσσευμα αποτυχημένης δημιουργίας. Πλαστικό χιούμορ. Πολλές διαπροσωπικές σχέσεις. Διαψευσμένα όνειρα, μέτριοι κύκλοι ζωής. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η κριτική βοηθάει. Εγώ πιστεύω ότι παραπλανά –ίσως χωρίς να το θέλει. Οδηγεί κάπου και αυτό το κάπου μπορεί να είναι το πουθενά: Ένα πουθενά που κοιτάζεται αυτάρεσκα στον καθρέφτη και καμαρώνει τις μεγαλόσχημες λέξεις του· σαν τις γυναίκες που ενθουσιάζονται με τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους. Υπάρχουν σπουδαίοι κριτικοί, αλλά είναι λίγοι. Η πλειοψηφία είναι αυτή που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Που χρησιμοποιεί το ορίτζιναλ για να παράγει το ιμιτασιόν. Και σε αυτήν, δυστυχώς, ανήκουν οι μέτριοι, οι εμπαθείς, οι βλεφαρίδες. Η αποτίμηση ενός έργου κινδυνεύει να γίνει απομίμηση στα χέρια τους. Δεν λέω ότι δεν χρειάζεται αποτίμηση. Αλλά να γίνεται στο σπίτι μας, στο μυαλό μας, στις συνειδήσεις μας. Η επί αμοιβή αποτίμηση μιας δημιουργικής προσπάθειας εμπεριέχει κινδύνους. Ιδίως, όταν προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες μεταξύ του γράφοντος, του εκδότη και των διαφημιστικών υποχρεώσεων που προκύπτουν ενδιάμεσα.
Πως θα γίνει όμως γνωστό ένα έργο; Με ποιο τρόπο μπορεί να φτάσει στο κοινό;

Πολλοί κριτικοί γνωρίζουν μόνον όσους είναι εύκολο να εξηγήσουν. Ό, τι δεν καταλαβαίνουν, ό, τι δεν μπορούν να κατατάξουν ειδολογικά, το αποσιωπούν. Και βαπτίζονται «έγκυροι». Πολλοί συγγραφείς – για να πάρουμε και το σινάφι μας -, από μια στρεβλή άποψη περί δημοσιότητας, επιλέγουν την θεματολογία τους και κυρίως την μορφή που θα έχει το έργο τους από τις περιορισμένες απαιτήσεις ενός ανεκπαίδευτου κοινού. Και βαπτίζονται «ευπώλητοι». Και πολλοί εκδότες, εκδίδουν συλλήβδην μυθιστορήματα λαμβάνοντας υπ όψιν μόνον δυο παραμέτρους: Το γεγονός ότι πρόκειται για μυθιστόρημα και το όνομα του συγγραφέα. Και βαπτίζονται «μεγάλοι». Καμία διάθεση για νεωτερικότητα, κανένας άνεμος ανανέωσης. Από πουθενά. Μόνη προϋπόθεση η ευκολία – όλων των πλευρών. Μην αναφέρουμε τους παρατρεχάμενους, τα παπαγαλάκια, τους αγγελιαφόρους ειδικών αποστολών. Μ’ αυτά όλα φτάσαμε αισίως το 2007 τους 10.000 τίτλους. Αριθμός που τρομάζει για την ευκολία του εγχειρήματος.

Αν ζούσε σήμερα ο Φλωμπέρ, με την δυστροπία που τον διέκρινε στο τελικό κείμενο, θα παρέδιδε, νομίζω, ένα βιβλίο κάθε επτά χρόνια. Και αν. Μπορούμε να φανταστούμε – με τις ανάλογες χρονικές και τοπικές αναγωγές – τον Λώρενς Ντάρελ να συμμετέχει σε εβδομαδιαία σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Τον Φερνάντο Πεσσόα να δίνει το παρών σε κοινωνική εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος; Τον Χένρι Τζέημς να διαπραγματεύεται σε κοκτέηλ πάρτι επιχειρηματικού παράγοντα την έκδοση του καινούργιου του βιβλίου; Τον Μορίς Μπλανσό να εμφανίζεται σε τηλεοπτικό πάνελ;
Οι απαντήσεις είναι προφανείς. Οι λέξεις είναι σοβαρότερη υπόθεση από την δημόσια εικόνα αυτού που τολμά να τις χαράξει στο χαρτί. Αυτές είναι η δημόσια εικόνα του. Από αυτές κρίνεται. Σε αυτές οφείλει ό, τι οφείλει. Ο Μπόρχες έλεγε συχνά ότι η ύπαρξη των λέξεων ήταν το κεντρικό γεγονός της ζωής του. Υπάρχει σήμερα παρόμοιος σεβασμός;

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 18/12/2007

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ: ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ


1. Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

(για το βιβλίο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα)

Μου αρέσουν τα ανένταχτα βιβλία (όπως και οι ανένταχτοι άνθρωποι), γιατί δεν υποβάλλονται στη μελαγχολική διαδικασία της ειδολογικής ταξινόμησης, αλλά και, κυρίως, γιατί, απελευθερωμένα από την πόζα που το ίδιο το είδος –άθελά του;– επιβάλλει, ανασαίνουν ελεύθερο αέρα.
Δείγμα τυπικό σ’ αυτή την κατηγορία –πέφτω κι εγώ στην παγίδα, θαρρείς και με θέλγει η κατηγοριοποίηση (τη μη κατηγορία, θα έπρεπε να πω)–, το βιβλίο Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα του Σταύρου Σταυρόπουλου.

«Η ιστορία ξεκίνησε με ένα δίσκο. Οι δίσκοι περιέχουν συνήθως ιστορίες ζωής. Αν αυτό το βιβλίο ήταν τραγούδι, θα λεγόταν “No More Songs” από το κομμάτι του Phil Ochs σ’ εκείνο τον τελευταίο του δίσκο με τα λαμέ κουστούμια, λίγο πριν κρεμαστεί. Τώρα κανένας δίσκος δεν θα περιέχει τραγούδια, όλοι θα βγαίνουν με άδειο βινύλιο σε χοντρή κόπια των 180 γραμμαρίων, θα τους βάζεις να γυρνάνε και θα ονειρεύεσαι ό,τι θες· ότι περιέχουν όλα τα τραγούδια που με αυτά ερωτεύτηκες, όλων των συγκροτημάτων που εξαιτίας τους ξενύχτησες, όλων των δεκαετιών που για λίγο δεν έζησες.»

Ποίηση σε πρόζα; Πεζογραφία με ποιητικές καταβολές; Σελίδες ημερολογιακών εξομολογήσεων; Μυστική επιστολογραφία χωρίς παραλήπτη; Καλλίγραφες σημειώσεις στο περιθώριο τετραδίων (ή της ζωής);
Η γραφή του Σταυρόπουλου περιφρονεί τις απαντήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τις γνωρίζει.
Πυκνή, άναρχη, καλλιεπής, ατημέλητη, συχνά παράλογη, πάντα ονειρική, προκλητικά ευφραδής, αυθάδης, αλλά με μια εσώτατη –στη φόδρα– αξιοπρέπεια, οδηγείται εύφορα στον ερωτικό παροξυσμό.
Πράγματι, σε πρώτο επίπεδο, το βιβλίο του Σταυρόπουλου αποτελεί ένα ερωτικό παραλήρημα, και το παραληρηματικό στοιχείο γόνιμα σημαδεύει όλες τις σελίδες του (μ’ αρέσει η έκφραση «λυρικό παραλήρημα» που έγραψε η Λίνα Πανταλέων για το προηγούμενο, δίδυμο στην ουσία, βιβλίο του).
Σε δεύτερο επίπεδο, οι σελίδες του νοτίζονται με μουσική – στις ποικίλες και πολυσυλλεκτικές νότες του ροκ, δημιουργώντας ένα συγκερασμένο σώμα έρωτα και μουσικής.
Διόλου παράξενο, μια και ο Wagner είναι εκείνος που έχει διατυπώσει την άποψη πως «η μουσική είναι η γλώσσα του έρωτα», ο δε Carl Jung επιμένει με βεβαιότητα στη «σεξουαλική προέλευση της μουσικής».
Το διαφοροποιό στοιχείο στην απόπειρα του Σταυρόπουλου είναι πως ενσωματώνει τη μουσική ανάμεσα στα τυπογραφικά του στοιχεία με αξιοσημείωτη ανεμελιά, έτσι ώστε οι μελωδίες, τα τραγούδια και οι ερμηνευτές να εμφιλοχωρούν υποδορίως με μια ακροαστική άνεση, χωρίς να ενοχλούν ούτε κατ’ ελάχιστον τα δρώμενα (ή τα μη δρώμενα).

«Έχεις κάτσει πάνω μου με όλο το σχήμα σου, θέλω να βγω απ’ το στόμα σου, με πιέζεις, δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα, είναι και οι Stones, “what can a poor boy do except to sing for a rock’n’roll band”, μπήγονται στο μυαλό μου σαν σπαθιά, δεν μπορώ, νιώθω τα χείλη σου που υγραίνουν, μούσκεμα φιλιά, είμαι έρπης, σάλιο, θρύμματα τροφής, διψάω, θα μασήσω τη γλώσσα σου, αιωρούμαι στη δυναστεία των ήχων σου, εκεί που ξεκινάει το κέντρο του λόγου, η προπατορική φράση, η ζεύξη του χθες με το αύριο [...] ο νέος ήχος, θα μεγαλώσει στο στόμα μου σαν καρκίνος, είσαι ένας ακόμα καρκίνος που μεγαλώνει, που διασχίζουν οι ήχοι, αυτό το εξαιρετικά εμπνευσμένο ανακάτεμα, αυτό το προσωρινά κατοικήσιμο σύμπαν, ένα σιωπηλό, ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο, εγώ, που είμαι προσωρινά εσύ, που έχω υπάρξει εσύ, που σε λίγο θα γίνω αυτό που θα καταλήξεις εσύ.»

Θα διαφωνήσω, εντούτοις, ως προς το ότι το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί «ένα αυτοβιογραφικό σάουντρακ της γενιάς της αμφισβήτησης», μια και το σάουντρακ είναι συνήθως σχόλιο στην εικόνα, και ο Σταυρόπουλος εύγλωττα αναπαράγει, πρωτίστως με λέξεις, την εικόνα αυτής της γενιάς.
Όμως η αναφορά σε «γενιά» αναδεικνύει το τρίτο και σημαντικότερο επίπεδο του βιβλίου, μια και γόνιμα, εντέλει, καταγράφει τον καιρό που περνά.
Ο συγγραφέας πλάθει, μέσα στις αντιφάσεις του, μια διαρκή ελεγεία στο χρόνο που την ίδια στιγμή τον κατακυρώνει, αλλά και τον ακυρώνει.
Ο Σταυρόπουλος εκπροσωπεί τη γενιά που δεν είναι πια νέα, αλλά και δεν έχει ακόμα γεράσει. Άρα, δεν έχει την εύκολη συνηγορία της νεότητας, ούτε όμως τη σοφή παρηγορία του γήρατος.
Αυτή η διαρκής ακροβασία ανάμεσα σε δύο –αμφότερα μελαγχολικά– ηλικιακά όρια είναι που κάνει την κατάθεσή του εμπύρετα θλιμμένη.
Ίσως, σ’ αυτό το κρίσιμο μεταίχμιο, ο Σταυρόπουλος αφήνει σκοπίμως τις λέξεις του να είναι τριμμένες και ανθρώπινες, όπως το τζιν που ατονεί στο γαλάζιο και κάνει το τραγούδι του βραχνό σαν στοχαστικό απόηχο του Tom Waits ή σαν ξεψυχισμένο κιθαρισμό του Jimmy Hendrix.

«Γλιστρώντας, προσπαθούμε να κάνουμε τα καλοκαίρια να διαρκέσουν. Διαρκούν όμως τα καλοκαίρια;
Κυλούν, απομακρύνονται απ’ το οπτικό μας πεδίο τη στιγμή ακριβώς που νομίζουμε πως τα κλείσαμε σε κάδρο και ετοιμαζόμαστε να τα κρεμάσουμε στο σαλόνι μας για να τα εκθέσουμε σε συγκεντρώσεις, κραδαίνοντάς τα ως λάφυρα τέχνης.»

Requiem στην παρελθούσα νεότητα, πρελούδιο στην ανεξερεύνητη ωριμότητα, το βιβλίο του Σταυρόπουλου, με τις λέξεις του στη θέση διψομανών μουσικών οργάνων, καλεί τη γενιά του σ’ ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για την αποφοίτηση της αθωότητας.
Ασφαλώς δε, κατά τη δήλωση του Σαββόπουλου, «είναι ο αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι».

Γιάννης Ευσταθιάδης
περιοδικό (Δέ)κατα, καλοκαίρι 2007


2. ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΛΗΡΟ ΡΟΚ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΒΕΛΟΥΔΟ
(για το βιβλίο Οι άλλοι που είμαι)


Πολύ με παραξένεψε ο Σταύρος Σταυρόπουλος, γιατί ακολούθησε μια αντίστροφη –από τα συνήθη– πορεία.
Συνήθως, οι περισσότεροι ξεκινούν από την ποίηση και καταλήγουν –ενδεχομένως– στην πεζογραφία.
Ο Σταυρόπουλος έγινε γνωστός με δύο βιβλία πεζογραφίας: «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» (2002) και «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» (2005).
Και τα δύο, κατά την ξένη διατύπωση, «έγιναν η επιτομή μιας γενιάς που διεκδίκησε πολλά, διαψεύστηκε, αλλά παραμένει ακόμα στο προσκήνιο».
Κατά τον ίδιο, «μια ηχηρή απόδειξη μιας ώριμης ανωριμότητας».

Σήμερα, εν έτει 2007, επιχειρεί μια αμιγώς ποιητική προσέγγιση με το «Οι άλλοι που είμαι», η οποία, κατά τη δική μου άποψη, αποτελεί μια άηχη απόδειξη μιας ανώριμης ωριμότητας».

Εξηγούμαι αμέσως, γιατί αυτό το «ανώριμης ωριμότητας» μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί.

· Λέω «ανώριμη», γιατί ανώριμη παραμένει (ευτυχώς) η ματιά του στον κόσμο, η συναισθηματική διαχείριση των καταστάσεων, η διατίμηση των αξιών σ’ ένα σύμπαν μοναξιάς. Συνεχίζει να παρατηρεί έκθαμβος και να απορεί διαρκώς, χωρίς να διαθέτει τελεσίδικες παρηγορητικές απαντήσεις, γιατί είναι «ένα παιδί που μεγάλωσε», αλλά «η ενήλικη συνείδησή του φοράει κοντά παντελονάκια και παίζει γκαζές στις γειτονιές.»

· Λέω «ωριμότητα», γιατί εδώ πια αναφέρομαι στην ωριμότητα της γραφής, στη σίγουρη τεχνική και στην καλοδουλεμένη φόρμα.

Κοντολογίς, ένας ασυμβίβαστος στην ψυχή, που συνυπάρχει μ’ έναν έμπειρο στη γραφή –
ιδανικός συνδυασμός για την ποίηση.

Όσοι γνωρίζουν τα δύο πεζογραφικά –έστω και με ιδιάζουσες ποιητικές νύξεις– του Σταυρόπουλου, θα απορήσουν διαβάζοντας το ανά χείρας βιβλίο.
Δεν είναι τόσο οι τόνοι που έχουν αναπάντεχα χαμηλώσει και έχουν αφοσιωθεί αποκλειστικά στη γραμματική των δακρύων, δεν είναι που το λεκτικό παραλήρημα υποχωρεί προς χάριν μιας επιλεκτικής εσωστρέφειας.

Εκείνο που πρωτίστως εντυπωσιάζει, είναι πως, εδώ, ο ατημέλητος –συχνά άναρχος– λόγος της πεζογραφίας του, ευπειθώς καλουπώνεται και ευπρεπώς ενδύεται, γιατί ο συγγραφέας σοφά γνωρίζει πως η ποίηση επιβάλλει αυστηρότερη φόρμα και αισθητική συμμετρία.
Έτσι, για να κάνω μια ενδυματολογική αναγωγή: το τριμμένο και ξεπλυμένο τζιν των λέξεων του ρόκερ-γραφιά έγινε μπλε σκούρο και, συχνά, μαύρο βελούδο.

Ο Σταυρόπουλος είναι ρέκτης της μικρής φόρμας (συχνά πιο δύσκολης από τη μακροσκελή).
Σας διαβάζω ένα από τα καλύτερα και πιο ακαριαία, κατά τη γνώμη μου, ποιήματα του βιβλίου:

«Με την ευκαιρία θα προσθέσω εδώ –με συμπαθητική μελάνη– ότι τα νέα δεν είναι καλά, οι κλήσεις προωθούνται. Φαίνεται πως όλη η προσπάθειά μου να εκτεθώ στον κόσμο του φωτός τέλειωσε μέσα σ’ εκείνο το ζευγάρι αλεξίσφαιρα γυαλιά που φορούσα ανυπερθέτως για να με προστατεύουν από την επιπολαιότητα της όρασης.»

Κάποιες φορές (λίγες, δυστυχώς) φθάνει στον ένα στίχο («μονόχορδα» τα ονομάζει ο Ρίτσος, «μονόξυλα» ο Γκανάς).

Λέω «λίγες, δυστυχώς» γιατί, αν ο ίδιος ένιωθε πόσο καλά τα καταφέρνει σ’ αυτή την άσκηση του ευθύβολου και του λακωνικού, σίγουρα θα είχε εμπλουτίσει τη συλλογή του με περισσότερα κομψά ερείσματα μοναξιάς:

«Ποιος σου είπε ότι ο ήλιος είναι άμοιρος ευθυνών;»

ή:

«Ρίξε κάτι πάνω σου, κάνει κρύο. Φόρα τον εαυτό σου.»

ή:

«Η θερμοκρασία προβλέπεται να πέσει σήμερα κάτω της θλίψης.»

ή:

«Δεν ξημερώνει ποτέ σ’ αυτήν τη μουσική;»

ή:

«Κάθε που κλαίει ένα μωρό, οι βιβλιοθήκες των ανθρώπων γκρεμίζονται.»


Τρεις είναι οι άξονες της ποιητικής του Σταυρόπουλου: Ο χρόνος, ο έρωτας και η μουσική.

Οι δύο πρώτοι δεν χρήζουν σχολιασμού, μια και αποτελούν τους σημαντικότερους άξονες της λογοτεχνίας, εν γένει.
Όμως ο τρίτος, η μουσική, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί έως τώρα αποτέλεσε το κυρίαρχο λάιτ μοτίφ της αυτοβιογραφικής του περιπέτειας.

Εδώ, όμως, επιτρέψτε μου να σας ζητήσω να περιπλανηθούμε στις μουσικές του βιβλίου και να επισημάνουμε τις διαφορές από εκείνες του πρώιμου Σταυρόπουλου.
Θυμίζω –αν και οι περισσότεροι σ’ αυτήν την αίθουσα το ξέρουν– πως, ως τώρα, τα τυπογραφικά στοιχεία του ήταν εμποτισμένα με σκληρό ροκ και σκοτεινές μπαλάντες, σε οξύ ήχο ηλεκτρικής κιθάρας και βαθύφωνο στεναγμό μπάσου.
Αντιθέτως, εδώ, δια μιας και αυτό το τοπίο αλλάζει, και μια άλλη μουσική ακούγεται χαμηλόφωνα, αλλά διακριτά.

«Τέσσερις εποχές μιας αμίλητης μεταμόρφωσης. Τέσσερις ευχές του Βιβάλντι, σαν αμείλικτες γραμμές που ενώνουν τη ζωή με το θάνατο.»

Ή, αλλού:

«Να θυμάσαι μόνο κάθε πρωί να εκφωνείς χρώματα και να αναπνέεις τις λέξεις – θα γίνεις η μεγαλύτερη σοπράνο όλων των εποχών.
Και μετά, θα τραγουδούν οι στάχτες σου.»

Ή, αλλού:

«...η Μήδεια, ντυμένη Βαλκυρία, με μαύρη μπέρτα, διδάσκει Πεσόα στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, έχοντας στους βολβούς των ματιών της δυο παιδικές μελωδίες.»

Αλλάζει, όμως, και ο τόνος, και οι ήχοι παλιώνουν, «γίνονται ρυτίδες, σβησμένα χαμόγελα, σκόνη κάτω απ’ τη σουρντίνα της τρομπέτας που αναπνέει απρόσεκτα πάνω σ’ ένα μισό τέταρτο».

Ίσως σκεφθεί κανείς πως το φθαρμένο μπλου τζίν που έλεγα πριν, τριβόταν στο γρασίδι επινοημένων Woodstocks, ενώ, τώρα, το βαθύχρωμο βελούδο της σημερινής του περιβολής συγγενεύει με το βελούδο της πολυθρόνας στην αίθουσα συναυλιών.
Ήτοι: ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι πια ένας «αστός σεβαστός»! Ουδείς φόβος ανησυχίας, αγαπητοί φίλοι.
Μέσα από τις εναλλαγές της φόρμας και των συμβόλων, ο φίλος μας ποιητής ξέρει να προφυλάσσει επαρκώς την αυθεντικότητα της φωνής του, γι’ αυτό και εγκαίρως μας επισημαίνει:

«Κι εγώ που αλλάζω τις νότες στις παραγράφους κάθε μέρα, φροντίζοντας να κοροϊδεύω την ομαλότητα; Πώς θα μπορώ να συντηρώ την αταξία που χρειάζεται;»

Αυθεντικός κι επίμονος στις αντιφάσεις του, και μη πιστός στις πάσης φύσεως αρχές του, διαχειρίζεται με θαυμαστή συνέπεια το ενιαίο του πρόσωπο.

Είχα γράψει, με αφορμή το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα»:

«Ο Σταυρόπουλος εκπροσωπεί τη γενιά που δεν είναι πια νέα, αλλά και δεν έχει ακόμα γεράσει. Άρα, δεν έχει την εύκολη συνηγορία της νεότητας, ούτε όμως τη σοφή παρηγορία του γήρατος.
Αυτή η διαρκής ακροβασία ανάμεσα σε δύο –αμφότερα μελαγχολικά– ηλικιακά όρια είναι που κάνει την κατάθεσή του εμπύρετα θλιμμένη.»

Αν φοβηθήκατε πως αυτή η περισσότερο θλιμμένη και λιγότερο εμπύρετη κατάθεσή του (που συνοδεύεται από στοχαστική ανακεφαλαίωση και κατακτημένη τεχνική) σημαίνει ότι ο ποιητής άρχισε να γερνά, και πάλι ουδείς λόγος ανησυχίας.
Άλλωστε, για τον Σταυρόπουλο, είναι πια πολύ αργά για να γεράσει!
Κοιτάξτε αυτόν τον μειλίχιο ψαρομάλλη. Μετά, διαβάστε το βιβλίο του.
Θα συμφωνήσετε, με τη βοήθεια του Μαγιακόφσκι, πως αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε μία άσπρη τρίχα στην ψυχή του!

Γιάννης Ευσταθιάδης
περιοδικό (Δέ)κατα, καλοκαίρι 2008

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΚΑΙ ΦΕΥΓΟΥΝ


ΜΙΚΡΟΙ ΘΥΜΟΙ στη μεγάλη πόλη. Κασκόλ πάνω στη μηχανή, γάντια. Η καρδιά δε ξέρει πώς να ντυθεί. Πάω πίσω απ’ τις εξατμίσεις των λεωφορείων για να ζεσταίνομαι. Εγώ και η Κηφισίας, μόνοι. Το βράδυ η μοναξιά το παίζει σκληρή γκόμενα. Πέφτει σα ψιχάλα στα μάτια, γίνεται δάκρυα και φεύγει κουνώντας τους γοφούς της. Με το ίδιο μακό φεύγουν κι οι μέρες. Ό, τι αφήνεις πίσω σου σε αφήνει. Μην ακούς που έρχονται Χριστούγεννα, σκηνικό είναι. Έτσι και φυσήξεις, έπεσε. Στολίδια, φωτάκια από αρχές Νοεμβρίου. Είναι για όσους εκβιάζουν τη χαρά. Θέλω να βάλω ψεύτικα μάτια και να βγω έξω. Σε μια μικρή πλατεία με ήλιο να χαζεύω τον κόσμο. Πώς βάζουν οι γυναίκες ψεύτικες βλεφαρίδες; Πώς βλέπει κανείς έναν έρωτα στην αρχή;
Συνηθίζεις, σιγά σιγά, να ζεις από κεκτημένη ταχύτητα. Οργανώνοντας την μετάστασή σου στα αποδυτήρια. Με πατατάκια και παγωμένες σοκολατόπιτες. Ξενιτεύεται το αληθινό, γίνεται οικονομικός μετανάστης στην ίδια του την πατρίδα. Το βλέπω να ετοιμάζει τις βαλίτσες του, ρίχνει στη τσέπη του μια πράσινη κάρτα. Το ρήμα ελπίζω σημαίνει τώρα ότι και το ρήμα αντέχω. Είναι ένα ρήμα πριν το ρήμα καταρρέω. Ο Δημήτρης μου είπε κάποτε ότι ο κόσμος όλος είναι μια γραμμή. Που χάνεται στο άπειρο. Έχει δίκιο, μόνο που είναι αδύνατο να τη πιάσεις. Αφήνει μελάνι στα χέρια. Όσο και να τη μετακινείς, δεν αποφεύγεις τα παράσιτα. Δεν επιτυγχάνεις καλύτερη λήψη. Όλες οι γωνίες είναι λάθος.

Ο ήλιος μπαίνει και βγαίνει στο σαλόνι μου, κρύβεται και ξαναβγαίνει. Θέλει να παίξουμε, αλλά είμαι άκεφος. Κούκου. Δεν έχω και τα στρατιωτάκια μου να τον περικυκλώσω. Να τον κλείσω σε κείνο τον πλαστικό πύργο. Θα έβαζα τα πλέι μομπίλ μου να τον φυλάνε. Αφού λείπεις. Ή τον Ραν Ταν Πλαν. Μαραίνονται τα μάτια μου που δε σε βλέπω. Που δε νιώθω να με κοιτάς. Που δεν υπάρχεις.
Από τα Ζωνιανά στο Ασφαλιστικό και από τον Πρετεντέρη στον Λαζόπουλο, οι εικόνες περνούν και φεύγουν. Είμαι τα γεγονότα μου. Οι καταλήψεις συνεχίζονται, τα σχολεία παραμένουν κλειστά. Έχουν μεταβληθεί σε αποθήκες παιδιών. Η επικαιρότητα δε μπορεί να με συγκινήσει άλλο. Ίσως γιατί πιστεύω περισσότερο στα καρτούν απ’ ότι στους ανθρώπους. Προτιμώ, κατά κάποιο τρόπο, τον Μαύρο Πητ από τον Ρουσσόπουλο. Μ’ αρέσει που είναι κακός και το δείχνει.
Στο σαλόνι μου το στερεοφωνικό απεργεί. Για όσα χάθηκαν στη διαδρομή, αφήνοντας υγρασία στους τοίχους. Επιβάλλει τον νόμο της σιωπής - αισθάνομαι ότι έχω μια μικρή μαφία στο σπίτι μου. Ο χώρος μοιάζει με αίθουσα καφέ όπου περνούν πολλοί και όταν φεύγουν ξεχνούν τα βιβλία τους. Τα τακτοποιώ με σχολαστικότητα. Τη μουσική τη πήρε το σχέδιο. Ο καινούργιος οικιστικός νόμος. Η αναγκαστική πορεία. Εσύ που συνέχεια λείπεις, ακόμα κι όταν είσαι εδώ.

Τα δελτία καιρού δείχνουν επιδείνωση. Αλλοπρόσαλλες άμυνες, έκτακτα μέτρα. Ανεπιτυχή. Βροχές, το οδόστρωμα ολισθαίνει. Κανείς δεν θέλει κανένα. Οι άλτριες και οι άλτες ολοκλήρωσαν τις προσπάθειές τους με τρία άκυρα άλματα. Είναι ένας κόσμος με δημογραφικό πρόβλημα. Ένας πλανήτης καθ’ ύλην αναρμόδιος, που οδεύει προς εξαφάνιση. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν ισχύει εδώ. Δε μιλάμε για σύγκρουση συμφερόντων, διαφορετικά κοινωνικά στρατόπεδα, πάλη αρσενικού-θηλυκού. Μιλάμε για το ίδιο υπέροχο ψέμα, που όλο αλλάζει το δέρμα του κι όλο ίδιο μένει. Για τις ίδιες ψεύτικες λέξεις. Για το ίδιο υπέροχο τίποτα.

Χτες είχε πανσέληνο. Το 12ο φεγγάρι του χρόνου το είδα μόνος μου. Μένει άλλο ένα, των εορτών. Απορώ με τους ανθρώπους που επικαλούνται τα χρώματα και είναι όλοι τους ασπρόμαυροι. Δεν έχω άλλα ψέματα. Μου τα πήραν οι μάγοι και μου άφησαν τα δώρα τους. Ενθύμια φρίκης. Θυμάσαι τις προάλλες που με ρώταγες τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν; Το βρήκα: Στην καλύτερη περίπτωση ζωή, στη χειρότερη βιβλίο.

The rest is silence.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 06/12/2007

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

ΖΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ



ΣΤΟ ΜΟΣΧΑΤΟ η απέναντι πλευρά του Ιλισού – τόπος διακοπών άλλοτε για γνωστές αθηναϊκές οικογένειες – σε κάνει να πιστεύεις ότι λείπεις πολλά χρόνια στο εξωτερικό και στο διάστημα της απουσίας σου κάποιο αόρατο χέρι πήγε και κλείδωσε το χρόνο. Υπάρχουν ακόμα μονοκατοικίες ανάμεσα στις καλαμιές που φυτρώνουν στις όχθες του ποταμού και στις καινούργιες πολυκατοικίες, μια σκισμένη μπάλα ποδοσφαίρου, ένας μισογκρεμισμένος μαντρότοιχος. Παλιά ήταν γηπεδάκι. Η βόλτα το βράδυ προσφέρεται για απολογισμούς. Κι ο Γιάννης, όταν δεν ταξιδεύει.
Καθώς κοιτάζεις πίσω στα χρόνια που πέρασαν, τα πράγματα φαίνονται όπως το μισοσκόταδο στα μπαρ. Δε βλέπεις καθαρά. Νομίζεις πως οι δρόμοι θα πουν την ιστορία σου και συ δεν χρειάζεται να εξομολογηθείς τίποτα. Ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό – που, ούτως ή άλλως, αποτελεί το πιο απρόθυμο ακροατήριο. Με τον καιρό μαθαίνεις ότι κανείς δεν ακούει κανέναν. Απλώς, μιλάμε στα κινητά. Γυναικείες φωνές εναλλάσσονται, προσπαθούν να μην μαραθούν, να μην εξασθενίσει το σήμα τους. Το δικό μας;

Νύχτα στρωμένη χαλάσματα. Κρύβει τα τραύματα ή αναστέλλει απλώς την εξέλιξή τους; Μάλλον το δεύτερο. Οι εκλογές στο ΠΑΣΟΚ είναι στο προσκήνιο της συζήτησης. Παρεμβάλλονται ανάμεσα στο τι κάναμε, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, τι δεν κάναμε καλά. Έχω την εντύπωση ότι καθ’ όλη την διάρκεια της βόλτας μας, μας ακολουθούν ο Παπανδρέου και ο Βενιζέλος. Στην πραγματικότητα μας ακολουθεί μόνο ο μπούμπης, ο σκύλος του Γιάννη. Το μέλλον μας φαίνεται σοβαρότερη υπόθεση από το μέλλον της Κεντροαριστεράς. Το σίγουρο είναι ότι αποκλείεται να μας οδηγήσει εκεί ένας σκύλος. Του βγάζω κόκκινη κάρτα, ο αγώνας θα συνεχιστεί με τους δυο μας. Είμαστε πια στις καθυστερήσεις. Με κοιτάζει λυπημένα, αλλά πειθαρχεί. Σκέφτομαι ότι το ταξίδι στη Βενετία μπορεί να γίνει και Μεξικό. Τώρα πια είναι το ίδιο πράγμα.

Στη δουλειά τα άδεια κουστούμια πλέουν πάνω σε ανύπαρκτα σώματα που κρατούν σαμσονάιτ. Όσο πάνε και πληθαίνουν. Θα μπορούσαν να είναι και πίνακας του Ντε Κίρικο ή του Εγγονόπουλου, είναι όμως πραγματικοί. Κούφιοι άνθρωποι. Παραγεμισμένοι. Η γενιά των 700 ευρώ διεκδικεί το δικό της δικαίωμα στην αγορά εργασίας, ανταλλάσσοντας mail σε διπλανά γραφεία, με την προϋπόθεση να παραμείνει ανύπαρκτη. Ένας κόσμος διαλύεται, ένας άλλος γεννιέται, πιο υποτακτικός, πιο ανέτοιμος, πιο φοβισμένος. Μοιάζω με ορθογραφικό λάθος. Αν ισχύει αυτό που όλοι παραδέχονται, ότι οι κοινωνικές αλλαγές ξεκινούν πάντα απ’ τη νεολαία, τότε τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα. Αυτά τα σκούρα ανθρωπάκια με τα Τίμπερλαντ και τις φορτωμένες πιστωτικές θα αλλάξουν το σύστημα;

Στο Ασφαλιστικό, ο μεγάλος κοινωνικός διάλογος βρίσκει τη Νέα Δημοκρατία να συζητά με τον εαυτό της. Έχουμε νέο πακέτο μέτρων από την Κομισιόν για την πάταξη της τρομοκρατίας: Τώρα θα μαζεύουν τηλέφωνα από τους επιβάτες των πτήσεων για να αντιμετωπίσουν την Αλ Κάιντα. Έμαθα επιτέλους και μια λέξη στα Τούρκικα: η εισβολή λέγεται διασυνοριακή επιχείρηση. Η Άννα μου λέει ότι ζει, αλλά δεν βασιλεύει. Το βρίσκω φυσικό, αφού δεν είναι ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ή έστω ο Έλβις.

Η μέρα έξω έχει μικρύνει, ακολουθεί τα σχέδια που κάνουμε για το μέλλον. Nυχτώνει όπως μπορεί, λες και θέλει να αποφύγει τα χειρότερα. Υπάρχουν χειρότερα; Αναρωτιέμαι.
Η μεγαλύτερη σχέση της ζωής μου – 17 χρόνια - μια κόκκινη XLR 250cc, με περιμένει ακίνητη κάθε πρωί έξω από το σπίτι μου για να μου πει καλημέρα. Ο κινητήρας της έχει κολλήσει. Στις ανθρώπινες σχέσεις το φαινόμενο είναι συχνό, όμως αυτό δεν τις εμποδίζει να υπάρχουν. Ή να υποδύονται πως υπάρχουν.
Κάποια φίλη με συμβούλεψε να μην κάνω αρνητικές σκέψεις. Να δω τη ζωή με άλλο μάτι. Άντε και την είδα. Ποιος μου εγγυάται ότι θα με δει κι αυτή;

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 13/11/2007

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ



ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ είναι ψαλμωδίες αγγέλων που σαλπίζουν το αδιαπραγμάτευτο γεγονός της ζωής. Οι λέξεις είναι φωτεινές δέσμες που διαχέονται με θερμότητα, αποβλέποντας να παραχαράξουν την μεγάλη συνθήκη του προορισμού. Οι λέξεις είναι ποιήματα σε τιμή ευκαιρίας κρεμασμένα στα περίπτερα των Θεών. Οι λέξεις είναι στροφές στο θάνατο που φέγγουν και αντηχούν σαν εμβατήρια του κόσμου. Οι λέξεις είναι τα κρυστάλλινα σχήματα μιας αειθαλούς ευφυΐας. Οι λέξεις είναι οι δερμάτινες περιπτύξεις του μυαλού. Οι λέξεις είναι οι λιωμένοι αγκώνες μιας απροσάρμοστης άνοιξης. Οι λέξεις είναι η νυκτωδία των αισθήσεων. Οι λέξεις είναι η χρυσόσκονη που σκορπίζουν πίσω τους οι νεράιδες των παραμυθιών. Οι λέξεις είναι το ακατάπαυστο ουρλιαχτό μιας θεωρίας που μεταμορφώνεται. Οι λέξεις είναι οι απαγορευμένες εικόνες των ραντεβού. Οι λέξεις είναι η τρελή προστακτική των θαυμάτων. Οι λέξεις είναι τα ανελέητα μπλουζ της γης. Οι λέξεις είναι η αφοσιωμένη τυπογραφία μιας συμμετρίας που καταρρέει. Οι λέξεις είναι οι καμινάδες της συνείδησης. Οι λέξεις είναι το υπαινικτικό βλέμμα ενός απελπισμένου αντίο. Οι λέξεις είναι οι ανοιγμένες αποσκευές ενός ταξιδιού που αναβλήθηκε. Οι λέξεις είναι η ιδιωτική οδός των εκλεκτών. Οι λέξεις είναι οι γυμναστικές επιδείξεις της φαντασίας. Οι λέξεις είναι η τυφλή συνομωσία της αγάπης. Οι λέξεις είναι τα άστρα που πέφτουν στο χώμα, η άνιση γλώσσα των ερωτευμένων, η φωτιά που ιερουργεί στα μετόπισθεν. Οι λέξεις είναι η μουσική που αφουγκράζεται τον καημό της μοναδικότητας. Οι λέξεις είναι η ανατροπή της γραμματικής. Οι λέξεις είναι ο βυθός του πνεύματος. Οι λέξεις είναι το πνεύμα του βυθού. Οι λέξεις είναι ο βυθός των βυθών. Οι λέξεις είναι αυτό που απομένει


όταν συνεχίζεις και λείπεις


εξαντλητικά


εσύ.


(απόσπασμα από το βιβλίο μου, Οι άλλοι που είμαι, εκδ. Μεταίχμιο, 2007)

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

No tears no fears no ruined years
-JIM MORRISON

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. Άγουστος. Προεκλογικός. Μαζί με τους μετανάστες. Τουλάχιστον αυτοί σε κοιτάζουν στα μάτια. Εικοσιτετράωρα σαν σκοπιά στον Έβρο, έχω έφοδο κάθε πέντε λεπτά. Ψάχνω τα δυο φεγγάρια, έχεις κανένα; Το θερμόμετρο παίζει μια ταινία του Κωνσταντάρα. Τι 30, τι 40, τι 50. Μπερδεύονται τα χρόνια με τους βαθμούς, οι σκιές με τους ανθρώπους, τα αυγά με τα καλάθια. Την έβλεπα πιτσιρικάς στην τηλεόραση και γελούσα. Τώρα την βλέπω στους δρόμους και μου κόβεται η διάθεση. Πατήσια – Νίκαια – Κορυδαλλός – Χαλάνδρι. Στάσεις από απόσταση. Από συνήθεια. Η Κυψέλη δεν αντέχεται. Είναι τα χνάρια μας εκεί. Μια ζωή, δυο ζωές, τρείς. Πόσα ψέματα;
Οι τόποι αλλάζουν, οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. Έχουν κάνει τάμα να μείνουν στάσιμοι. Τους άκουσε η Παναγία. Τους βλέπεις μετά από χρόνια και τους αναγνωρίζεις αμέσως. Το διάστημα που πέρασε δεν τους άλλαξε. Ασχολήθηκαν τόσο πολύ με τον εαυτό τους που βγήκαν εκτός εαυτού. Έκαναν παιδιά, γκρίζα μαλλιά, κοιλίτσες. Τους βλέπω να ανεβαίνουν μια ανηφόρα συνέχεια κι όλο κατρακυλάνε. Κάθε φορά βρίσκονται και πιο κάτω από το σημείο που ξεκίνησαν. Κάθε φορά ξανανεβαίνουν πιο δύσκολα. Και κατρακυλάνε πιο χαμηλά.
Να μη ξεχάσω το Μοσχάτο. Τη γυναίκα της ζωής μου. Θα με περιμένει πάντα να γυρίσω, χωρίς ανταλλάγματα. Με σβηστά φώτα, για να μη με θαμπώνει. Δεν χρειάζεται τέτοια τρικ, γυναικεία. Δεν τα έχει ανάγκη.
Ερωτεύεσαι μια γυναίκα με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Σε λίγο γίνονται όλοι ένας, απελπιστικά βαρετός, απελπιστικά ίδιος. Οι χίλιες και μια νύχτες είναι εντελώς μια. Οι μεγάλοι έρωτες κρύβουν μικρές ζωές. Σαν τα κινέζικα κουτιά, αλλά άδεια. Τους χρειαζόμαστε όσο και τους πολιτικούς. Υπόσχονται αυτά που δεν θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους τόπους. Τους ερωτεύεσαι σιγά σιγά, με μέτρο, η σταθερότητα της σχέσης σας βασίζεται σε πραγματικές εξομολογήσεις.
Έχεις ακούσει ποτέ σου πλατεία να εξομολογείται; Σαν να ακούς την γιαγιά σου να σου διαβάζει τον Μολυβένιο Στρατιώτη. Την θεία σου τη Στέλλα. Δεν υπάρχουν γιαγιάδες, θείες Στέλλες σήμερα. Κι αν υπάρχουν είναι απασχολημένες με τη γειτόνισσα, μιλούν στο κινητό, δεν σου χαϊδεύουν τα μαλλιά γιατί φοβούνται μήπως χαλάσουν τα νύχια τους.
Αττική οδός, έξοδος 12 – κινδύνου. Νιώθω να απομακρύνομαι. Να σηκώνω πανιά για αλλού. Αλαργεύω. Φταίει η εποχή, εγώ, κάποιος άλλος; Όποιος και να φταίει, κανείς δεν πρόκειται να σου πει ότι δεν φταις εσύ που φταις. Κανείς δεν θα σου πει την αλήθεια. Δε συμφέρει, όπως οι αλλοδαποί. Είναι περιττό βάρος.

Αργά στο λιμάνι έχει ακόμα κίνηση. Αναμμένα φουγάρα, χαμός. Κοιτάζω τα φώτα των πλοίων που φεύγουν. Τα αποχαιρετώ. Χαρούμενα πρόσωπα για δέκα μέρες, μπορεί και λιγότερο. Τους υπόλοιπους έντεκα μήνες και είκοσι μέρες κυνηγούν το πλοίο. Τρέχουν και δεν προφταίνουν. Έχουν πάρει λάθος κουλουάρ. Λείπει η προσωπική ενέργεια. Ο σέντερ φορ που θα βάλει το γκολ.
Αύγουστος χωρίς τιρκουάζ νερά, χωρίς άποψη για τις εκλογές, χωρίς λύση για την σωτηρία του περιβάλλοντος. Τα καλοκαίρια όταν τελειώνουν γίνονται καρτ ποστάλ. Κρέμονται στα ψυγεία με μαγνητάκια και μας κοιτάζουν θλιμμένα. Sorry guys, δεν έχω άλλο θέμα. Το φθινόπωρο φέτος ήρθε νωρίς. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο. Να κατεβάσουμε και τα χειμωνιάτικα - αν τα βρούμε. Έτσι που χάλασε το κλίμα όλο και κάπου θα μας χρειαστούν.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 24/08/2007

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007

SORRY ΓΙΑ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

ΣΤΗΝ ΣΙΦΝΟ υπάρχουν δυο σπίτια αφημένα στην κορυφή του βουνού. Με το που μπαίνεις στο λιμάνι, τα βλέπεις. Μοιάζουν με θερινή κατοικία του Θεού, λες και τα απόθεσε εκεί ο Μεγαλοδύναμος για να περνάει τα καλοκαίρια του. Φυσάει πολύ, η άμμος σε μαστιγώνει. Σου καίει τα μάτια. Ένα απόγευμα, στις Καμάρες, απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μου, είδα ένα κόκκινο φόρεμα να περνάει από μπροστά μου. Αφού ολοκλήρωσε την χορογραφία του με υψηλό βαθμό, υποκλίθηκε σεμνά και πήγε και σκάλωσε σ’ ένα κοντάρι κεραίας. Στάθηκε εκεί, οριζόντια, ανάμεσα στο γαλάζιο του ουρανού και τα άσπρα σύννεφα, σχηματίζοντας την γαλλική σημαία. Στο νησί είναι πολλοί Γάλλοι, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην Κορσική. Έχουν ο καθένας από δυο-τρία παιδιά. Η οικογένεια είναι ακόμα ψηλά στην εκτίμησή τους. Παντού ακούς α μπιέν το, κες κι λιά, σε νε πα γκράβ. Δεν είδα πουθενά τον Σαρκοζί, είδα πάντως τον Σημίτη. Καθόταν με την Δάφνη στην παραλία στο Βαθύ, κι έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος κάθετα στο πρόσωπό του, ανάμεσα στις ελιές και στα σημάδια της ηλικίας, διέκρινα καθαρά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της πολιτικής μας ιστορίας. Είχε ύφος θυμωμένου παιδιού, λες και κάποιος του είχε αφαιρέσει ξαφνικά το λόγο.

Απ' το τηλέφωνο μαθαίνω ότι η Ελλάδα συνεχίζει να καίγεται. Εκατόν ογδόντα φωτιές τις τελευταίες τριάντα έξι ώρες, είναι μάλλον παγκόσμιο ρεκόρ. Στάχτη δάση, σπίτια, περιουσίες, ζώα, άνθρωποι. Οι δήμοι λένε ότι φταίνε οι νομαρχίες, οι νομαρχίες ότι φταίει το ΥΠΕΧΩΔΕ, το ΥΠΕΧΩΔΕ ότι φταίει η αντιπολίτευση, ο Γιακουμάτος ότι το πράσινο καίει το πράσινο. Μιλάνε όλοι μαζί την στιγμή που θα έπρεπε να σιωπούν. Κάνω με το μυαλό μου ένα πρόχειρο απολογισμό να δω τι έχει μείνει. Δεν είναι πολλά. Σκέφτομαι την Πάρνηθα, την Πεντέλη, τον Υμηττό, την θερμοκρασία που θα ανέβει, όλα αυτά που λένε κάθε μέρα οι επιστήμονες.


Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να φανταστώ πως θα είμαστε σε είκοσι χρόνια. Τρομάζω και ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι στην Απολλωνία, ευτυχώς εδώ τα μπαρ είναι ψηλά, θα δυσκολευτεί να φτάσει η φωτιά. Στο Κάστρο που με έστειλε ο Χάρης για να δω το ηλιοβασίλεμα, καθόμουν ανάμεσα σε δυο βουνά. Έπρεπε να τρυπήσω το δεξιό για να το δω. Το είπα στον σερβιτόρο. Όταν μας έφερε τον λογαριασμό, μου είπε απολογητικά: Είναι δέκα ευρώ, sorry για το ηλιοβασίλεμα.Η πίσω πλευρά του οικισμού σε στέλνει εξακόσια χρόνια πίσω, η βόλτα είναι εκπληκτική. Περπατάς στο χείλος του γκρεμού, ανάμεσα στα ερείπια του Κάστρου, νομίζεις πως αν γλιστρήσεις, θα σε συγκρατήσει το χέρι κάποιου Ενετού ή Φράγκου. Ένα ζευγάρι μιλάει ψιθυριστά, σέβεται την σιωπή του τοπίου. Θες να μεγαλώσεις πολύ για να μπορέσεις να χωρέσεις όλη την αίσθηση. Το φεγγάρι έχει καρφωθεί στο βουνό, η μισή του άκρη είναι χωμένη στην κορυφή του. Από δω που βρίσκομαι νομίζω ότι βλέπω ένα γάντζο, από αυτούς που είχαν στα χέρια τους οι πειρατές. Μαθαίνω πρώτα να ονειρεύομαι, μετά να ζω· είναι πιο εύκολο. Σχεδιάζω να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα αρχίζει με μια ερώτηση. Για να απαντηθεί θα μεσολαβούν διακόσιες πενήντα σελίδες. Όταν εκδοθεί δεν θα υπάρχουν πια δάση. Ούτε και η απάντηση.

Η τελευταία επαφή που είχα με την επικαιρότητα είναι ότι ο Καστίγιο μάλλον μένει. Η μικρή σκυλίτσα που κατάφερε προσωρινά να βγει ζωντανή από τον εφιάλτη της Πάρνηθας, υπέκυψε χθες στα τραύματά της. Ο Πειραιάς πνίγεται στα σκουπίδια και οι αχινοί εξαφανίστηκαν από τον βυθό της Σαντορίνης. Το ναυάγιο όμως παραμένει ακόμα εκεί.Θα θελα να μην ακούω πια τίποτα, για να μπορέσω να ολοκληρώσω ήσυχα τον κύκλο των σπουδών μου. Τα τελευταία χρόνια όλο μισογραμμένη κόλα παραδίδω. Κι αυτά τα διαγωνίσματα δεν τελειώνουν ποτέ.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 27/07/2007

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΟΥ





Απέναντι σ’ έναν ιογενή κόσμο, η σκέψη οφείλει να γίνει κι αυτή ιογενής, δηλ. ικανή να δημιουργεί συσχετισμούς ή διαχωρισμούς διαφορετικούς από εκείνους της αντικειμενικής κριτικής ή ακόμα και της διαλεκτικής κριτικής. Οφείλει να είναι αγκυροβολημένη σ’ αυτήν την ιογένεια του κόσμου και ταυτόχρονα να είναι ο αντίποδάς της, διαφορετικά δεν υπάρχει ως σκέψη.
- ΖΑΝ ΜΠΟΝΤΡΙΓΙΑΡ


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ από την εμμονή και τον, ως ένα βαθμό, ιδιαζόντως τραυματικό εθισμό του συγγραφέα τους, να δημιουργεί - ενίοτε ως μικρός θεός - μικρά, αυτοδύναμα σύμπαντα, μέσα στα οποία θα ήθελε διακαώς να ζήσει, περιγράφοντας μια πραγματικότητα που δεν συμβαίνει.
Τα δείγματα αυτά της τέχνης του, τα ελευθεριάζοντα κάντος αυτής της εσωτερικής, μη πραγματικής πραγματικότητας, τα αποθέτει, εν καιρώ πολέμου, όταν πέφτει το σκοτάδι και οι δαίμονες του ξεσηκώνονται, σε εδάφη που ουσιαστικά ελέγχονται από τους αναγνώστες ή τους κριτικούς, και είναι ναρκοθετημένα, με κίνδυνο να τραυματιστεί θανάσιμα. Μόνο ένα πράγμα αξίζει να αφηγηθεί: αυτό που δεν υπάρχει – αφού δεν βλέπει κανένα απολύτως λόγο να περιγράψει ή να εξερευνήσει περιοχές που είτε είναι γνωστές, είτε έχουν μελετηθεί επαρκώς από άλλους. Περιγράφοντας τον φανταστικό του κόσμο, τον κάνει πραγματικό, τα όνειρά του αποκτούν ξαφνικά τετραγωνικά, εμβαδόν, συγκεκριμένες διαστάσεις. Η «μεταμόρφωση» του Κάφκα, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα μεταγλώττισης του άρρητου, του ανοίκειου, του ανύπαρκτου – αλλά συγχρόνως πραγματικότερου του πραγματικού. Οι ήρωες του Μπέκετ ή οι μη-ήρωες του, είναι ένα άλλο. Το πολύ καλό περσινό ντεμπούτο της Αγγελικής Στρατηγοπούλου, «Δεν θα ξαναρωτήσω τον μπαμπά» (εκδ. Μελάνι ), επίσης. Το ψεύδος του δημιουργού είναι η αληθινή του αλήθεια, και η ποιότητα της ηθοποιίας του στο έργο της ζωής, έχει να κάνει με την φωτεινότητα της προσωπικής του τέχνης.

Όποτε ο συγγραφέας αναγκάζεται να υποδυθεί απλώς τον εαυτό του – απεκδυόμενος ρόλους, ήρωες ή ιδέες που τον απηχούν, αλλά δεν του ανήκουν – οι πιθανότητες να «επιτύχει» τον στόχο του μειώνονται αισθητά. Αντίθετα, αν τον παρεκτείνει, απλώνοντάς τον μέχρι εκεί που ονειρεύεται, αν τον υπερβεί και η «μεταμόρφωσή» του αυτή επωαστεί και συντελεστεί σε διαφανές περιβάλλον, με υψηλές θερμοκρασίες και την θέληση να χτυπάει την βελόνα στο κόκκινο, τότε το αποτέλεσμα δείχνει διαμετρικά αντίθετο. Αμεσότερο. Ακουμπά το είδος εκείνο της ωριμότητας που επιτρέπουν στον εαυτό τους οι επαναστάτες. Ποιο όμως είναι το μέσον που έχει, η πυξίδα που χρησιμοποιεί, τα ψίχουλα που σκορπίζει στο δρόμο για να θυμάται να ξαναγυρίσει;
Φυσικά, οι λέξεις. Όπως ακριβώς ο χειρούργος οφείλει να ξέρει να χειρουργεί, έτσι και ο συγγραφέας οφείλει να ξέρει να γράφει. Να ιερουργεί με τις λέξεις, να χελιδονίζεται, να επιτρέπει στην ομορφιά να διαρρέει, σαν φήμη που αφήνεται να εξαπλωθεί. Ένα πράγμα που δεν ξέρει ότι δεν ξέρει ο έλληνας συγγραφέας. Η ανακούφιση στην οποίαν προσβλέπει γράφοντας, είναι πρόβλημα του παχέος εντέρου του και όχι της λογοτεχνίας. Καταδικασμένος στην αναζήτηση της πλοκής, «υποχρεώνεται» σε συνεχή copy-paste, προβάλλοντας ιστορίες χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα, χωρίς προσωπικό άρωμα. Λες και αυτό ήταν το στοίχημα. Λες και αυτός ήταν ο τελικός του προορισμός: Να ομιλεί με έπαρση, επί παντός του επιστητού, θεωρώντας ότι ο κόσμος είναι απαραίτητο να γνωρίζει την άποψή του για το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή τις τελευταίες προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. Να ομιλεί γενικώς.

Η περιοχή της λογοτεχνίας θα έπρεπε να είναι προστατευόμενος χώρος και όχι διατηρητέο ερείπιο που απειλεί να καταρρεύσει μπροστά στα αδιάφορα μάτια του Υπουργείου Πολιτισμού, του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, του Συλλόγου Εκδοτών Ελλάδας, των αρμόδιων πολιτιστικών φορέων, των κριτικών επιτροπών, των κρατικών βραβείων, του ειδικού Τύπου, των μαυσωλείων του πνεύματος που σχετίζονται, έμμεσα ή άμεσα, με τον χώρο και ζουν απ’ αυτόν. Το μικρόβιο του «πολιτισμού» πρέπει κάπως να ταυτοποιηθεί, να μελετηθούν προσεκτικά οι παρενέργειές του, να εντοπιστούν οι ευαίσθητες πληθυσμιακά ομάδες, να απομονωθούν τα «αλλεργικού» τύπου περιστατικά. Πρέπει να ξέρουμε επιτέλους ποιοι το έχουν και ποιοι δεν το έχουν.
Δεν μπορεί σήμερα, να διαθέτουμε περισσότερους συγγραφείς και ποιητές, απ’ ότι δημόσιους λειτουργούς ή οικονομικούς μετανάστες, και οι αναφορές μας να συνεχίζουν να είναι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, που ειρήσθω εν παρόδω, δεν καταφέραμε να μελετήσουμε – αλλά γι αυτό υπάρχουν οι ξένοι. Ούτε μπορεί να ανακαλύπτουμε τώρα το μυθιστόρημα, σαράντα χρόνια από το θάνατό του, λες και ανακαλύψαμε την πυρίτιδα, αισθανόμενοι ότι έχουμε επιτελέσει το χρέος μας απέναντι στην λογοτεχνία.

Ο ήχος και η εικόνα των λέξεων είναι πιο σημαντικά απ’ την υπόθεση που περιγράφουν. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους.

Πως, δεν ξέρω. Αν το ήξερα, θα το έγραφα.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ metro, 06/07/2007

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ




Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώa. Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω.
- ΚΑΡΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΜΙΝΓΚΕΣ


ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του Αργεντινού συγγραφέα Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες
( 1955 ), «Το χάρτινο σπίτι», που κυκλοφόρησε πριν οκτώ περίπου μήνες από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου, θίγει με τρόπο εξαιρετικά τρυφερό ένα μεγάλο ζήτημα: αυτό της προέλευσης των βιβλίων, της καταγωγής τους, του κατά πόσον αυτά είναι ικανά να συνυπάρξουν μαζί μας, αλλάζοντας το πεπρωμένο μας. Είναι τα βιβλία ζωντανοί οργανισμοί που αναστατώνουν τις προσωπικότητές μας και μας συμπεριφέρονται με μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, τόσο απρόβλεπτων, που μπορούν να μας «επιβάλλουν» να τους αφιερώσουμε τη ζωή μας ολόκληρη; Κάτι περισσότερο, απαντά ο Ντομίνγκες, αφού τα θεωρεί ανώτατη μορφή ζωικού οργανισμού, που αξίζει και πρέπει να προστατευθεί.
«Κάποτε σκεφτόμουν να φτιάξω μια εσωτερική σκάλα για να επικοινωνούν τα δυο διαμερίσματα, αλλά κατάλαβα εγκαίρως ότι δεν έπρεπε να μολύνω τα βιβλία με τη ζωή του σπιτιού. Όπως και να το κάνεις, λερώνονται» λέει ο αφηγητής του, που προσπαθεί εναγωνίως να τα ταξινομήσει σε μεγάλες τζαμωτές βιβλιοθήκες εκτός του χώρου που ζει, για να μην εκτίθενται στον κίνδυνο του ανθρώπινου ιού.

Αυτή η παράξενα αλεξίσφαιρη κοινωνία των βιβλίων, αυτή η μεγάλη πολιτεία που βασίζεται στην αρμονία και τον εσωτερικό ρυθμό, έχει τους χρυσούς κανόνες της. Απαιτεί τον μέγιστο βαθμό αγάπης και λειτουργεί ως εξαιρετικό αντίβαρο της εγκόσμιας παρουσίας μας στον ακήρυχτο πόλεμο με τους «άλλους» που είμαστε. Πώς οργανώνει άραγε κανείς ένα τέτοιο «χάρτινο» καταφύγιο, πώς θεσπίζει τους τελετουργικούς νόμους του, πώς επιτυγχάνει την αέναη πρόσβαση στα έγκατα της σοφίας του; Ένα φετίχ χωρίς φετίχ, μια ορχήστρα δωματίου εκκωφαντικών, πάντως, ντεσιμπέλ που ουρλιάζουν στα αυτιά μας αγαπημένες σελίδες, προελαύνει καθημερινά στους χώρους μας, σαρώνοντας όλο και περισσότερα αξιοποιήσιμα τετραγωνικά, εξωθώντας μας μακριά, εκεί όπου ο μοναδικός ορίζοντας περικλείεται από κομψές βιβλιοδεσίες, γερές ράχες, πυκνούς τίτλους και εκλεπτυσμένες ιστορίες, που φτάνουν και περισσεύουν για να ζήσουμε ό, τι δεν θα ζούσαμε ούτε σε εκατό ζωές, αποφεύγοντας τον «πόνο» και την «πλαστικότητα» του ανθρώπινου τρόπου.

Ωστόσο το αβάσταχτο άχθος του χώρου που θα καταλάβει τελικά αυτό το καινούργιο «χάρτινο» βασίλειο, θα αποτελεί πάντα ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ακόμα κι αν τον βρούμε, πώς θα ταξινομήσουμε τόσες χιλιάδες τίτλους, και κυρίως, ποιά βάση δεδομένων θα χρησιμοποιήσουμε για να αντλούμε απρόσκοπτα τις πληροφορίες μας; Θα είναι μια αλφαβητική ταξινόμηση, μια χρονολογική, μια ειδολογική, μια γεωγραφική, ή θα βασίζεται κυρίως σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές – θα τοποθετούσαμε π.χ. στο ίδιο ράφι δυο συγγραφείς τσακωμένους, όπως τον Μπόρχες με τον Λόρκα; Θα βάζαμε ποτέ δίπλα στον Φλομπέρ και τον Προυστ ένα εγχειρίδιο για την ιστορία του καφέ;
Εκτός κι αν αποφασίσουμε – όπως ο ήρωας του Ντομίνγκες – να κάνουμε τα βιβλία σπίτι μας, χρησιμοποιώντας για τούβλα, τόμους του Κόνραντ, του Κορτάσαρ, του Χέμινγουεη και του Καμύ, για παράθυρα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον και για πόρτες τους προσωκρατικούς ή τον Σαίξπηρ. Χωρίς τσιμέντο ενδιάμεσα, για να εναλλάσσουμε τις πλευρές τους.
«Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα», λέει στην αρχή του βιβλίου του ο Ντομίνγκες, για το θανατηφόρο ατύχημα που είχε η ηρωίδα του Μπλούμα Λέννον από χτύπημα διερχόμενου αυτοκινήτου. Ήταν βυθισμένη στην ανάγνωση ενός ποιήματος.

Τα βιβλία δεν σκοτώνουν. Είναι οι αναμνήσεις μας, οι φωτογραφίες της ζωής μας. Τα κόμιξ της ωριμότητας που προσπέρασε. Εκτελούν επικίνδυνες αποστολές μέσα μας, μας βάζουν σε περιπέτειες, χωρίζουν τον χρόνο σε ημίχρονα. Κάνουν το παιχνίδι συναρπαστικό.

Μπορούμε να τα αγαπάμε γι αυτό που μας δίνουν. Και να τα σεβόμαστε γι αυτό που είναι.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 02/04/2007

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2007

ΕΚΔΟΤΕΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΑ


ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΠΙΑ ΣΕ ΠΛΑΚΕΣ, αλλά σε σελίδες που καταλήγουν σε τυπογραφεία, επειδή τα βιβλία υπάρχουν σήμερα κυρίως ως νόθα παιδιά του ερωτικού τριγώνου εκδότες – συγγραφείς – κριτικοί, που οδηγείται, όπως όλα τα ερωτικά τρίγωνα, σε αδιέξοδο, επειδή ό, τι διαμεσολαβείται χάνει σημαντικό μέρος της καθαρότητάς του, αφαλατώνεται και παίρνει την θέση που του προορίζουν σε ένα ακίνδυνο ράφι, επειδή κάθε ανταπόκριση στην καλλιτεχνική δημιουργία είναι υπονομευμένη και προϊόν εξαπάτησης, επειδή η πορεία και ο δημιουργικός κύκλος ενός βιβλίου εξαρτώνται από ένα σωρό παράγοντες, εκτός της ίδιας του της αξίας, επειδή ό, τι γράφεται στον τύπο είναι χαλκευμένο τουλάχιστον κατά το ήμισυ από τις προσωπικές σχέσεις, επειδή τα λογοτεχνικά περιοδικά και τα ένθετα εξελίσσονται όλο και περισσότερο σε κλειστές φατρίες που μοιράζουν το ίδιο βαρετό πιάτο στα ίδια βαρετά πρόσωπα κάθε χρόνο, επειδή όποιος θέλει σήμερα δηλώνει εκδότης, συγγραφέας, κριτικός και η μπάλα χάνεται κάπου στη μέση με τις γνωστές τερατογεννήσεις, επειδή οι φορείς που οδηγούν το λεωφορείο έχουν τόση σχέση με τον πολιτισμό όση εγώ με το φεμινιστικό κίνημα, επειδή κανείς δεν έχει καταλάβει πως αποφασίζονται οι χορηγίες, επειδή καλά είναι τα βιβλία, αλλά να βγάλουμε και κανα φράγκο, επειδή η αρπαχτή βασιλεύει, επειδή δεν γνωρίζουμε πως απονέμονται τα κρατικά βραβεία, πως επιλέγονται αυτοί που στελεχώνουν τις κριτικές επιτροπές, πως αποφασίζονται οι υποψηφιότητες, επειδή όλα είναι θολά και λείπει οξυγόνο, επειδή οι γενιές και οι ομάδες ευνοούν το διαίρει και βασίλευε, επειδή ο ένας βλογάει τα γένια του άλλου και είναι όλοι σπανοί, σε μια αλλοπρόσαλλη σχέση που βασίζεται στην ανταποδοτικότητα – κοινώς αλλαξοκωλιά –, επειδή στο τσίρκο αυτό οι κλόουν που παραμένουν έχουν μάθει να εκτελούν λάθος το νούμερό τους λόγω του γνωστού φόβου, όποιος φεύγει απ’ το μαντρί τον τρώει ο λύκος, επειδή μόνο λύκοι έμειναν τελικά και σε λίγο θα αρχίσουν να τρώγονται κι αυτοί μεταξύ τους, επειδή το ταξίδι των λέξεων από ενδιαφέρουσα περιπλάνηση τείνει να καταλήξει Τιτανικός που βυθίζονται οι άξιοι και επιπλέουν οι φελλοί, επειδή ο σνομπισμός, η ημιμάθεια και το φαίνεσθαι συγκροτούν αναγκαία και ικανή συνθήκη ισότιμης συμμετοχής στην πολιτισμική κολυμπήθρα που κατασκευάζουν οι μηχανισμοί για να αυτοπροστατεύονται, επειδή τα κείμενα είναι λίγο σοβαρότερη υπόθεση από το αρχή – μέση – τέλος και κανείς δεν δείχνει να το καταλαβαίνει, επειδή οι αναγνώστες μπερδεύονται και οι εκδότες μπερδεύουν, επειδή στις διάφορες εκδηλώσεις διάφοροι περιφέρουν τις φάτσες τους αντί να στήνουν τα αυτιά τους, επειδή τα φώτα σε λίγο θα σβήσουν και θα βρεθούμε ενώπιος ενωπίω, στο «μόνον της ζωής μας ταξίδιον», γυμνοί, με ένα κεφάλι γεμάτο άχρηστο υλικό για την επόμενη ανακύκλωση, επειδή κουράστηκαν πια οι ιστορίες να ιστορούνται, τα λόγια να λέγονται και η σιωπή να διασώζει, επειδή εδώ είναι Βαλκάνια και αριθμούνται περισσότεροι ποιητές από υπαλλήλους και περισσότεροι εκδότες από ενεργούς αναγνώστες, επειδή οι ποιητές είναι πολλές φορές υπάλληλοι και οι εκδότες δεν είναι ποτέ αναγνώστες, επειδή αυτό εδώ δεν είναι ένα σοβαρό κείμενο αλλά λυπάμαι, δεν έχω άλλο, επειδή καμιά φορά χάνω την υπομονή μου αλλά ξαναβρίσκω την παιδικότητά μου, επειδή η γραφή είναι σαμποτάζ, βόμβα, κυνηγητό σε σκοτεινούς δρόμους, επειδή μετά λίγη ντροπή δεν περίσσεψε, επειδή όλα αυτά και πολλά ακόμα μαζί,

λέω να κρατήσουμε σήμερα μιας εβδομάδας σιγή για τους ερωτευμένους με το βιβλίο, αυτούς τους λίγους γραφικούς και μοναχικούς καβαλάρηδες του χώρου που ακόμα πιστεύουν στην τρομοκρατία των λέξεων.

Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ metro, 12/02/2007