Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

ΛΙΓΗ ΑΜΜΟΣ ΑΚΟΜΗ



Ο,ΤΙ φαντάστηκα πως υπήρχε, ακούστηκε ξανά μέσα μου σαν μαγεμένος δεσμός.
Ακουσα το τρίξιμο που έκανε καθώς σκαρφάλωνε. Η αρχαία πόρτα του λιμανιού απλώς επιβεβαίωνε την αμετακίνητη σχέση. Ερωτεύεσαι πάντα μια βιβλιοδετημένη ανάμνηση. Που διαρκεί. Οπως κρατάς την αναπνοή σου σ' εκείνο το παιδικό παιχνίδι αντοχής κάτω απ' το νερό. Η παραλία, μια εκκλησία, ένα στενό. Σκηνές θαυμάτων που προηγήθηκαν.

ΛΕΞΕΙΣ βοτσαλάκια. Τις λένε ηλιοβασίλεμα. Οταν πέφτει το φως πάνω τους τις κάνει να μοιάζουν με επεξεργασμένα κοσμήματα. Βουλιάζεις στην αθανασία της άμμου για να συναντήσεις το παλιό σου αποτύπωμα. Κέδροι στο μπλε. Θέλω να ξεγελάσω τον ουρανό. Να κλέψω όλα του τα ματάκια και να τα ρίξω στην τσέπη μου.

Αέρας, σαν θυμωμένος θεός. Φυσάει χρυσάφι. Οι άγγελοι που έχουν σειρά να εκπέσουν, περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους στα σύννεφα. Σώμα, σαν ανοιχτό πουκάμισο. Αλεξίπτωτα χρόνια. Μύλοι. Εδώ καταργούνται τα χρώματα. Ενώνονται σε μικρά ονόματα με γεύση αλμύρας. Ενα μισοτελειωμένο ποίημα πάνω στον χάρτη είναι ο οδηγός «για ό,τι δεν φανερώθηκε ακόμη».

ΑΥΤΟ το νησί λες και χορταίνει από το αίμα του. Από το άσπρο που βελάζει στα ορεινά και φτιάχνει ανορθόγραφες επιγραφές με ασβέστη στον ορίζοντα. Σκαλάκια με άρωμα νυχτολούλουδο. Τα ανεβαίνω ώς το μηδέν. Επαθλο, η άυπνη βοκαμβίλια. Μέχρι να έρθουν να με πάρουν τα καράβια, θα καθήσω σταυροπόδι κάτω απ' τη βρύση που στάζει κρυφά. Τα όνειρα δεν έχουν αποστολή. Είναι μια αμετανόητη εκδρομή βλεμμάτων χωρίς παραλήπτη. Μια μουσική που όλο επισκευάζεται.

Κάτω απ' τις καλαμένιες ομπρέλες, ο ήλιος λειαίνει ενθύμια. Η άμμος γέννησε βραχιολάκια. Προστατευόμενη παραλία, μη. Μην πατάς. Θα σπάσουν. Τα αβγά τού χθες μεγαλώνουν το αύριο. Αν δεν υπήρχαν, όλες μας οι γραμμές θα είχαν αποτύχει. Αυτοί οι μικροί αιχμάλωτοι γίγαντες μπορούν να μας σώσουν.

Η νύχτα που πέφτει ανυπεράσπιστη σπάει το νησί στα δύο. Η μισή πλευρά του κάστρου είναι φωτισμένη. Απ' το λιμάνι νομίζεις ότι κάποιο σημείο του έχει πάρει φωτιά που αρνείται να εξαπλωθεί. Ο ουρανός λες και τρύπησε και χύνει σκοτάδι. Δοξάζει τη λύπη, αφήνοντας πνιχτούς αναστεναγμούς. Εχει μια επικίνδυνη ομορφιά, σαν εγκαταλειμμένη. Οι λέξεις φτάνουν στα αυτιά μου μπερδεμένες. Ο αέρας που φυσά κάνει τις γλώσσες να λυγίζουν. Δημιουργεί ένα καινούριο προφορικό σύμπαν από άγνωστα σύνορα. Προσπαθώ να θυμηθώ ένα σώμα ντυμένο χωρίς βραδινή πανοπλία.

ΕΜΑΘΑ ν' αγαπώ εδώ. Στους μεγάλους αμμόλοφους της σιωπής. Στις φωλιές μνήμης της νότιας πλευράς που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πειράξει. Παρέμεινε άνεργη και παραμελημένη για να μας τιμήσει. Ανάμεσα στις καλαμιές και στους αθάνατους, εκεί που χορεύει η ζωή. Αμείλικτα δεμένη. Αν με δεχτούν οι θάλασσες στο κοπάδι τους, θα μείνω. Λάφυρο του βυθού, σκεπασμένος. Ο,τι γεννήθηκε σ' αυτή τη μεριά του Αιγαίου, γεννήθηκε για να το αναγγείλω εγώ.

Να συστηθούμε ξανά: Είμαι νησί. Ανεμος, δυσεύρετος έρωτας, ακόμη όνειρο, ευλογημένο άσπρο, αμετακίνητος σκοπός, εκθαμβωτική σεμνότης, πρωτότοκος λόγος, αμίλητος, καθηλωμένος, δεμένος στο κύμα με ακριβά κοχύλια.

Με λένε Νάξο. Νάξο παντού. Πάλι.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου