(η ομιλία του Γιώργου Μπλάνα στην παρουσίαση του βιβλίου ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ στο βιβλιοπωλείο ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΡΑΗΣ στις 2.2.2006)
Καλησπέρα σας
«Έχουμε φτάσει σ' ένα σημείο της νεωτερικότητας που είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε ανυποψίαστα την ιδέα ενός έργου μυθοπλασίας. Τα έργα μας είναι πλέον έργα γλώσσας. Η μυθοπλασία μπορεί να προσπεράσει, να μείνει στο πλάι, να είναι έμμεσα παρούσα. Ίσως δεν θα γράψω ποτέ ένα «μυθιστόρημα», δηλαδή μια ιστορία προικισμένη με χαρακτήρες και με χρόνο. Αυτό πού θέλω, είναι να δοκιμάσω μυθιστορηματικές μορφές, οι όποιες θα διατηρούν τον δοκιμιακό χαρακτήρα τους κι αν είναι δυνατόν θα ανανεώνουν την ίδια την έννοια του δοκιμίου, χωρίς καμιά να μπορεί να θεωρηθεί «μυθιστόρημα».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Ρολάν Μπαρτ, την πιο προικισμένη πένα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα στην Γαλλία, τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να γράψει κλασικό μυθιστόρημα, στεκόμενος στο ύψος ενός Μπαλζάκ. Κι όμως δεν έγραψε. Προτίμησε να μην διαχειριστεί απλά αυτό που υπήρχε, αλλά να ονειρευτεί αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, το μόνο πράγμα που μας ανήκει ολοκληρωτικά είναι οι επιθυμίες μας, οι επιδιώξεις μας — άσχετα από την επίτευξή τους— τα όνειρά μας, άσχετα από την πραγματοποίησή τους. Όποιος διαθέτει στοιχειώδη αίσθηση της λογικής, είναι υποχρεωμένος να παραδεχθεί πως ζούμε τις ζωές μας σαν ζωές άλλων. Αναπολούμε στιγμές που ζήσαμε, στιγμές που δεν εκτιμήσαμε αρκετά όταν τις ζούσαμε, και ονειροπολούμε μελλοντικές στιγμές, που ίσως δεν ζήσουμε ποτέ, αλλά κι αν τις ζήσουμε θα είναι πάντα άλλες.
Συνεπώς, αυτός που θα ήθελε σήμερα να γράψει ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό, ένα μυθιστόρημα που θα εξιστορεί σε πραγματικό χρόνο τις περιπέτειες πραγματικών χαρακτήρων, πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο εκδοχές του πραγματικού.
Η μία εκδοχή έχει σχέση με αυτό που συμβαίνει στο σώμα μας ως κοινωνικό εργαλείο. Η άλλη εκδοχή έχει σχέση με το σώμα και την ψυχή μας ως ιδιοκτησίες μας. Το σώμα μας ως κοινωνικό εργαλείο σπάνια αποδεχόμαστε πως μας αφορά. Η ψυχή μας και το σώμα μας ως ιδιοκτησίες μας είναι πάντα αλλού.
Το μυθιστόρημα που επιλέγει την πρώτη εκδοχή της πραγματικότητας, το γνωρίζουμε. Είναι ένα μυθιστόρημα εντελώς πλαστό. Ο χρόνος και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι καρικατούρες μιας κοινωνικής πραγματικότητας που λίγο ως πολύ την θεωρούμε ξένη προς εμάς.
Το μυθιστόρημα που επιλέγει την δεύτερη εκδοχή της πραγματικότητας, την εσωτερική πραγματικότητα, δηλαδή, σπάνια το βλέπουμε, γιατί σπάνια κάποιος αποφασίζει να δώσει την μάχη της λογοτεχνίας, να παλέψει με τα φαντάσματα, τα πιο πραγματικά όντα στον κόσμο μας.
«Ο συγγραφέας είναι συλλέκτης φαντασμάτων. Μαζεύει αυτά που τον απασχολούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, που τον καταδιώκουν τόσο, ώστε να προσπαθήσει νατους δώσει πραγματική υπόσταση ή να τα αποτελειώσει. Η εξουσία του αφορά όντα που δεν υπάρχουν πραγματικά. Τα φαντάσματα κατοικούν μέσα του, ζουν στη σκιά του, τρέφονται απ’ το πνεύμα του. Αν τα σκοτώσει θα επανέλθουν με άλλη μορφή, αν αποφασίσει να τα διαμορφώσει, προβιβάζοντάς τα σε ενεργά, κινδυνεύει να τον σκοτώσουν αυτά».
Τα λόγια αυτά μπορείτε να τα συναντήσετε στο καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, και είναι βέβαιο πως περιγράφουν με την μέγιστη δυνατή ακρίβεια την αφηγηματική τακτική που ακολουθεί.
Για να είμαι ειλικρινής, το συγγραφέα τον γνώρισα πριν από λίγες μέρες, αλλά πιστεύω πως αυτό που κάνει καλύπτει μια χαρά την επιθυμία του Ρολάν Μπαρτ για μια μυθιστορηματική μορφή, η όποια θα διατηρεί τον «δοκιμιακό» χαρακτήρα (κι αν είναι δυνατόν θα ανανεώνει την ίδια την έννοια του δοκιμίου), χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί «μυθιστόρημα».
Το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» δεν μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα, ούτε νουβέλα, ούτε διήγημα, ούτε αφήγημα, σπονδυλωτό ή όχι.
Ασφαλώς αφηγείται. Αλλά στέκεται με απόλυτη ειλικρίνεια απέναντι στην ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης.
Κάποτε οι άνθρωποι έλεγαν μιαν ιστορία με αρχή μέση και τέλος, φροντίζοντας να μιμηθούν το μάτι ενός φανταστικού θεατή. Αυτό που κάνει σήμερα η κάμερα. Κάπου κάπου σχολίαζαν τις πράξεις των ηρώων, καλύπτοντας την σκοτεινή πλευρά της δράσης: το μέσα του ήρωα.
Όσο περνούσε ο καιρός, αυτά τα σχόλια γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, ώσπου η δράση δεν ήταν παρά μια αφορμή για το μυθιστόρημα. Οι μυθιστοριογράφοι έκαναν ψυχολογία, αυτό που κάνουν σήμερα οι συγγραφείς βιβλίων ψυχικής υποστήριξης.
Τι έμεινε λοιπόν στο μυθιστόρημα; Μια άδεια φόρμα, ένα σακί, που πλήθος επαγγελματιών γεμίζουν καθημερινά με παραφράσεις τηλεοπτικών σειρών.
Και η λογοτεχνία; Οι λέξεις; Πώς μπορεί κανείς να αφηγηθεί με λέξεις μια ιστορία, σήμερα; Προσέξτε, μιλώ για λέξεις, όχι για σήματα που θα καθοδηγήσουν τον ενδεχόμενο σεναριογράφο ή θα αναπαριστούν τα γραφόμενα στο μυαλό του αναγνώστη σαν να έβλεπε ένα σίριαλ.
Όταν καταπιάνεσαι λοιπόν με τις λέξεις, και θέλεις να κάνεις στον αναγνώστη αυτό που μόνο οι λέξεις μπορούν να του κάνουν, είσαι υποχρεωμένος να πας μέχρι το τέλος των συνεπειών.
Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες, μπορούμε να το δούμε πεντακάθαρα στο «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα». Αυτό που μας αφηγείται είναι μια απλή ερωτική ιστορία. Αλλά μια απλή ερωτική ιστορία αφηγείται σχεδόν πάντα τον τρόπο με τον οποίο ερωτεύεται ένας άνθρωπος, και ο τρόπος με τον οποίο ερωτεύεται ένας άνθρωπος αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο του ανήκει το σώμα του και η ψυχή του.
Πλην όμως ο τρόπος με τον οποίο του ανήκει το σώμα του και η ψυχή του αφηγείται την ιστορία των επιθυμιών που επένδυσε στο περιβάλλον του, τις επιτεύξεις και τις ακυρώσεις.
Η ζωή μπορεί να είναι πολύ απλή. Λες ένα «Σ’ αγαπώ» και δέχεσαι τις συνέπειες. Αν θέλεις όμως να αφηγηθείς ένα «Σ’ αγαπώ», το να περιγράψεις με τυπικό τρόπο την σκηνή δεν λέει ούτε καν «Σ’ αγαπώ».
Για να αφηγηθείς ένα «Σ’ αγαπώ» πρέπει να καταθέσεις λέξεις που θα λένε την ιστορία αυτής της κουβέντας — ξεχωριστή για κάθε άνθρωπο. Δηλαδή να καταθέσεις την ιστορία αυτού του ανθρώπου, το φάντασμα που προσπάθησε να εξευμενίσει, και το εξαγρίωσε, δίνοντάς του μιαν άλλη μορφή.
Χρειάζεσαι ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, διαλόγους, ημερολογιακές σημειώσεις, ό,τι μπορείς να βρεις για να ενορχηστρώσεις ένα λογοτεχνικό κείμενο, που θα απαλύνει την πληγή της γραφής.
Γιατί όπου υπάρχει γραφή —όχι γράψιμο— υπάρχει μια πληγή, που θέλει ή ευελπιστεί πως θα κλείσει. Ποια είναι αυτή η πληγή;
Αυτό πια θα το νοιώσετε, διαβάζοντας το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα».
Σας ευχαριστώ
Γιώργος Μπλάνας
Καλησπέρα σας
«Έχουμε φτάσει σ' ένα σημείο της νεωτερικότητας που είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε ανυποψίαστα την ιδέα ενός έργου μυθοπλασίας. Τα έργα μας είναι πλέον έργα γλώσσας. Η μυθοπλασία μπορεί να προσπεράσει, να μείνει στο πλάι, να είναι έμμεσα παρούσα. Ίσως δεν θα γράψω ποτέ ένα «μυθιστόρημα», δηλαδή μια ιστορία προικισμένη με χαρακτήρες και με χρόνο. Αυτό πού θέλω, είναι να δοκιμάσω μυθιστορηματικές μορφές, οι όποιες θα διατηρούν τον δοκιμιακό χαρακτήρα τους κι αν είναι δυνατόν θα ανανεώνουν την ίδια την έννοια του δοκιμίου, χωρίς καμιά να μπορεί να θεωρηθεί «μυθιστόρημα».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Ρολάν Μπαρτ, την πιο προικισμένη πένα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα στην Γαλλία, τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να γράψει κλασικό μυθιστόρημα, στεκόμενος στο ύψος ενός Μπαλζάκ. Κι όμως δεν έγραψε. Προτίμησε να μην διαχειριστεί απλά αυτό που υπήρχε, αλλά να ονειρευτεί αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, το μόνο πράγμα που μας ανήκει ολοκληρωτικά είναι οι επιθυμίες μας, οι επιδιώξεις μας — άσχετα από την επίτευξή τους— τα όνειρά μας, άσχετα από την πραγματοποίησή τους. Όποιος διαθέτει στοιχειώδη αίσθηση της λογικής, είναι υποχρεωμένος να παραδεχθεί πως ζούμε τις ζωές μας σαν ζωές άλλων. Αναπολούμε στιγμές που ζήσαμε, στιγμές που δεν εκτιμήσαμε αρκετά όταν τις ζούσαμε, και ονειροπολούμε μελλοντικές στιγμές, που ίσως δεν ζήσουμε ποτέ, αλλά κι αν τις ζήσουμε θα είναι πάντα άλλες.
Συνεπώς, αυτός που θα ήθελε σήμερα να γράψει ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό, ένα μυθιστόρημα που θα εξιστορεί σε πραγματικό χρόνο τις περιπέτειες πραγματικών χαρακτήρων, πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο εκδοχές του πραγματικού.
Η μία εκδοχή έχει σχέση με αυτό που συμβαίνει στο σώμα μας ως κοινωνικό εργαλείο. Η άλλη εκδοχή έχει σχέση με το σώμα και την ψυχή μας ως ιδιοκτησίες μας. Το σώμα μας ως κοινωνικό εργαλείο σπάνια αποδεχόμαστε πως μας αφορά. Η ψυχή μας και το σώμα μας ως ιδιοκτησίες μας είναι πάντα αλλού.
Το μυθιστόρημα που επιλέγει την πρώτη εκδοχή της πραγματικότητας, το γνωρίζουμε. Είναι ένα μυθιστόρημα εντελώς πλαστό. Ο χρόνος και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι καρικατούρες μιας κοινωνικής πραγματικότητας που λίγο ως πολύ την θεωρούμε ξένη προς εμάς.
Το μυθιστόρημα που επιλέγει την δεύτερη εκδοχή της πραγματικότητας, την εσωτερική πραγματικότητα, δηλαδή, σπάνια το βλέπουμε, γιατί σπάνια κάποιος αποφασίζει να δώσει την μάχη της λογοτεχνίας, να παλέψει με τα φαντάσματα, τα πιο πραγματικά όντα στον κόσμο μας.
«Ο συγγραφέας είναι συλλέκτης φαντασμάτων. Μαζεύει αυτά που τον απασχολούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, που τον καταδιώκουν τόσο, ώστε να προσπαθήσει νατους δώσει πραγματική υπόσταση ή να τα αποτελειώσει. Η εξουσία του αφορά όντα που δεν υπάρχουν πραγματικά. Τα φαντάσματα κατοικούν μέσα του, ζουν στη σκιά του, τρέφονται απ’ το πνεύμα του. Αν τα σκοτώσει θα επανέλθουν με άλλη μορφή, αν αποφασίσει να τα διαμορφώσει, προβιβάζοντάς τα σε ενεργά, κινδυνεύει να τον σκοτώσουν αυτά».
Τα λόγια αυτά μπορείτε να τα συναντήσετε στο καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, και είναι βέβαιο πως περιγράφουν με την μέγιστη δυνατή ακρίβεια την αφηγηματική τακτική που ακολουθεί.
Για να είμαι ειλικρινής, το συγγραφέα τον γνώρισα πριν από λίγες μέρες, αλλά πιστεύω πως αυτό που κάνει καλύπτει μια χαρά την επιθυμία του Ρολάν Μπαρτ για μια μυθιστορηματική μορφή, η όποια θα διατηρεί τον «δοκιμιακό» χαρακτήρα (κι αν είναι δυνατόν θα ανανεώνει την ίδια την έννοια του δοκιμίου), χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί «μυθιστόρημα».
Το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» δεν μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα, ούτε νουβέλα, ούτε διήγημα, ούτε αφήγημα, σπονδυλωτό ή όχι.
Ασφαλώς αφηγείται. Αλλά στέκεται με απόλυτη ειλικρίνεια απέναντι στην ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης.
Κάποτε οι άνθρωποι έλεγαν μιαν ιστορία με αρχή μέση και τέλος, φροντίζοντας να μιμηθούν το μάτι ενός φανταστικού θεατή. Αυτό που κάνει σήμερα η κάμερα. Κάπου κάπου σχολίαζαν τις πράξεις των ηρώων, καλύπτοντας την σκοτεινή πλευρά της δράσης: το μέσα του ήρωα.
Όσο περνούσε ο καιρός, αυτά τα σχόλια γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, ώσπου η δράση δεν ήταν παρά μια αφορμή για το μυθιστόρημα. Οι μυθιστοριογράφοι έκαναν ψυχολογία, αυτό που κάνουν σήμερα οι συγγραφείς βιβλίων ψυχικής υποστήριξης.
Τι έμεινε λοιπόν στο μυθιστόρημα; Μια άδεια φόρμα, ένα σακί, που πλήθος επαγγελματιών γεμίζουν καθημερινά με παραφράσεις τηλεοπτικών σειρών.
Και η λογοτεχνία; Οι λέξεις; Πώς μπορεί κανείς να αφηγηθεί με λέξεις μια ιστορία, σήμερα; Προσέξτε, μιλώ για λέξεις, όχι για σήματα που θα καθοδηγήσουν τον ενδεχόμενο σεναριογράφο ή θα αναπαριστούν τα γραφόμενα στο μυαλό του αναγνώστη σαν να έβλεπε ένα σίριαλ.
Όταν καταπιάνεσαι λοιπόν με τις λέξεις, και θέλεις να κάνεις στον αναγνώστη αυτό που μόνο οι λέξεις μπορούν να του κάνουν, είσαι υποχρεωμένος να πας μέχρι το τέλος των συνεπειών.
Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες, μπορούμε να το δούμε πεντακάθαρα στο «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα». Αυτό που μας αφηγείται είναι μια απλή ερωτική ιστορία. Αλλά μια απλή ερωτική ιστορία αφηγείται σχεδόν πάντα τον τρόπο με τον οποίο ερωτεύεται ένας άνθρωπος, και ο τρόπος με τον οποίο ερωτεύεται ένας άνθρωπος αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο του ανήκει το σώμα του και η ψυχή του.
Πλην όμως ο τρόπος με τον οποίο του ανήκει το σώμα του και η ψυχή του αφηγείται την ιστορία των επιθυμιών που επένδυσε στο περιβάλλον του, τις επιτεύξεις και τις ακυρώσεις.
Η ζωή μπορεί να είναι πολύ απλή. Λες ένα «Σ’ αγαπώ» και δέχεσαι τις συνέπειες. Αν θέλεις όμως να αφηγηθείς ένα «Σ’ αγαπώ», το να περιγράψεις με τυπικό τρόπο την σκηνή δεν λέει ούτε καν «Σ’ αγαπώ».
Για να αφηγηθείς ένα «Σ’ αγαπώ» πρέπει να καταθέσεις λέξεις που θα λένε την ιστορία αυτής της κουβέντας — ξεχωριστή για κάθε άνθρωπο. Δηλαδή να καταθέσεις την ιστορία αυτού του ανθρώπου, το φάντασμα που προσπάθησε να εξευμενίσει, και το εξαγρίωσε, δίνοντάς του μιαν άλλη μορφή.
Χρειάζεσαι ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, διαλόγους, ημερολογιακές σημειώσεις, ό,τι μπορείς να βρεις για να ενορχηστρώσεις ένα λογοτεχνικό κείμενο, που θα απαλύνει την πληγή της γραφής.
Γιατί όπου υπάρχει γραφή —όχι γράψιμο— υπάρχει μια πληγή, που θέλει ή ευελπιστεί πως θα κλείσει. Ποια είναι αυτή η πληγή;
Αυτό πια θα το νοιώσετε, διαβάζοντας το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα».
Σας ευχαριστώ
Γιώργος Μπλάνας