ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ»
Πήρα μια πρέζα χαράς διαβάζοντας τα κείμενα του Σταύρου Σταυρόπουλου. Ο πρωτοεμφανιζόμενος – απ’ όσο ξέρω – ποιητής στέκεται απέναντι στην θλιβερή κουστωδία των «αμφισβητιών ποιητών της γενιάς του 70» και μάλιστα αρκετά τρομερός. Λέει. Ξέρει πως το λέει. Σε όλο το βιβλίο υπάρχει πνοή, υπάρχει ρυθμός, υπάρχουν εικόνες, συχνά ξαφνιαστικές και πρωτότυπες. Και ειλικρίνεια, πολλή ειλικρίνεια. Πορεία σ’ ένα έρημο τοπίο που, και καλά το ξέραμε και πολύ το αγαπούσαμε. Δεν πρόκειται για μια ερημιά κατασκευασμένη από λέξεις. Δεν είναι μόνο αναφορά στην ερημιά-λέξη, δεν είναι λέξεις για την ερημιά-λέξη και τίποτε. Είναι οι διαστάσεις, το χρώμα και το ύφος της σύγχρονης ερημιάς που αναπαριστάνει ο ποιητικός λόγος. Και στο ορίζοντα αυτής της ερημιάς, αυτού του καταστραμένου τοπίου ζωής, διακρίνονται κάποια φώτα. Προχωρώντας κανείς μέσα απ’ το καταργημένο τοπίο του χτες, βλέπει τα φώτα πιο σαφή. Σαφή φώτα ενός τοπίου ζωής του αύριο.
Υπάρχει πολλή απελπισία μέσα στο Διαμελίζομαι αλλά και πολλή γνώση, πολλή βαθειά ματιά πάνω στα πράγματα και στα πρόσωπα. Η αληθινή ποίηση έκανε πάντα το ίδιο: πολύ απελπισμένη μπορούσε να ελπίζει. Και μπορούσε να ελπίζει γιατί μπορούσε να δει πέρα…
Πήρα μια πρέζα χαράς διαβάζοντας τα κείμενα του Σταύρου Σταυρόπουλου. Ο πρωτοεμφανιζόμενος – απ’ όσο ξέρω – ποιητής στέκεται απέναντι στην θλιβερή κουστωδία των «αμφισβητιών ποιητών της γενιάς του 70» και μάλιστα αρκετά τρομερός. Λέει. Ξέρει πως το λέει. Σε όλο το βιβλίο υπάρχει πνοή, υπάρχει ρυθμός, υπάρχουν εικόνες, συχνά ξαφνιαστικές και πρωτότυπες. Και ειλικρίνεια, πολλή ειλικρίνεια. Πορεία σ’ ένα έρημο τοπίο που, και καλά το ξέραμε και πολύ το αγαπούσαμε. Δεν πρόκειται για μια ερημιά κατασκευασμένη από λέξεις. Δεν είναι μόνο αναφορά στην ερημιά-λέξη, δεν είναι λέξεις για την ερημιά-λέξη και τίποτε. Είναι οι διαστάσεις, το χρώμα και το ύφος της σύγχρονης ερημιάς που αναπαριστάνει ο ποιητικός λόγος. Και στο ορίζοντα αυτής της ερημιάς, αυτού του καταστραμένου τοπίου ζωής, διακρίνονται κάποια φώτα. Προχωρώντας κανείς μέσα απ’ το καταργημένο τοπίο του χτες, βλέπει τα φώτα πιο σαφή. Σαφή φώτα ενός τοπίου ζωής του αύριο.
Υπάρχει πολλή απελπισία μέσα στο Διαμελίζομαι αλλά και πολλή γνώση, πολλή βαθειά ματιά πάνω στα πράγματα και στα πρόσωπα. Η αληθινή ποίηση έκανε πάντα το ίδιο: πολύ απελπισμένη μπορούσε να ελπίζει. Και μπορούσε να ελπίζει γιατί μπορούσε να δει πέρα…
ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ, Θέματα, 14-01-1983
Ακραία είναι η θέση του Σταύρου Σταυρόπουλου σ’ αυτό το πρώτο του βήμα. Είναι κομμένες όλες οι γέφυρες επικοινωνίας· είναι κλειστοί όλοι οι δρόμοι που κάπου θα μπορούσαν να οδηγούν.
Είτε εγκεφαλική είτε πηγαία, αυτή η ατμόσφαιρα του ζόφου είναι η θέση του ποιητή και δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς ή και να συζητήσει ακόμα. Θα μπορούσε, όμως, να απαιτήσει, κοντά στην πλούσια εικόνα, την εκφραστική ευφορία και τις υπόλοιπες αρετές του ποιητή – που είναι πολλές – μεγαλύτερη εμμονή στο απόσταγμα και λιγότερη στο εκχύλισμα της συγκίνησής του. Είναι πολύ πιο άμεση και καίρια η αίσθηση παρά η περιγραφή της.
ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, Επίκαιρα, 20-10-1983
Ο σαρκαστικός μονόλογος του Σταύρου Σταυρόπουλου, λυτρωτικός, πανικοβλημένος, αγωνιώδης, καταλύει σαν άλλος Ρεμπώ, σχέσεις, πνευματικότητα, τρόπο ζωής, μεθοδολογία σκέψης και εξουσίες ανθρώπων και κομμάτων «μιας εποχής που αποπνέει την δυσοσμία του αποσυνθεμένου πτώματος». Το δηλητηριώδες πάθος του για μια εκφραστική αναρχία προεκτείνει τα μηνύματα – καταγγελίες του σε μεθυστικό πανηγύρι απελπισίας και οξυδέρκειας.
Βιβλίο προσωπικό που περιφρονεί τα ημίμετρα και βγάζει τη γλώσσα στις μεσοβέζικες λύσεις.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17-03-1983
Αδρός αλλά και περίσκεπτος, ο πόθος του συγγραφέα για κάτι πιο ουσιαστικό και ανθρώπινο απ’ το σημερινό κοινωνικό και πνευματικό κατεστημένο, εικονογραφεί με σκληρές πινελιές και βαθιά στοχαστικό ταλέντο τον «παράλογο λαβύρινθο» που οδηγεί τον άνθρωπο σε μια βιωματική εξουθένωση.
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, 14 – 03-1983
Μικρά κείμενα που ακολουθούν άλλοτε την ποιητική φόρμα και άλλοτε πάλι τις φόρμες της πεζογραφίας. Κείμενα πικρά που μιλούν για την μοναξιά, την απομόνωση, και το άγχος της μεγαλούπολης είναι το πρώτο βήμα ενός νέου ποιητή, ένα πικρό πρώτο βήμα που όμως μας προειδοποιεί ότι ο Σταύρος Σταυρόπουλος έχει και τις δυνατότητες και το χρόνο με το μέρος του.
ΕΝΑ, 24-05-1984
Στα παρισινά βουλεβάρτα και στα αθηναικά σοκάκια, η μοναξιά του ανένταχτου – ασταθής ισορροπία ανάμεσα στην ενσωμάτωση και το περιθώριο – παραμένει δυσβάστακτη, μαρτυρία σε πρώτο πρόσωπο.
ΑΝΤΙ, 20-01-1984
Κείμενα μεταξύ πεζού λόγου και ποίησης, με σκέψεις-αντιδράσεις των νέων ανθρώπων απέναντι σε μια ζωή που είναι «όλη θάνατος».
Κώστας Τσαούσης, ΕΘΝΟΣ, 23-02-1983
Μέσα στις 94 σελίδες του Διαμελίζομαι καταλύεται κάθε συμβατική απανθρωποποιημένη σχέση, κάθε κατασταλτικό επικονίασμα της ζωής μας, κάθε εφησυχαστικό αντισώμα, μ’ ένα λόγο ο «μόδιος» υπό τον οποίον κρύβεται ο «λύχνος» της αλήθειας. Με γλώσσα αιχμηρή , τολμηρή και αυθεντική ο Σταυρόπουλος πολεμάει. Ο πόλεμος των στοιχείων του εαυτού μας φέρνει οδύνη. Και η οδύνη αυτή είναι οι πόνοι της γέννας του βιβλίου του. Ο πόλεμος και η γέννηση μιας αλήθειας φανερώνεται και στα βασικά μοτίβα γύρω από τα οποία ανελίσσεται η σκέψη του συγγραφέα – που, a propos, πρέπει να παρατηρήσω ότι μου θυμίζουν τις Εγελιανές στιγμές. Εξαιτίας αυτών το έργο του Σταυρόπουλου μας αφορά όλους. Είναι σημαντικό. Δηλαδή σημαίνει κάτι, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, «ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΣΧΟΣ, Σημάδια, Νοέμβριος 1983
Το πρώτο αυτό βιβλίο του Σταυρόπουλου είναι ολόκληρο μια κραυγή απελπισίας, ελευθερίας και τρέλας. Μια άρνηση στο κατεστημένο, στην αδιαφορία, στη μοναξιά που μας πνίγει. Η γλώσσα κοφτή και σκληρή σα λάμα ξυραφιού. Τόσο που σε ξαφνιάζει και σε πονά!
ΣΤΕΛΛΑ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΟΥ, Ευρωπαία, 17-02-1983
Το Διαμελίζομαι είναι ένα φτύσιμο σε όλα και σε τίποτα. Δεν περιέχει συνθήματα, δεν δίνει γραμμή, δεν αναδεικνύει – προς τιμήν του – σλόγκαν, γιατί, μα το Θεό, τα τρώμε στη μάπα χρόνια ολόκληρα, αδιαμαρτύρητα. Το γράψιμο και το ύφος του είναι οξύμωρα· περιέχουν όμως, ταυτόχρονα, μια μυστηριακή, γλυκόπικρη γαλήνη. Κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει ή αναπαραστατικά να διαγράψει, ουσιαστικά, όπως δίνονται τα νοήματα του συγγραφέα, καθώς και την δροσιά που σου μεταδίδεται απρόοπτα από το ξερό χαρτί.
Πρέπει να «την βρείς» για να γράψεις κριτική στον Σταυρόπουλο, εφόσον κιόλας νομίζεις πως μπορείς, ακόμα και να τον διαβάσεις.
ΝΙΚΟΣ ΤΣΑΚΑΛΟΣ, Θεσσαλονίκη, 27-02-1983
Πρόκειται για έναν ποιητή με σπάνιο ταλέντο. Με απεριόριστες δυνατότητες και ακαταμάχητο προσόν την νεαρή του ηλικία, στο χέρι του είναι ο χρόνος και όλο το ποιητικό του μέλλον. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι τέτοια ποίηση κάθε 5 χρόνια ανακαλύπτουμε. Έναν Ιατρόπουλο, έναν Ποταμίτη, μια Παμπούδη, έναν Βαλσαμίδη, έναν Πούλιο, μια Γώγου, έναν Γκανά. Για να σταθούμε στο «εδώ και τώρα».
ΜΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΤΟΣ, Ομπρέλα, Γενάρης 1984