Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2005

ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ



Πολλές φορές όμως τα θέλω δε γίνονται ζωή κι έτσι βρισκόμαστε μόνοι, αντιμέτωποι με την απουσία και με το μέλλον που - πιστεύουμε πως-, αποκλείεται να μας δώσει ξανά λίγη απ’ την παλιά ουσία, εκείνη που έκανε τη γη να γυρίζει. Κι αυτά, καθώς ο χρόνος περνά, οι βεβαιότητες γκρεμίζονται, το χθες θολώνει. Μένει η αφή του έρωτα μόνιμος συνοδοιπόρος στα σταυροδρόμια του κόσμου μας και τα λόγια που είπαμε, οι λέξεις που δε θα γνωρίσουν ποτέ τη λήθη. Θυμάσαι;

διαβάστε όλη την κριτική του Λάκη Φουρουκλά στο elogos >>

ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ «TO ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ»

Συντονισμένοι στην τροχιά των Ξύλινων Σπαθιών, των U2, των Rolling Stones και δεκάδων άλλων ροκ γκρουπ, με τις διάσπαρτες εικόνες των δρόμων του Μοσχάτου και των αμμόλοφων της Νάξου να συνοδεύουν το ταξίδι μας, ακολουθούμε τις «ασκήσεις αναπνοής» του συγγραφέα, ο οποίος μας προειδοποιεί : «αυτό το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μόνο εσύ, λέξεις γι’ αυτό το εσύ…». Ένα βιβλίο κραυγή που ψηλαφεί το κενό και σπαράζει. Ουρλιάζει, μεταφέροντάς μας την ανάμνηση μιας σχέσης που γράφτηκε με την καύτρα του τσιγάρου. Ο Σταυρόπουλος γράφει και αισθάνεσαι ότι εκλύεται καπνός απ’ τις λέξεις. Σαν χύτρα που βράζει. Σαν ηλεκτρικό σόλο που είναι έτοιμο να σπάσει τον ενισχυτή.

Χάρις Ποντίδα – εφημ. « ΤΑ ΝΕΑ »

Ένα βιβλίο σαν δίσκος 33 στροφών που ακούγεται στη διαπασών. Θλιμμένα τραγούδια, εφηβικά όνειρα, σιωπές όσο να καπνίσεις ένα τσιγάρο, το τέλος μιας εποχής και μιας ερωτικής σχέσης. Ταινίες που είδαμε και ξανάδαμε, βιβλία που αγαπήσαμε, θραύσματα του παρελθόντος, σημειώσεις που κρατάς όταν θέλεις να ξορκίσεις έναν έρωτα…
Ένα βιβλίο από εκείνα που μόνο κάποιοι ρομαντικοί επιμένουν να γράφουν στις μέρες μας.

Αγγελική Μπιρμπίλη – περιοδ. « ΜΕΝ »

Έρωτας και μουσική συνυπάρχουν εδώ αρμονικά, καθώς ο αφηγητής μας μεταδίδει με τρόπο άμεσο μερικούς απ ‘τους κραδασμούς της ύπαρξης του. Απλό και όμορφο, σαν αμαρτία.

Λάκης Φουρουκλάς – περιοδ. « ΛΟΓΟΣ »

Η αλήθεια της ερωτικής σχέσης αποκρυπτογραφείται μοναδικά μέσα από στίχους που ξεφεύγουν, μπλέκονται με τους συνειρμούς του συγγραφέα, ανακατεύονται με βλέμματα και ταινίες, πριν παρουσιαστούν μπροστά στα μάτια μας σαν τελευταίος ύμνος σε αυτό που έχει προσωρινά χαθεί. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι γεμάτο θλιμμένα τραγούδια, καταιγιστικούς ρυθμούς και εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη πριν προλάβεις να πάρεις αναπνοή.

εφημ. « METRORAMA »

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου σιωπής με μια προσωπική κατάθεση που ισορροπεί ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ποίηση, ανάμεσα στο ροκ εν ρολ και τον έρωτα. Οι έντονες ερωτικές στιγμές, οι οριακές ισορροπίες μιας σχέσης δένουν αρμονικά με την ροκ μουσική και μας ταξιδεύουν «σε μια εποχή που γύρισε τις πλάτες της στην ενηλικίωση, προσπαθώντας να διασώσει τη δική της αλήθεια». Ασκήσεις αναπνοής, όταν η σχέση έχει πλέον τελειώσει και το μόνο που μένει είναι το άτομο που ασθμαίνει μπροστά στο ακραίο ερωτικό βίωμα.

Γιώργος Μητρόπουλος – περιοδ. « ΜΟΝΟΠΟΛΗ »

Ο Σ.Σ. μιλάει για το ροκ, τα πρόσωπα που αγαπά – σαν να μιλάει για δικά του πρόσωπα.

Γιώργος Χρονάς – περιοδ. « ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ »

Ένα φάσμα αναφορών τόσο άναρχο και ευρύ, όσο αυτό που κυκλώνουν οι Ντορς και ο Κούντερα, ο Κιθ Τζάρετ και ο Γούντι Άλεν, ο Τζόν Λι Χούκερ και ο Νίτσε, ο Νιλ Γιάνγκ και ο Νταλί, ο Ντύλαν και οι Τρύπες, ο Γκοντάρ και οι Ντιπ Πέρπλ…Πώς να γίνει, συμβαίνει ενίοτε να ακούει και να διαβάζει και να βλέπει κανείς…

Αργύρης Ζήλος – περιοδ. « ΔΙΦΩΝΟ »

Έπειτα από μια σχέση έντονη, βιωμένη στα άκρα, με οριακές ισορροπίες και για τις δύο πλευρές, ο δρόμος σε βγάζει σε μια έρημο, σε ένα τοπίο μοναχικό που προσπαθείς σιγά- σιγά να πλαισιώσεις με ανθρώπους και συναισθήματα, γεμίζοντας το κενό που έχει δημιουργηθεί. Μέχρι αυτό να συμβεί, η μουσική, η απελπισμένη κραυγή ενός ροκ τραγουδιού, καθοδηγεί τις αντιδράσεις και κατευθύνει τα βήματα ανακλαστικά.

Ζ.Π.Χ. – εφημ. « Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ »

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σ’αυτό το βιβλίο που είναι κατάθεση ψυχής, ταξιδεύει απ’ το μουσικό καταφύγιο του Νικόλα Άσιμου μέχρι τον παράδεισο των Ρόλινγκ Στόουνς. Πραγματοποιώντας μια προσωπική διαδρομή, που όμως αφορά πολλούς, ανοίγει την καρδιά του και μας ξεναγεί σε τοπία που όλοι έχουμε περπατήσει και θα θέλαμε να ξαναβρεθούμε. Σε αυτό το φωτεινό σημείο της ζωής, συναντιόνται οι Μπλάντ Σουίτ εντ Τίαρς με το « Αι λαβ γιου μορ δαν γιου νέβερ νόου » και η φωνή του αξέχαστου Παύλου Σιδηρόπουλου στο « Να μ’ αγαπάς ».

Νίκος Κολοκοτρώνης – εφημ. « ΗΧΩ »

Βιβλίο γραμμένο με γλώσσα ποιητική που το απαρτίζουν τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και μουσικών. Το κάθε τραγούδι σε αντιπροσωπεύει., η μουσική επουλώνει τις πληγές. Άλλωστε ο έρωτας και το ροκ εν ρολ έχουν πολλά κοινά σημεία. Τελικά ο έρωτας είναι το ίδιο θανατηφόρος με την μουσική που ακούς τα βράδια και σε νανουρίζει ;

Κατερίνα Βουγιούκα – περιοδ. « ABOUT »

Ένα βιβλίο για τον έρωτα και το ροκ εν ρολ. Δομημένο όπως ακριβώς ένας δίσκος βινυλίου, με εξώφυλλο, δύο πλευρές, δέκα τραγούδια, οπισθόφυλλο και credits Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου επιχειρεί να επιβεβαιώσει στην πράξη ότι αν ο έρωτας είναι μια υπόθεση εργασίας, είτε σαν έκφραση επικοινωνίας, είτε σαν ανάγκη φυγής, είτε ακόμα σαν αρρώστια, τότε η μουσική είναι το αντίδοτο – η γιατρειά. Η οδύνη, το ανεκπλήρωτο, το ντελίριο του έρωτα, είναι συναισθηματικές εντάσεις που γίνονται δονήσεις ηλεκτρικές καθώς περνούν σα νότες μέσα απ’ το σώμα, εκφράζοντας και μεταφέροντας μια κατάθεση ψυχής. Οι τυπωμένες λέξεις μπερδεύονται με τις ηχογραφημένες, οι προτάσεις γίνονται στίχοι τραγουδιών, η μανία για αλήθεια είναι εδώ, το σκηνικό θυμίζει συναυλία των Στόουνς.

Εύα Αναστασίου – περιοδ. « METROPOLIS PRESS »

Βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα προσωπική, ποιητική, που άλλοτε κόβει σαν ξυράφι τις λέξεις και άλλοτε τις αφήνει και απλώνουν, δείχνοντας τις ατέλειωτες να ασφυκτιούν και να λαχανιάζουν μέσα στο ιδίωμα της πρόζας. O Σταυρόπουλος γράφει συνθέτοντας κομμάτια του εαυτού του, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο.

Γιάννης Μουταφτσής -- εφημ. « ΜETRORAMA »

Ο έρωτας ακούγεται όπως το ροκ εν ρολ σ’ αυτό το αφήγημα, που χορεύει σε δρόμους πολυπληθείς και σε δρόμους της νυχτός, όπου τα όρια σπάνε γιατί δεν αντέχουν την ταχύτητα του σώματος και του μυαλού. Και από κοντά σαν πριόνι κόβει και ράβει του μυαλού την αγωνία η οδύνη και το ανεκπλήρωτο που κυλάει εντός, το ξημέρωμα που αφήνει κάτι γλυφό στη γεύση, ενώ το βινύλιο γυρνάει, χριτς- χρατς ακούγεται σαν μουσική που τελείωσε και έμεινε εκεί η βελόνη του πικάπ ακίνητη. Η γενιά του ροκ διεκδικεί το δικαίωμα της να υπάρχει τραγουδώντας ακόμα.

Βασίλης Καλαμαράς – εφημ. « ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ »


Εικόνες από διακοπές στην άγονη γραμμή, τα παρακμιακά μπαρ, τις cult ταινίες, αναμνήσεις από γκρίζα απογεύματα σε συνοικιακούς δρόμους, χαμένους έρωτες, κομμάτια και αποσπάσματα μιας ζωής που αναλώθηκε στην αμφισβήτηση και στην αντίσταση ( σε όλα τα επίπεδα ), μα πάνω απ ‘όλα εικόνες γεμάτες μουσική. Ο Σιδηρόπουλος και ο Άσιμος, οι Rolling Stones και η Janis Joplin, o Lou Reed και ο Neil Young, oι Sex Pistols και οι Joy Division, οι Ενδελέχεια και τα Διάφανα Κρίνα περνάνε απ’ τις σελίδες ρίχνοντας σποραδικά ρεφρέν με σκληρά ακόρντα και σλόου μελωδίες με υπόγεια δύναμη. Ένα βιβλίο χωρισμένο σε «τραγούδια» αντί σε κεφάλαια, οργισμένο, τρυφερό, βιωματικό, ποιητικό.
Μια προσωπική ματιά στη γενιά των «κουρελιών που τραγουδάνε ακόμη», μια γενιά που αρχίζει να εκλείπει αλλά εξακολουθεί να ονειρεύεται την επανάσταση που εκκρεμεί.

Θύμιος Νικολόπουλος – περιοδ. « ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ »


Μια ροκ ιστορία αγάπης. Σκέψεις και συναισθήματα μέσα από τραγούδια και ήχους με τους οποίους κάποιοι – οι « καταραμένοι » παρελθουσών εποχών – μεγαλώσαμε. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γράφει για έναν έρωτα χαμένο, έναν έρωτα από αυτούς που μένουν, που ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει και μόνο μέσα απ ‘την μουσική μπορεί να ειπωθεί. Μέσα από λόγια και μελωδίες που και αυτές αποτυπώθηκαν στην ψυχή σου. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι ένα έργο που διακρίνεται από μια έντονη ποιητική διάθεση. Για την ακρίβεια είναι ολόκληρο ένα ποίημα όπου οι σκέψεις του χαρακτήρα μπλέκονται με τραγούδια που ενώνονται με προσωπικές του στιγμές. Στίχοι, μουσικές και αναμνήσεις ταλαιπωρούν τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου μέσα απ’ τους – ομολογουμένως δύσκολους - συνειρμούς του συγγραφέα. Ένα βιβλίο που όλοι θα διαβάσουν, αλλά λίγοι θα εκτιμήσουν. Μάλλον όμως αυτό ήταν και το ζητούμενο.

Δημήτρης Τσελούδης – περιοδ. « EXODOS »


Ροκ αισθητική που υπερασπίζεται με πάθος το όνειρο και την αθωότητα, αθωότητα χαμένη ίσως για πάντα στο απέραντο μαύρο δυο ματιών…

Μάνια Αποστολοπούλου - περιοδ. « MONEY AND LIFE »


Ένα κάλεσμα στην ευαισθησία και την ποίηση που κρύβει μέσα του ο καθένας μας είναι τούτο το βιβλίο, μια ροκ γραφή, καταγραφή της πραγματικότητας και του ονείρου μαζί. Της πραγματικότητας που απελπίζεται και του ονείρου που πάντα ελπίζει, εύχεται, επιθυμεί. Σκέψεις – μυστικοί δρόμοι με το φως του έρωτα οδηγό και μια μουσική που πάει κόντρα στο ρεύμα, στη φθορά, στη συγκατάβαση. Σελίδες ποτισμένες με αλήθειες ζωής, φιλοσοφίες καθημερινές, δοσμένες έτσι που σου υγραίνουν τα μάτια.

Γιόλα Αργυροπούλου – περιοδ. « ΤΗΛΕΡΑΜΑ »

Ερωτικό μυθιστόρημα δομημένο όπως ένας δίσκος βινυλίου, με δυο πλευρές και δέκα τραγούδια, όπου η μουσική εμφανίζεται ως το αντίδοτο στον έρωτα. Στίχοι γνωστών τραγουδιών «διατυπώνουν ό,τι είναι αδύνατο να χαραχτεί στο χαρτί».

Μαίρη Παπαγιαννίδου – περιοδ. « ECHO & ARTIS »

Κατάθεση ψυχής για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί. «Χορευτικό αφήγημα» για την αθωότητα και το βίαιο κατρακύλισμα στην ενηλικίωση από τον Σταύρο Σταυρόπουλο, που εμμένει στα ιδανικά της γενιάς του. Ποιητικό, βιωματικό και άναρχο θυμίζει « ασκήσεις αναπνοής, χάρτινα παιδικά καραβάκια, χαμένα ηλιοβασιλέματα, παλιές γειτονιές, άδεια μπουκάλια Μπυράλ, παράνομες συχνότητες, ασπρόμαυρα όνειρα, ροκ μανιφέστα». Μελωδίες και καταραμένοι στίχοι, η Τζόπλιν και οι Στόουνς, ο Κούντερα και ο Νίτσε, τα θερινά σινεμαδάκια, το πρώτο τσιγάρο, το τελευταίο δάκρυ, το τέλος μιας εποχής, μιας ερωτικής σχέσης και της ίδιας της μυθολογίας μας. Ο συγγραφέας μιλάει από καρδιάς για τον έρωτα και το ροκ εν ρολ, εξορκίζοντας στο χαρτί την προσωπική του διαδρομή που ο χρόνος αδυνατεί να σβήσει, καθώς πέρασε δια παντός στο αέναο των θραυσμάτων…

Αλεξάνδρα Δήμου – περιοδ. « ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ »

Ποιητικός, λυρικός, συχνά παραληρηματικός, ο λόγος του Σταύρου Σταυρόπουλου θυμίζει σάουντρακ μιας ιστορίας που ακούγεται στη διαπασών…

Βικτωρία Παπαγιάννη – περιοδ. « 7 ΜΕΡΕΣ ΤV »

Σαν ένα παλιό καλό ροκ μυθιστόρημα, σαν ένας 60s δίσκος 33 στροφών, το βιβλίο του Σταυρόπουλου διαβάζεται και ακούγεται απνευστί, διαθέτοντας το νεύρο, την απόγνωση και τον συναισθηματισμό ενός ροκ τραγουδιού.

Ειρήνη Κώνστα – περιοδ. « FREE »

Μια αφήγηση της ζωής σ’ έναν απόλυτα προσωπικό ρυθμό, λαχανιασμένο, ποιητικό, οργισμένο και ερωτικό, επιχειρεί ο Σταύρος Σταυρόπουλος στο βιβλίο του Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Γεγονότα, πρόσωπα και σύμβολα της τρέχουσας μυθολογίας μας επεμβαίνουν στο κείμενο μαζί με στίχους τραγουδιών που όλοι τραγουδήσαμε, σχηματίζοντας μια μπαλάντα που δεν θέλουμε να θυμόμαστε ξεχασμένη σε βινύλιο.

Αντώνης Κυριαζάνος – περιοδ. « MADAMME FIGARO »


Παίρνεις μαζί σου το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου – κάθε σελίδα και στίχος, κάθε ενότητα και τραγούδι – και ξεκινάς γι άλλη γη κι άλλα μέρη. Φλερτάροντας με την ποίηση ο συγγραφέας στέλνει ανοιχτές επιστολές σε μια αγαπημένη που έχει χαθεί. Στις σελίδες του παραμονεύουν οι Τράφικ και η Τζόπλιν, οι Τρύπες και οι Στόουνς, τα Ξύλινα Σπαθιά και καμιά εκατοστή ακόμα μουσικοί και κινηματογραφιστές, γειτονιές όπως το Μοσχάτο και τα Εξάρχεια, ελληνικά νησιά και καλοκαίρια…

Αναστασία Καμβύση – περιοδ. « ΜΕΤRO »


Το ροκ των σελίδων. Έτσι διαβάζεται και έτσι έχεις την αίσθηση από τις πρώτες του κιόλας αράδες πως είναι γραμμένο για να διαβαστεί Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου . Γιατί ο Σταύρος Σταυρόπουλος δεν κρύβει τον ροκ φαν που ζει μέσα του. Του δίνει πένα να γράψει, τον αφήνει να συνδυάσει μουσική και στόρι – όχι, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, μοιάζει με μεγάλη επιστολή που έχει τον παραλήπτη της ( «ασκήσεις αναπνοής», όπως το λέει ο ίδιος ), καθώς μέσα στην αφήγηση κάνουν την εμφάνιση τους γνωστοί και μη εξαιρετέοι, όπως οι Ρόλινγκ Στόουνς και τα Ξύλινα Σπαθιά, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ. Κι αν έχεις περάσει από δρόμους βινυλίου διαβάζεις εύκολα και πίσω απ ‘τις γραμμές ένα δεύτερο αφήγημα μιας ροκ, ελληνικής πραγματικότητας που «ζει» παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν μπροστά, εκεί έξω ή δίπλα μας ακριβώς.

Μαρία Μαρκουλή – εφημ. « ΤΑ ΝΕΑ »


Σαν δίσκος 33 στροφών που αντί για αυλάκια έχει λέξεις να αποτυπώνουν την μουσική σε ένα παράλληλο σύμπαν με την πραγματικότητα. Οι U2, οι Τρύπες και ο Neil Young τραγουδούν στις γειτονιές του Μοσχάτου, στις παραλίες και στα χαμένα βλέμματα της γλυκιάς συμμορίας των ήχων. Ένα βιβλίο γεμάτο από αναμνήσεις και μελωδίες.

Μάρω Αγγελοπούλου – περιοδ. « ΠΟΠ + ΡΟΚ »

H μυθολογία της ροκ σκηνής συνδυασμένη με φρασεολογικούς κιθαρισμούς, σε ένα μυθιστόρημα που περιγράφει την επίδραση του ροκ στην καθημερινότητα μιας άλλης εποχής, όπως την βίωσαν όσοι τόλμησαν να ξεχωρίσουν. Στο δεύτερο κατά σειρά βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Πάνος Πιλάτος – περιοδ. « PENTHOUSE »

Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου αποπειράται να γεννήσει μουσική μέσα από τις λέξεις. Η σχέση του κειμένου με τις νότες είναι τόσο καταλυτική που εξ αρχής ο αναγνώστης την αντιλαμβάνεται. Στίχοι τραγουδιών μπλέκονται με τις σκέψεις, τους συνειρμούς και τις αναμνήσεις του ήρωα που βιώνει με όση θλίψη, οδύνη και νοσταλγία αρμόζει σε μια ανάλογη περίπτωση, το τέλος μιας σχέσης.

Μαριάννα Κυριακάκη – περιοδ. « ΠΡΟΘΗΚΗ »


Ένα βιβλίο που θυμίζει πιο πολύ βινύλιο παρά τυπωμένο χαρτί, ένα βιβλίο γεμάτο μουσική, τραγούδια, κινηματογράφο και πολλές συγκινήσεις.

Γιώργος- Ικαρος Μπαμπασάκης – εφημ. « CITY PRESS »


Το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου ξεχειλίζει από ροκ μουσική, όπως εμφανώς δηλώνει και ο τίτλος του. Στίχοι από τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και μουσικών βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο, που είναι έντονα προσωπικό, ποιητικό, βιωματικό.

Σιδέρης Ντιούδης – περιοδ. « ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ »


Με «πρόφαση» την μουσική, τον ηλεκτρισμό και το ροκ εν ρολ, ένα προσωπικό ταξίδι προς τον πλανήτη όπου η μουσική, ο έρωτας, το ταξίδι και το όνειρο προχωρούν σε μια συνάντηση που φαντάζει μάλλον επικίνδυνη, καθώς κάθε στιγμή παραμονεύει η πραγματικότητα, η φθορά και η ενδεχόμενη απώλεια. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου θα μιλήσει «σ’ αυτούς που τρελάθηκαν, μετρώντας μια μια τις στιγμές που χωρίζουν το φως απ’ το απόλυτο σκοτάδι», μα και «στις αγάπες που ξεχάστηκαν στη σκιά, έγιναν πουλιά και χάθηκαν μεσ’ στη νύχτα…»

Έλλη Καλούδη - περιοδ. « ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ »


Ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό, ανοίγει τις κουρτίνες της ψυχής του και προσκαλεί τον αναγνώστη σε μια underground κατάδυση στο σύμπαν της μνήμης και της λήθης ενός έρωτα. Μας αποκαλύπτει το μέγεθος της νοσταλγίας που μπορεί να ανασύρει η απώλεια ενός προσώπου, μιας ιδέας, μιας εποχής. Ο λόγος του είναι απροσδόκητος, ακραία ποιητικός και καταγράφει τα ταξίδια του νου του μέσα από ένα κρεσέντο ροκ αισθητικής και στυλ. Η μουσική υπάρχει παντού μέσα στις σελίδες για να ηχογραφεί τον πόνο της απουσίας. Τα λόγια του, σαν στίχοι σε γράφιτι γραμμένο σε τοίχους, σαν ανεπίδοτες επιστολές ή γράμματα που δεν πρόλαβαν να καούν. Και όπου ο λόγος δεν φτάνει, φτάνει η μουσική και οι στίχοι από γνωστά ελληνικά και ξένα ροκ τραγούδια που αγαπήθηκαν, να συμπληρώνουν τα κενά σε κάθε σελίδα. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι η επιτομή μιας γενιάς που διεκδίκησε πολλά και διαψεύστηκε, αλλά παραμένει ακόμα στο προσκήνιο.

Νίκη Κουμαρτζάκη – περιοδ. «LADIES & GENTLEMEN»


Ένα βιβλίο για τους στίχους που σου πιπιλάνε το μυαλό απ’ την εφηβεία σου, για το πώς ερωτεύτηκες, έζησες, χώρισες, πέθανες, αντιστάθηκες, ακούγοντας πάντα τη μουσική της γενιάς σου. Ένα βιβλίο χωρισμένο σαν μια κασέτα, η συλλογή της ζωής σου, κομμάτι κομμάτι. Το ροκ ξεπηδά ανάμεσα απ’ τις σελίδες του, παίζει το ρόλο του καλύτερου σου φίλου, της γκόμενας που δεν σε άντεξε και την έκανε ένα βροχερό πρωινό, της Αριστεράς που την βαρέθηκες αλλά γεμίζεις τύψεις όταν της γυρνάς την πλάτη. Μια μεγάλη πορεία με ανοιχτά τα μάτια να κοιτάζουν, να παρατηρούν, να δακρύζουν ή και να αδιαφορούν όταν ο ήχος μέσα σου δυναμώνει, σε γεμίζει, σε κυκλώνει, αφήνοντας σε ανήμπορο σε μια γωνιά, στο περιθώριο.

Αγγελική Μπιρμπίλη – εφημ. « ATHENS VOICE»

Η απώλεια της αγαπημένης πυροδοτεί ένα φλογισμένο κείμενο που αρθρώνεται μέσα από κερματισμένα τραγούδια, τραγούδια του έρωτα που σηματοδοτούν μαζί με τον ίμερο, την οπισθοδρόμηση μιας εποχής, τη διάψευση μιας γενιάς. Απομονωμένος σ’ ένα περίκλειστο σύμπαν κατάφορτο από τσιγάρα, αλκοόλ, αναμνήσεις, τραγούδια, ταινίες και βιβλία ο αφηγητής εξαπολύει ένα θερμό κατηγορητήριο – ελεγεία στην άλλοτε ερωτική του σύντροφο. Φλερτάροντας με την αυτοκαταστροφή, αφήνεται χωρίς προσχήματα ή αναστολές στην κατάρρευση και την συντριβή για να βιώσει στον απόλυτο βαθμό της την οδύνη της απουσίας. Ένας ονειροπόλος που προσπαθεί να στριμώξει το παρελθόν στο παρόν, ένας αιθεροβάμων που νιώθει ότι ο χρόνος έχει ρημάξει ανεπανόρθωτα το ζωτικό του χώρο, τις αναμνήσεις του, που βρίσκεται σε απόγνωση, απόρροια της εξουθενωτικής, αμείλικτης και προφανώς αδιέξοδης αντιπαράθεσής του με την απουσία. Η πεζολογία δίνει τη σκυτάλη στην ποίηση, οι λέξεις αγκαλιάζονται με στίχους, η συγκρότηση καταλήγει ακαταληψία, ο λόγος είναι κοφτός, ασθματικός, άναρχος, η υβριστική οργή γίνεται παθιασμένη εξομολόγηση, η οξεία μομφή εξελίσσεται σε σπαρακτική παράκληση. Στο ροκ που παίζουν τα μάτια σου η φωνή σπαράσσεται από απελπισία, άλλοτε ουρλιάζει κι άλλοτε πνίγεται. Το βιβλίο μοιάζει να γράφτηκε με κομμένη την ανάσα, σαν ύστατη απόπειρα επικοινωνίας. Η μουσική αφυπνίζει προσωπικές στιγμές του συγγραφέα, παροτρύνει σε ατέρμονους, δαιδαλώδεις συνειρμούς, γίνεται παραμυθία και λύτρωση, το μοναδικό αντίδοτο ενός αθεράπευτα ρομαντικού.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος συνθέτει ένα αυτοβιογραφικό σάουντρακ για απαρηγόρητους νοσταλγούς του ροκ, μια ιδιότυπη, καυτή, λυγμική εκμυστήρευση, ένα μουσικό ημερολόγιο, σημειώσεις στο χείλος μιας ακραίας απόγνωσης, ένα ταξίδι στον προσωπικό του, λεηλατημένο από την απουσία κόσμο, ένα λυρικό παραλήρημα, μια θλιμμένη μπαλάντα.
Πρόκειται για ένα πρωτότυπο πειραματισμό πάνω στις δυνατότητες της γραφής, μια ξεχωριστή προσπάθεια που αξίζει να προσεχτεί για την γνήσια πρωτοτυπία της και το πάθος του δημιουργού της.

Λίνα Πανταλέων – περιοδ. «ΔΙΑΒΑΖΩ»

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2005

ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ



Θα ανοίξουμε μια πλωτή διώρυγα για ερωτευμένους, τα μάτια σου θα είναι πάλι κατάμαυρα και θα δεσπόζουν στους δρόμους, θα φοράς εκείνη την κοντή φουστίτσα που φορούσες στην Αίγινα, θα φοράω το μακό της Κεφαλονιάς, θα έχω μακρύνει τα μαλλιά μου πολύ, θα έχεις διαβάσει Ρολάν Μπαρτ, θα έχω αντέξει την πίεση των ημερών, θα μου έχεις αγοράσει ένα καινούργιο βραχιολάκι, θα σου αφήνω cd του Van Morrison κάτω απ ‘το μαξιλάρι μαζί με σοκολάτες υγείας και σημειώματα «μ’ αγαπάς;», τα πρωινά θα μου σερβίρεις κέικ βανίλια με παγωτό σε στρογγυλούς δίσκους, θα έχω δερμάτινο παντελόνι, δερμάτινα βιβλία, δερμάτινο βλέμμα, ο χρόνος θα επιπλέει μέσα μας σα φελλός, όταν ξημερώνει θα με παίρνεις αγκαλιά και θα πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα, θα φτιάχνουμε γοργόνες στην άμμο, θα τις ζωντανεύουμε και θα μας ταξιδεύουν μακριά, τα βράδια, όταν θα πέφτει σκοτάδι πηχτό, θα με κολλάς στο σώμα σου σαν αυτοκόλλητο σηματάκι από παιδικό παιχνίδι, εγώ θα σου διαβάζω ποιήματα του Ελυάρ και δοκίμια του Ντεμπόρ και του Πας, θα είσαι απροσδόκητα όμορφη, θα είμαι απροσδόκητα τυχερός, θα βλέπω στα μάτια σου όλες τις συναυλίες των Who, θα βλέπεις στα χέρια μου όλες τις τροχιές των άστρων, δεν θα σταματήσεις ποτέ να αγαπάς την σιωπή, δεν θα σταματήσω ποτέ να καπνίζω, δεν θα χρειάζεται πια να μιλάω, θα σου λέω στίχους από τραγούδια και συ θα τα καταλαβαίνεις όλα, όταν ζαλίζεσαι θα σου αγοράζω σκουλαρίκια από πλανόδιους ή αλυσιδίτσες για τη μέση, όταν απελπίζομαι θα μου κλείνεις το μάτι και θα χαμογελάς πονηρά, τα όνειρα που θα κάνουμε θα τα αριθμούμε και θα τα κρεμάμε πόστερ στους τοίχους, θα πιστεύεις ότι ο έρωτας καταβροχθίζει το χρόνο, σε όλα τα παραμύθια θα πέφτει χρυσόσκονη ανακατεμένη με αθωότητα, τα ρολόγια στους πίνακες του Νταλί δεν θα λειώνουν γιατί ο χρόνος θα’ ναι αιώνιος, ένα απόγευμα θα χτυπήσει η πόρτα και θα μπει η Patti Smith, θα σου χαρίσει το άσπρο φόρεμα που φοράει στο εξώφυλλο του Wave, θα κρατήσω τα περιστέρια, οι επόμενες κόπιες του άλμπουμ θα εκδοθούν χωρίς περιστέρια και με την Patti Smith γυμνή, το «Dancing Barefoot» θα κοπεί απ’ την λογοκρισία γιατί θα έχουν προστεθεί στίχοι που θα λένε για μας, θα συναντιόμαστε κρυφά στη χώρα των θαυμάτων κάτω από ουρανούς με μαρμελάδα και μεγάλα σοκολατένια βουνά, μέσα σε κίτρινα υποβρύχια, εκεί θα μας περιμένουν οι καρδιές του λοχία Πέπερ που δεν θα είναι μοναχικές, μανταρινιές από σελοφάν και η μικρή Αλίκη, μια μέρα με λιακάδα θα καβαλήσουμε τη μηχανή και θα χωθούμε στα σύννεφα, δεν θα φοβάσαι στις στροφές, θα φτιάξω ένα ροκ συγκρότημα και θα το πω «Διαμαντένια Προβλήτα», θα παίζεις μπάσο και θα γράφουμε τους στίχους μαζί, τα καλοκαίρια θα περιοδεύουμε σε τουρνέ, τους χειμώνες θα αγοράζεις τελάρα και θα ζωγραφίζουμε τις ψυχές μας, θα ζούμε ακόμα τόσο μακριά που θα μπορείς να απλώσεις το χέρι σου και να κατεβάσεις τον ήλιο, θα σου πω «το τέλος δεν είναι παρά μόνο η αρχή», θα μ’ αγαπήσεις ως την άκρη του χρόνου.

Κι έτσι αποκοιμήθηκα, ενώ ο ήλιος ξεφλουδιζόταν.


(απόσπασμα από το βιβλίο μου, Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα, εκδ. Απόπειρα, 2005)

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2005

ΟΝΕΙΡΑ ΑΠΟ ΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΑΜΜΟ


στην Παναγιώτα (παρόλα αυτά)

Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΖΩ τα Σαββατοκύριακα αδειάζει. Κάποιοι θεοί του Ολύμπου μεταμφιεσμένοι σε πλοία εξπρές μεταφέρουν στις πλάτες τους τούς κατοίκους της που θέλουν να αποδράσουν. Τους αποθέτουν σε βράχια σπαρμένα στην μέση του Αιγαίου που ονομάζονται νησιά. «Το πλοίο σε λίγο θα προσεγγίσει το λιμάνι της Σερίφου, παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να ετοιμάζονται για την αποβίβασή τους».
Αλλαγή πορείας με ναυτικά μίλια, με άδεια πακέτα τσιγάρων, με άδεια βλέμματα. Οι διακοπές είναι αδιάκοπες επιθυμίες, παραλίες τόσο έρημες που μπορεί και να αρρωστήσουν από μοναξιά. Δυτικές Κυκλάδες, rooms to let και ζεστά ρακόμελα. Πατημένοι σκορπιοί. Γιαούρτια με μέλι και παγωμένες σοκολατόπιτες. Ο χωματόδρομος δεξιά, υπόσχεση για ερημική παραλία. Η ρόδα σπινάρει, ακολουθεί τα σημάδια του τρακτέρ. Μ’ αγαπάς; Όλοι λένε σ’ αγαπώ. Μα, αυτό δεν είναι απάντηση, είναι ταινία του Γούντι Άλλεν.
Σπηλιές με τιρκουάζ νερά τρυπάνε από παντού τη Μήλο. Το ζευγάρι στον Παπάφραγκα φιλήθηκε τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος βυθιζόταν στην θάλασσα Η μοναχική τέχνη της φύσης ξαπλώνει τεμπέλικα στο Κλέφτικο. Τρομοκρατία της ομορφιάς. Άγιοι κατέλαβαν τις παραλίες που παλιά λυμαίνονταν οι πειρατές και τους έδωσαν τα ονόματά τους. Για να τους θυμούνται. Ρομαντικές βόλτες στη χώρα, σε στενά δρομάκια που στρίβουν και χάνονται στο κενό σαν μικροσκοπικά φίδια. Ένα μεγάλο πηγάδι, φρουρός του χθες, εκκλησάκια στο γκρεμό.
Μπερδεύομαι, βαδίζω συνεχώς σε διαφορετικούς δρόμους και καταλήγω στο ίδιο σημείο. Λαβύρινθος, αναζητώ τον Θησέα. Από ψηλά τα σπίτια στο λιμάνι μοιάζουν με βρεγμένα σπιρτόκουτα. Μικρά μπαρ ξεφυτρώνουν από την πιο απίθανη γωνιά, πρώην σιδηρουργεία, πρώην μανάβικα που τους πρόσθεσαν φώτα, σκάλες και μουσικές και γέμισαν κόσμο, μπαλκόνια που κρέμονται απ’ το κεφάλι σου, άνθρωποι πολύχρωμοι που συζητούν δυνατά, ερωτεύονται, χαμογελούν, κλαίνε, καπνίζουν, φτιάχνουν πύργους από μπουκάλια μπύρας. Μυρίζει αγιόκλημα. Πότε ξημερώνει εδώ;

Ψάχνω χάρτες, προορισμούς, αποβάθρες. To hear the jazz go down. Χρειάζομαι μέρες για να διακόψω από τον εαυτό μου ή απ’ τον κόσμο; Ξαφνική βροχή στην Αχιβαδολίμνη. Θα σ’ αγαπάω κάθε μέρα. Όνειρα που γεννιούνται, μεγαλώνουν, ισορροπούν λίγο πριν τη διάψευση, λίγο πριν τα καταργήσει ο ήλιος. Εξαιτίας του ήλιου συμβαίνουν όλα. Όνειρα από θυμάρι και αλμυρίκια. Όνειρα από αχάτη, λευκή άμμο και βασιλικό. Συνομωσία του άσπρου και του γαλάζιου στην άκρη του γιαλού, στην άκρη του κόσμου. Κλειστά μάτια, κλειστά κινητά. Για αποσυμπίεση. Διακριτική απομόνωση με την άδεια της Τelestet.
Στο Καρνάγιο η μπύρα 6 ευρώ. Ιδιωτικά φεγγάρια. Αλάτι ανακατεμένο με αντηλιακό, μια επιθυμία για περιπέτεια που δεν έρχεται. Ιδρώτας, δίψα, οι αναμνήσεις καίνε. Κουβαλάνε στην πλάτη τους τα χρόνια. Αυτός ο ήλιος δεν θα σταματήσει ποτέ;
Ομελέτες με ανανά, Portioli, ο καλύτερος καφές του κόσμου. Οι φραπέδες καθυστέρησαν φέτος, φταίει η αντιβίωση. Γνωρίζω ανθρώπους που δεν θα ξαναδώ. Είναι οι αγαπημένοι μου, ο φόβος του άγνωστου τους κάνει ευγενικούς. Καμιά φορά και ευχάριστους. Η μυθολογία του νησιού προτρέπει σε συναντήσεις. Ούτως ή άλλως η ζωή είναι μια αναπάντεχη βόλτα.

Παρατηρώ το γραπτό μου. Νομίζω ότι οι λέξεις αφήνουν μεταξύ τους μεγάλα κενά. Λες και θέλουν περισσότερο να κρύψουν, παρά να αφηγηθούν. Μοιάζουν με ερωτική εξομολόγηση· παραλείπουν ό, τι έχει σχέση με την αλήθεια. Αναρωτιέμαι πως θα έπρεπε να είναι μια αληθινή αφήγηση, τι θα έπρεπε να την συγκροτεί. Η γεωμετρία των προτάσεων είναι σημαντική. Όπως και η ευκρίνεια των προθέσεών τους. Οι προτάσεις δεν πρέπει να είναι αραιές, στο διάκενό τους χάνονται τα σημαντικότερα γράμματα.
Όταν φανούν τα ντοκ του Πειραιά η διάθεση σκοτεινιάζει. Για λίγο. Στο Λυκαβηττό η Patti Smith φώναξε this is my fucking riffle και έδειξε την κιθάρα της. Μετά έσπασε τις χορδές μια-μια και άρχισε να πυροβολεί. Νόμιζα πως βρισκόμουν στο 68, η οργάνωση είχε γενική συνέλευση και η Patti ήταν η πρόεδρος που καλούσε τα μέλη της σε αγωνιστική ετοιμότητα. Ήμουν στα όρια της παρανομίας. Το βράδυ της συνέντευξης ήταν ποιητική, παθιασμένη, υπέροχη, ανταλλάξαμε δώρα, μου χάρισε το πιο ερωτικό της χαμόγελο. Η επανάσταση κάνει τα χρόνια αόρατα, η ομορφιά δεν έχει ηλικία. Με περιμένουν κι άλλα, πολλά. Μετά πάλι καράβια, κορμοράνοι, τα γνωστά. Κι εσύ. Οι νύχτες στην πόλη τα καλοκαίρια μας αντιγράφουν.

Σταύρος Σταυρόπουλος, 24/08/2005