ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕ, 25 Νοεμβρίου, ανήμερα της γιορτής σου, σε είδα πάλι να ανοίγεις την πόρτα σιγά-σιγά και να μπαίνεις. Κόκκινα φωτιά τα μάτια σου παγιδευμένων λύκων. Παπούτσια λινά. Πρέπει να’ χε περάσει καιρός πολύς, γιατί τα νύχια σου είχαν μακρύνει και η φωνή σου ακουγόταν με διακοπές. Σα να περνούσε από τούνελ.
Κρατούσες το χέρι της Μυρτώς σφιχτά και κρύωνες, τυλιγμένη στο ξύλινο παλτό σου. Από μέσα μακό περασμένο τα ποιήματα, δεμένα σφιχτά στο μέρος της καρδιάς. Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης. Εκεί που οι άλλοι κρεμάνε συνήθως σταυρουδάκια και μενταγιόν για να ξορκίζουνε το κακό. Τα δάχτυλά σου, ακόμα γάντζοι. Να κάνουν πρόβα οι κρεμασμένοι. Εσύ.
Φωτογραφίσανε τον πόνο και βάλανε τη φωτογραφία μου - δε βλέπεις; Μια στάλα σταλαγμίτης απόμεινα, ένα τόσο δα πουλάκι. Κοίτα, χωράω σ’ ένα άδειο μπουκάλι. Το πέταξαν ένα καλοκαίρι οι φίλοι μου. Η ζωή; Ξαναπέστο. Θέλω να σε ακούσω ξανά να το λες. Να το φωνάζεις. Θέλω να σε ξανακούσω, ακούς; Μη σωπαίνεις. Μη τους κάνεις τη χάρη. Μη χάνεσαι τώρα.
Μπαίνουν κρυφά στο σπίτι μου, κοιμούνται στο κρεβάτι μου, τρώνε απ’ το φαί μου. Όταν βραδιάζει, φεύγουν κι αφήνουν τα πιάτα άπλυτα. Δεν εξηγείται αλλιώς, έτσι βρώμικος που είναι πάντα ο νεροχύτης, έτσι πολλοί που είναι πάντα οι άνθρωποι. Την κοπάνισα, εντάξει; Να γλυτώσω απ’ τις διασπάσεις του κόμματος. Την αποτρόπαιη μοναξιά της κεντρικής επιτροπής. Τον ανυπόφορο θόρυβο των δρόμων. Να γλυτώσω, ρε. Τις ίδιες, ατέλειωτες διαδρομές στη Πατησίων, πλάι σε ποινικούς και επαναστάτες. Πάνω-κάτω τη Πατησίων. Εξάρχεια – Πατήσια – Μεταξουργείο – Μέτς. Μ’ ένα παλιοπαντέλονο. Μέχρι να γίνω νιφάδα χιονιού και να λιώσω στην άσφαλτο. Χιλιόμετρα έρχονται καταπάνω μου οι μέρες, στα παιδικά μου χρόνια κανείς.
Και στα διαλείμματα, εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε, κρατώντας τη σκυτάλη. Θυμάσαι; Εγώ ναι. Μ’ εκείνους του τρένου, που όταν κανονίζαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή, μας πέταξαν σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση. Μη με σταματάς τώρα. Πονάω. Μη.
Γώγου Κατερίνα, ταυτότητα ηθοποιός, φίλη μοναδική, ακτιβίστρια, μια τροβαδούρος του αληθινού, ενεργό μέλος μιας απενεργοποιημένης ζωής, 6 ποιητικές συλλογές μακιγιαρισμένες με αίμα, γύρω στις 50 κινηματογραφικές ταινίες, βραβείο σεναρίου στην «Όστρια», τελευταία θεατρική εμφάνιση με τον θίασο της Έλλης Λαμπέτη στο «Φιλουμένα Μαρτουράνο», μελαγχολική βασίλισσα της πλατείας Εξαρχείων, θλιμμένη Σταχτοπούτα των δρόμων, γεννημένη τον μήνα των κερασιών, 1η Ιουνίου 1940, άφαντη από όλους, οκλαδόν στα σκαλάκια του κόσμου, μ’ ένα πρόσωπο καθαρό, σαν νεράκι και μια ψυχή όμορφη, σα μωρού, πιασμένη με κοκαλάκι από τα μαλλιά της, μπορεί τώρα να μοιράζει τα ποιήματα της χέρι με χέρι, αμετάκλητες προκηρύξεις της μεγάλης διαδήλωσης που θα πραγματοποιηθεί εκεί στα ψηλά, μπορεί να ανάβει τσιγάρο από τις αστραπές άφοβα και να λέει:
Πάει. Αυτό ήταν. Χάθηκε η ζωή μου φίλε μέσα σε κίτρινους ανθρώπους, βρώμικα τζάμια και ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Κατερινούλα, χρόνια πολλά. Να ξαναρθείς. Εγώ θα είμαι.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 28/11/2001
Φωτογραφίσανε τον πόνο και βάλανε τη φωτογραφία μου - δε βλέπεις; Μια στάλα σταλαγμίτης απόμεινα, ένα τόσο δα πουλάκι. Κοίτα, χωράω σ’ ένα άδειο μπουκάλι. Το πέταξαν ένα καλοκαίρι οι φίλοι μου. Η ζωή; Ξαναπέστο. Θέλω να σε ακούσω ξανά να το λες. Να το φωνάζεις. Θέλω να σε ξανακούσω, ακούς; Μη σωπαίνεις. Μη τους κάνεις τη χάρη. Μη χάνεσαι τώρα.
Μπαίνουν κρυφά στο σπίτι μου, κοιμούνται στο κρεβάτι μου, τρώνε απ’ το φαί μου. Όταν βραδιάζει, φεύγουν κι αφήνουν τα πιάτα άπλυτα. Δεν εξηγείται αλλιώς, έτσι βρώμικος που είναι πάντα ο νεροχύτης, έτσι πολλοί που είναι πάντα οι άνθρωποι. Την κοπάνισα, εντάξει; Να γλυτώσω απ’ τις διασπάσεις του κόμματος. Την αποτρόπαιη μοναξιά της κεντρικής επιτροπής. Τον ανυπόφορο θόρυβο των δρόμων. Να γλυτώσω, ρε. Τις ίδιες, ατέλειωτες διαδρομές στη Πατησίων, πλάι σε ποινικούς και επαναστάτες. Πάνω-κάτω τη Πατησίων. Εξάρχεια – Πατήσια – Μεταξουργείο – Μέτς. Μ’ ένα παλιοπαντέλονο. Μέχρι να γίνω νιφάδα χιονιού και να λιώσω στην άσφαλτο. Χιλιόμετρα έρχονται καταπάνω μου οι μέρες, στα παιδικά μου χρόνια κανείς.
Και στα διαλείμματα, εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε, κρατώντας τη σκυτάλη. Θυμάσαι; Εγώ ναι. Μ’ εκείνους του τρένου, που όταν κανονίζαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή, μας πέταξαν σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση. Μη με σταματάς τώρα. Πονάω. Μη.
Γώγου Κατερίνα, ταυτότητα ηθοποιός, φίλη μοναδική, ακτιβίστρια, μια τροβαδούρος του αληθινού, ενεργό μέλος μιας απενεργοποιημένης ζωής, 6 ποιητικές συλλογές μακιγιαρισμένες με αίμα, γύρω στις 50 κινηματογραφικές ταινίες, βραβείο σεναρίου στην «Όστρια», τελευταία θεατρική εμφάνιση με τον θίασο της Έλλης Λαμπέτη στο «Φιλουμένα Μαρτουράνο», μελαγχολική βασίλισσα της πλατείας Εξαρχείων, θλιμμένη Σταχτοπούτα των δρόμων, γεννημένη τον μήνα των κερασιών, 1η Ιουνίου 1940, άφαντη από όλους, οκλαδόν στα σκαλάκια του κόσμου, μ’ ένα πρόσωπο καθαρό, σαν νεράκι και μια ψυχή όμορφη, σα μωρού, πιασμένη με κοκαλάκι από τα μαλλιά της, μπορεί τώρα να μοιράζει τα ποιήματα της χέρι με χέρι, αμετάκλητες προκηρύξεις της μεγάλης διαδήλωσης που θα πραγματοποιηθεί εκεί στα ψηλά, μπορεί να ανάβει τσιγάρο από τις αστραπές άφοβα και να λέει:
Πάει. Αυτό ήταν. Χάθηκε η ζωή μου φίλε μέσα σε κίτρινους ανθρώπους, βρώμικα τζάμια και ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Κατερινούλα, χρόνια πολλά. Να ξαναρθείς. Εγώ θα είμαι.
Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 28/11/2001