( η σύντομη τοποθέτησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, στο βιβλιοπωλείο ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ στο Χαλάνδρι, στις 17.10.2002 )
Αν θα μπορούσα με δυο φράσεις να περιγράψω αυτό το βιβλίο, θα το χαρακτήριζα σαν μια προσπάθεια να φιλμογραφηθεί το πάθος. « Τα πάθη είναι σπάνια » έλεγε ο Μπαλζάκ, είναι όμως στην πλειοψηφία τους και ανιδιοτελή. Είναι ό,τι μπορούμε να βιώσουμε στα άκρα χωρίς λόγους και σκοπιμότητες. Ξοδεύουμε τον εαυτό μας και τον άλλον έτσι απλά, όχι γιατί ίσως αξίζει να υπηρετήσουμε ή να υπηρετηθούμε, αλλά γιατί δεν υπάρχει τρόπος να πράξουμε διαφορετικά.
Λειτουργούμε με το μαντήλι στα μάτια, γινόμαστε σκοινοβάτες που εκτελούν άσκηση ριψοκίνδυνη. Το ρίσκο και ο βαθμός επικινδυνότητας που μας συναρπάζει – όσο μεγαλύτερα, τόσο καλύτερα – είναι το μέτρο που βάζουμε ως προϋπόθεση μοναδική για να συνεχίσουμε.
Οι ισορροπίες είναι οριακές, ο ένας παρατηρεί τον άλλον ενδελεχώς, πότε τον συμπληρώνει, πότε αφαιρεί ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αφήνοντας τον γυμνό. Η σχέση γίνεται παιχνίδι κανιβάλων που στο τέλος καταβροχθίζει τους ίδιους τους παίκτες.
Αυτή εδώ η μικρή ιστορία κράτησε επτά χρόνια, και σαν διάρκεια τουλάχιστον απέκτησε μία ταυτότητα συμβολική, μια ιερή διάσταση. Θεώρησα καθήκον μου να την αποτυπώσω στο χαρτί με έναν ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ιδιαίτερη υπήρξε, βάζοντας δίπλα της, μέσα της, τη μουσική που αγαπώ, έτσι ώστε η μία να μην ξεχωρίζει απ’ την άλλη, η μια να απαλύνει τον πόνο που προξενεί η άλλη, να ξαλαφρώνει το ειδικό βάρος της, να ακυρώνει τον κυρίαρχο ρόλο της.
Η αναίρεση της γυναικείας παρουσίας μέσα απ’την μουσική και αντίστροφα, αυτή η διαρκής και αέναη εναλλαγή ηδονών και οδών, με έκανε να θέλω να παρουσιάσω ένα εγχείρημα που να κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον έντυπο και τον ηχογραφημένο λόγο, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι μπορεί κανείς, μερικές φορές και να διαβάζει και να ακούει και να βλέπει και να αισθάνεται συγχρόνως.
Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι ένα βιβλίο-δίσκος, με δομή δίσκου εννοώ, με εξώφυλλο, πλευρές, τραγούδια και οπισθόφυλλο, που ήταν για μένα πάντα μια μεγάλη πρόκληση.
Την ευκαιρία να την υλοποιήσω μου την έδωσε μία κοπέλα που ζήσαμε μαζί στον Παράδεισο και στην Κόλαση, στο καλό και στο κακό, και που σήμερα είναι εδώ μαζί μας, στα μπροστινά καθίσματα, με κοιτάζει με απορία και χαμογελά.
Την ευχαριστώ για όλα.
Αν θα μπορούσα με δυο φράσεις να περιγράψω αυτό το βιβλίο, θα το χαρακτήριζα σαν μια προσπάθεια να φιλμογραφηθεί το πάθος. « Τα πάθη είναι σπάνια » έλεγε ο Μπαλζάκ, είναι όμως στην πλειοψηφία τους και ανιδιοτελή. Είναι ό,τι μπορούμε να βιώσουμε στα άκρα χωρίς λόγους και σκοπιμότητες. Ξοδεύουμε τον εαυτό μας και τον άλλον έτσι απλά, όχι γιατί ίσως αξίζει να υπηρετήσουμε ή να υπηρετηθούμε, αλλά γιατί δεν υπάρχει τρόπος να πράξουμε διαφορετικά.
Λειτουργούμε με το μαντήλι στα μάτια, γινόμαστε σκοινοβάτες που εκτελούν άσκηση ριψοκίνδυνη. Το ρίσκο και ο βαθμός επικινδυνότητας που μας συναρπάζει – όσο μεγαλύτερα, τόσο καλύτερα – είναι το μέτρο που βάζουμε ως προϋπόθεση μοναδική για να συνεχίσουμε.
Οι ισορροπίες είναι οριακές, ο ένας παρατηρεί τον άλλον ενδελεχώς, πότε τον συμπληρώνει, πότε αφαιρεί ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αφήνοντας τον γυμνό. Η σχέση γίνεται παιχνίδι κανιβάλων που στο τέλος καταβροχθίζει τους ίδιους τους παίκτες.
Αυτή εδώ η μικρή ιστορία κράτησε επτά χρόνια, και σαν διάρκεια τουλάχιστον απέκτησε μία ταυτότητα συμβολική, μια ιερή διάσταση. Θεώρησα καθήκον μου να την αποτυπώσω στο χαρτί με έναν ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ιδιαίτερη υπήρξε, βάζοντας δίπλα της, μέσα της, τη μουσική που αγαπώ, έτσι ώστε η μία να μην ξεχωρίζει απ’ την άλλη, η μια να απαλύνει τον πόνο που προξενεί η άλλη, να ξαλαφρώνει το ειδικό βάρος της, να ακυρώνει τον κυρίαρχο ρόλο της.
Η αναίρεση της γυναικείας παρουσίας μέσα απ’την μουσική και αντίστροφα, αυτή η διαρκής και αέναη εναλλαγή ηδονών και οδών, με έκανε να θέλω να παρουσιάσω ένα εγχείρημα που να κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον έντυπο και τον ηχογραφημένο λόγο, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι μπορεί κανείς, μερικές φορές και να διαβάζει και να ακούει και να βλέπει και να αισθάνεται συγχρόνως.
Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι ένα βιβλίο-δίσκος, με δομή δίσκου εννοώ, με εξώφυλλο, πλευρές, τραγούδια και οπισθόφυλλο, που ήταν για μένα πάντα μια μεγάλη πρόκληση.
Την ευκαιρία να την υλοποιήσω μου την έδωσε μία κοπέλα που ζήσαμε μαζί στον Παράδεισο και στην Κόλαση, στο καλό και στο κακό, και που σήμερα είναι εδώ μαζί μας, στα μπροστινά καθίσματα, με κοιτάζει με απορία και χαμογελά.
Την ευχαριστώ για όλα.
Σταύρος Σταυρόπουλος