στην Παναγιώτα (παρόλα αυτά)
Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΖΩ τα Σαββατοκύριακα αδειάζει. Κάποιοι θεοί του Ολύμπου μεταμφιεσμένοι σε πλοία εξπρές μεταφέρουν στις πλάτες τους τούς κατοίκους της που θέλουν να αποδράσουν. Τους αποθέτουν σε βράχια σπαρμένα στην μέση του Αιγαίου που ονομάζονται νησιά. «Το πλοίο σε λίγο θα προσεγγίσει το λιμάνι της Σερίφου, παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να ετοιμάζονται για την αποβίβασή τους».
Αλλαγή πορείας με ναυτικά μίλια, με άδεια πακέτα τσιγάρων, με άδεια βλέμματα. Οι διακοπές είναι αδιάκοπες επιθυμίες, παραλίες τόσο έρημες που μπορεί και να αρρωστήσουν από μοναξιά. Δυτικές Κυκλάδες, rooms to let και ζεστά ρακόμελα. Πατημένοι σκορπιοί. Γιαούρτια με μέλι και παγωμένες σοκολατόπιτες. Ο χωματόδρομος δεξιά, υπόσχεση για ερημική παραλία. Η ρόδα σπινάρει, ακολουθεί τα σημάδια του τρακτέρ. Μ’ αγαπάς; Όλοι λένε σ’ αγαπώ. Μα, αυτό δεν είναι απάντηση, είναι ταινία του Γούντι Άλλεν.
Σπηλιές με τιρκουάζ νερά τρυπάνε από παντού τη Μήλο. Το ζευγάρι στον Παπάφραγκα φιλήθηκε τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος βυθιζόταν στην θάλασσα Η μοναχική τέχνη της φύσης ξαπλώνει τεμπέλικα στο Κλέφτικο. Τρομοκρατία της ομορφιάς. Άγιοι κατέλαβαν τις παραλίες που παλιά λυμαίνονταν οι πειρατές και τους έδωσαν τα ονόματά τους. Για να τους θυμούνται. Ρομαντικές βόλτες στη χώρα, σε στενά δρομάκια που στρίβουν και χάνονται στο κενό σαν μικροσκοπικά φίδια. Ένα μεγάλο πηγάδι, φρουρός του χθες, εκκλησάκια στο γκρεμό.
Μπερδεύομαι, βαδίζω συνεχώς σε διαφορετικούς δρόμους και καταλήγω στο ίδιο σημείο. Λαβύρινθος, αναζητώ τον Θησέα. Από ψηλά τα σπίτια στο λιμάνι μοιάζουν με βρεγμένα σπιρτόκουτα. Μικρά μπαρ ξεφυτρώνουν από την πιο απίθανη γωνιά, πρώην σιδηρουργεία, πρώην μανάβικα που τους πρόσθεσαν φώτα, σκάλες και μουσικές και γέμισαν κόσμο, μπαλκόνια που κρέμονται απ’ το κεφάλι σου, άνθρωποι πολύχρωμοι που συζητούν δυνατά, ερωτεύονται, χαμογελούν, κλαίνε, καπνίζουν, φτιάχνουν πύργους από μπουκάλια μπύρας. Μυρίζει αγιόκλημα. Πότε ξημερώνει εδώ;
Ψάχνω χάρτες, προορισμούς, αποβάθρες. To hear the jazz go down. Χρειάζομαι μέρες για να διακόψω από τον εαυτό μου ή απ’ τον κόσμο; Ξαφνική βροχή στην Αχιβαδολίμνη. Θα σ’ αγαπάω κάθε μέρα. Όνειρα που γεννιούνται, μεγαλώνουν, ισορροπούν λίγο πριν τη διάψευση, λίγο πριν τα καταργήσει ο ήλιος. Εξαιτίας του ήλιου συμβαίνουν όλα. Όνειρα από θυμάρι και αλμυρίκια. Όνειρα από αχάτη, λευκή άμμο και βασιλικό. Συνομωσία του άσπρου και του γαλάζιου στην άκρη του γιαλού, στην άκρη του κόσμου. Κλειστά μάτια, κλειστά κινητά. Για αποσυμπίεση. Διακριτική απομόνωση με την άδεια της Τelestet.
Στο Καρνάγιο η μπύρα 6 ευρώ. Ιδιωτικά φεγγάρια. Αλάτι ανακατεμένο με αντηλιακό, μια επιθυμία για περιπέτεια που δεν έρχεται. Ιδρώτας, δίψα, οι αναμνήσεις καίνε. Κουβαλάνε στην πλάτη τους τα χρόνια. Αυτός ο ήλιος δεν θα σταματήσει ποτέ;
Ομελέτες με ανανά, Portioli, ο καλύτερος καφές του κόσμου. Οι φραπέδες καθυστέρησαν φέτος, φταίει η αντιβίωση. Γνωρίζω ανθρώπους που δεν θα ξαναδώ. Είναι οι αγαπημένοι μου, ο φόβος του άγνωστου τους κάνει ευγενικούς. Καμιά φορά και ευχάριστους. Η μυθολογία του νησιού προτρέπει σε συναντήσεις. Ούτως ή άλλως η ζωή είναι μια αναπάντεχη βόλτα.
Παρατηρώ το γραπτό μου. Νομίζω ότι οι λέξεις αφήνουν μεταξύ τους μεγάλα κενά. Λες και θέλουν περισσότερο να κρύψουν, παρά να αφηγηθούν. Μοιάζουν με ερωτική εξομολόγηση· παραλείπουν ό, τι έχει σχέση με την αλήθεια. Αναρωτιέμαι πως θα έπρεπε να είναι μια αληθινή αφήγηση, τι θα έπρεπε να την συγκροτεί. Η γεωμετρία των προτάσεων είναι σημαντική. Όπως και η ευκρίνεια των προθέσεών τους. Οι προτάσεις δεν πρέπει να είναι αραιές, στο διάκενό τους χάνονται τα σημαντικότερα γράμματα.
Όταν φανούν τα ντοκ του Πειραιά η διάθεση σκοτεινιάζει. Για λίγο. Στο Λυκαβηττό η Patti Smith φώναξε this is my fucking riffle και έδειξε την κιθάρα της. Μετά έσπασε τις χορδές μια-μια και άρχισε να πυροβολεί. Νόμιζα πως βρισκόμουν στο 68, η οργάνωση είχε γενική συνέλευση και η Patti ήταν η πρόεδρος που καλούσε τα μέλη της σε αγωνιστική ετοιμότητα. Ήμουν στα όρια της παρανομίας. Το βράδυ της συνέντευξης ήταν ποιητική, παθιασμένη, υπέροχη, ανταλλάξαμε δώρα, μου χάρισε το πιο ερωτικό της χαμόγελο. Η επανάσταση κάνει τα χρόνια αόρατα, η ομορφιά δεν έχει ηλικία. Με περιμένουν κι άλλα, πολλά. Μετά πάλι καράβια, κορμοράνοι, τα γνωστά. Κι εσύ. Οι νύχτες στην πόλη τα καλοκαίρια μας αντιγράφουν.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 24/08/2005
Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΖΩ τα Σαββατοκύριακα αδειάζει. Κάποιοι θεοί του Ολύμπου μεταμφιεσμένοι σε πλοία εξπρές μεταφέρουν στις πλάτες τους τούς κατοίκους της που θέλουν να αποδράσουν. Τους αποθέτουν σε βράχια σπαρμένα στην μέση του Αιγαίου που ονομάζονται νησιά. «Το πλοίο σε λίγο θα προσεγγίσει το λιμάνι της Σερίφου, παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να ετοιμάζονται για την αποβίβασή τους».
Αλλαγή πορείας με ναυτικά μίλια, με άδεια πακέτα τσιγάρων, με άδεια βλέμματα. Οι διακοπές είναι αδιάκοπες επιθυμίες, παραλίες τόσο έρημες που μπορεί και να αρρωστήσουν από μοναξιά. Δυτικές Κυκλάδες, rooms to let και ζεστά ρακόμελα. Πατημένοι σκορπιοί. Γιαούρτια με μέλι και παγωμένες σοκολατόπιτες. Ο χωματόδρομος δεξιά, υπόσχεση για ερημική παραλία. Η ρόδα σπινάρει, ακολουθεί τα σημάδια του τρακτέρ. Μ’ αγαπάς; Όλοι λένε σ’ αγαπώ. Μα, αυτό δεν είναι απάντηση, είναι ταινία του Γούντι Άλλεν.
Σπηλιές με τιρκουάζ νερά τρυπάνε από παντού τη Μήλο. Το ζευγάρι στον Παπάφραγκα φιλήθηκε τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος βυθιζόταν στην θάλασσα Η μοναχική τέχνη της φύσης ξαπλώνει τεμπέλικα στο Κλέφτικο. Τρομοκρατία της ομορφιάς. Άγιοι κατέλαβαν τις παραλίες που παλιά λυμαίνονταν οι πειρατές και τους έδωσαν τα ονόματά τους. Για να τους θυμούνται. Ρομαντικές βόλτες στη χώρα, σε στενά δρομάκια που στρίβουν και χάνονται στο κενό σαν μικροσκοπικά φίδια. Ένα μεγάλο πηγάδι, φρουρός του χθες, εκκλησάκια στο γκρεμό.
Μπερδεύομαι, βαδίζω συνεχώς σε διαφορετικούς δρόμους και καταλήγω στο ίδιο σημείο. Λαβύρινθος, αναζητώ τον Θησέα. Από ψηλά τα σπίτια στο λιμάνι μοιάζουν με βρεγμένα σπιρτόκουτα. Μικρά μπαρ ξεφυτρώνουν από την πιο απίθανη γωνιά, πρώην σιδηρουργεία, πρώην μανάβικα που τους πρόσθεσαν φώτα, σκάλες και μουσικές και γέμισαν κόσμο, μπαλκόνια που κρέμονται απ’ το κεφάλι σου, άνθρωποι πολύχρωμοι που συζητούν δυνατά, ερωτεύονται, χαμογελούν, κλαίνε, καπνίζουν, φτιάχνουν πύργους από μπουκάλια μπύρας. Μυρίζει αγιόκλημα. Πότε ξημερώνει εδώ;
Ψάχνω χάρτες, προορισμούς, αποβάθρες. To hear the jazz go down. Χρειάζομαι μέρες για να διακόψω από τον εαυτό μου ή απ’ τον κόσμο; Ξαφνική βροχή στην Αχιβαδολίμνη. Θα σ’ αγαπάω κάθε μέρα. Όνειρα που γεννιούνται, μεγαλώνουν, ισορροπούν λίγο πριν τη διάψευση, λίγο πριν τα καταργήσει ο ήλιος. Εξαιτίας του ήλιου συμβαίνουν όλα. Όνειρα από θυμάρι και αλμυρίκια. Όνειρα από αχάτη, λευκή άμμο και βασιλικό. Συνομωσία του άσπρου και του γαλάζιου στην άκρη του γιαλού, στην άκρη του κόσμου. Κλειστά μάτια, κλειστά κινητά. Για αποσυμπίεση. Διακριτική απομόνωση με την άδεια της Τelestet.
Στο Καρνάγιο η μπύρα 6 ευρώ. Ιδιωτικά φεγγάρια. Αλάτι ανακατεμένο με αντηλιακό, μια επιθυμία για περιπέτεια που δεν έρχεται. Ιδρώτας, δίψα, οι αναμνήσεις καίνε. Κουβαλάνε στην πλάτη τους τα χρόνια. Αυτός ο ήλιος δεν θα σταματήσει ποτέ;
Ομελέτες με ανανά, Portioli, ο καλύτερος καφές του κόσμου. Οι φραπέδες καθυστέρησαν φέτος, φταίει η αντιβίωση. Γνωρίζω ανθρώπους που δεν θα ξαναδώ. Είναι οι αγαπημένοι μου, ο φόβος του άγνωστου τους κάνει ευγενικούς. Καμιά φορά και ευχάριστους. Η μυθολογία του νησιού προτρέπει σε συναντήσεις. Ούτως ή άλλως η ζωή είναι μια αναπάντεχη βόλτα.
Παρατηρώ το γραπτό μου. Νομίζω ότι οι λέξεις αφήνουν μεταξύ τους μεγάλα κενά. Λες και θέλουν περισσότερο να κρύψουν, παρά να αφηγηθούν. Μοιάζουν με ερωτική εξομολόγηση· παραλείπουν ό, τι έχει σχέση με την αλήθεια. Αναρωτιέμαι πως θα έπρεπε να είναι μια αληθινή αφήγηση, τι θα έπρεπε να την συγκροτεί. Η γεωμετρία των προτάσεων είναι σημαντική. Όπως και η ευκρίνεια των προθέσεών τους. Οι προτάσεις δεν πρέπει να είναι αραιές, στο διάκενό τους χάνονται τα σημαντικότερα γράμματα.
Όταν φανούν τα ντοκ του Πειραιά η διάθεση σκοτεινιάζει. Για λίγο. Στο Λυκαβηττό η Patti Smith φώναξε this is my fucking riffle και έδειξε την κιθάρα της. Μετά έσπασε τις χορδές μια-μια και άρχισε να πυροβολεί. Νόμιζα πως βρισκόμουν στο 68, η οργάνωση είχε γενική συνέλευση και η Patti ήταν η πρόεδρος που καλούσε τα μέλη της σε αγωνιστική ετοιμότητα. Ήμουν στα όρια της παρανομίας. Το βράδυ της συνέντευξης ήταν ποιητική, παθιασμένη, υπέροχη, ανταλλάξαμε δώρα, μου χάρισε το πιο ερωτικό της χαμόγελο. Η επανάσταση κάνει τα χρόνια αόρατα, η ομορφιά δεν έχει ηλικία. Με περιμένουν κι άλλα, πολλά. Μετά πάλι καράβια, κορμοράνοι, τα γνωστά. Κι εσύ. Οι νύχτες στην πόλη τα καλοκαίρια μας αντιγράφουν.
Σταύρος Σταυρόπουλος, 24/08/2005